Ο Μέγας Αριστοκλής στα έργα του αναγνωρίζει την αξία και τις ικανότητες των αρχαίων ποιητών. Εν τούτοις θεωρεί κάποια από τα ποιήματα τους καταστροφικά για την διαπαιδαγώγηση των νέων.
Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος Γεωστρατηγικός αναλυτής και αρχισυντάκτης του Mytilenepress. Contact : survivroellas@gmail.com-6945294197. Από όλους τους προαναφερόμενους εξαιρείται ένα μικρό μέρος με βάση τις παγκόσμιες Φιλοσοφικές-Μαθηματικές σταθερές Μηδέν Άγαν και Μέτρον Άριστον.
Πάγια προσωπική μου αρχή είναι ότι όλα τα έθνη έχουν το δικαίωμα να έχουν τις δικές τους πολιτικές-οικονομικές, θρησκευτικές και γεωπολιτικές πεποιθήσεις, με την προϋπόθεση να μην τις επιβάλουν με πλάγιους τρόπους είτε δια της βίας σε λαούς και ανθρώπους που δεν συμφωνούν. Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες που από μονοθεϊστές της Παλαιάς Διαθήκης έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές του Διονυσιακού πολιτισμού. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την έγγραφη έγκριση του συγγραφέα.
Η τέχνη της ποίησης στο Αριστόκλειο-Φιλοσοφικό σύστημα δεν γίνεται να βασίζεται σε ψευδείς μύθους που διαφθείρουν τους νέους. Για αυτό τα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου δεν έχουν θέση στην Πλατωνική πολιτεία.
Ο μέγιστος των Ελλήνων σοφών αμφισβητεί την Ομηρική-Ησιοδική ποίηση στην εποχή του και την ικανότητά της να διαπλάθει ενάρετους πολίτες με βάση το Μέτρον Άριστον και το Μηδέν Άγαν. Για αυτό με τα επιστημονικά του έργα τάχθηκε ενάντια σε Όμηρο-Ησίοδο και μέσα από τις φιλοσοφικές διδαχές του δεν αναγνωρίζει το αρχαίο σύστημα εκπαίδευσης μέσα από τα ποιήματα των δύο προαναφερθέντων.
Η ποίηση Ομήρου και Ησιόδου τίθεται σε επιστημονική κριτική και διερεύνηση από τον κορυφαίο πανεπιστήμονα της ανθρωπότητας. Η εκτενής επιστημονικές μελέτες του Μέγα Αριστοκλή μας διδάσκουν τον σημαντικό ρόλο της ποίησης στην Ελληνική παιδεία. Παράλληλα όμως υπάρχουν και επικίνδυνα ποιήματα και ποιητές που είναι σε θέση να δημιουργήσουν τρομερά προβλήματα και να καταστρέψουν χιλιάδες ψυχές.
Η επιστημονική γνώμη του Μέγα Αριστοκλή είναι κάθετα αντίθετη στην ποίηση και στους μύθους που συνέθεταν ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Σαφέστατα ο Ύπατος των Φιλοσόφων αμφισβητεί την ικανότητά των ποιημάτων Ομήρου-Ησιόδου και ότι αυτά έχουν θετικά στοιχεία σχετικά με την αγωγή των νέων στην αρχαία Ελλάδα. Ο Μέγας Αριστοκλής δεν απορρίπτει στο σύνολο της την ποιητική τέχνη. Όμως είναι κάθετα αντίθετος σε ποιήματα που κάνουν κακό στις ψυχές και τον χαρακτήρα των ανθρώπων.
Οι ενστάσεις του Μέγιστων των Σοφών για τις κίβδηλες μυθοπλασίες είναι ότι οι μυθικές διηγήσεις μέσα από τα ποιήματα του Ομήρου-Ησιόδου αλλοιώνουν την πραγματικότητα. Για αυτό τα ποιήματα Ομήρου-Ησιόδου είναι κάκιστη επίδραση για τους Έλληνες πολεμιστές και για τους φύλακες της Αριστόκλειας Πολιτείας. Οι ποιητές υποχρεούνται να διαπλάθουν ενάρετες ψυχές και για αυτό ο Μέγας Αριστοκλής θεωρεί ότι δεν έχουν θέση στην Αριστόκλεια παιδεία-πολιτεία αυτού του είδους τα ποιήματα.
Μέσα από τα έργα του Μέγα Αριστοκλή αντιλαμβανόμαστε ότι ο Όμηρος-Ησίοδος δημιούργησαν αξιόλογα ποιήματα και ωραίους μύθους με πρωτότυπη τεχνική. Εν τούτοις η ουσία σύμφωνα με τον ύπατο των φιλοσόφων δεν είναι το επίπεδο ενός ποιήματος, αλλά το περιεχόμενό του και τα διδάγματά του, τα οποία δεν πρέπει να είναι βλαβερά για το κοινωνικό σύνολο. Τα ποιήματα πρέπει να διδάσκουν την ανδρεία, την τιμιότητα, την ηθική και την αλήθεια. Δεν πρέπει να στηρίζονται σε κίβδηλους μύθους.
Διότι σε αυτή την περίπτωση οι χαρακτήρες που θα δημιουργούνται θα είναι κακοί. Ο Μέγας Αριστοκλής θεωρεί ότι με τα ποιήματα του Ομήρου οι Έλληνες στρατιώτες-υπερασπιστές φύλακες θα καταλήξουν να είναι αντίπαλοι και εχθροί μεταξύ τους. Αυτό είναι φυσικό επακόλουθο καθώς ο Όμηρος εμφανίζει τους Ολύμπιους Θεούς κακούς-εκδικητικούς να πολεμούν μεταξύ τους. Οι νέοι σε αυτές τις ηλικίες δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν τα ποιήματα του Ομήρου. Αν και δεν αμφιβάλει για την αξία της ποίησης οι Ύπατος των Φιλοσόφων ως πολύτιμο εκπαιδευτικό εργαλείο, παράλληλα αντιτίθεται στους Όμηρο και Ησίοδο.
Σύμφωνα με τον Μέγα Αριστοκλή η ποιητική τέχνη πρέπει να μας διδάσκει τις μέγιστες αρετές του Ελληνικού πολιτισμού. Αντιθέτως η ποίηση του Ησιόδου και του Ομήρου με θεούς γεμάτους ταπεινά ερωτικά-εκδικητικά Διονυσιακά πάθη είναι ακατάλληλη για τους Έλληνες νέους. Μην ξεχνάτε ότι με βάση την Αριστόλεια Θεολογία ο Θεός-Δημιουργός του Αριστοκλέους είναι αιτία μόνον για ότι καλό συμβαίνει. Αιτία για ότι κακό συμβαίνει είναι οι θεοί του Διονυσιακού πολιτισμού. Συνεπώς τα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου είναι ενάντια στην Αριστόκλεια-Πλατωνική Θεολογία. Ο θεός ήταν και είναι αιτία για ότι καλό συμβαίνει στην ανθρωπότητα. Για ότι κακό συνέβη και θα συμβεί στην ανθρωπότητα αιτία είναι ο Διονυσιακός πολιτισμός και οι Θεοί της Διονυσιακής κουλτούρας.
Οι Σοφοί πρόγονοι μας από την αρχή απέρριψαν την Ολύμπια θρησκεία ως ανάξια του πολιτισμού και των ηθών του Ελληνικού έθνους. Ο Μέγιστος των Σοφών της ανθρωπότητας δίδαξε με μοναδικό τρόπο τον Θεό. Κανένας άλλος αρχαίος φιλόσοφος δεν απέρριψε τόσο έντονα, την σκοτεινή Αιγυπτιακή-Φοινικική θρησκεία και τα Διονυσιακά αξιώματα όσο ο Μέγας Αριστοκλής. Οι θεϊκές δυνάμεις των Ολύμπιων και των ανθρώπων, αποτελούν έναν συνδυασμό καλού και κακού. Οι θεοί της Αιγυπτιακής-Φοινικικής θρησκείας, είναι ικανοί να επιδείξουν οίκτο και παράλληλα καταστροφική συμπεριφορά. Επίσης επιδεικνύουν υπερβολική ζήλια προς τους ανθρώπους.
Ο Θεός είναι αιτία μόνον για ότι καλό συμβαίνει σύμφωνα με τον ύπατο των φιλοσόφων Αριστοκλή. Για αυτό έπλασε όλα αυτά τα θαυμαστά και μοναδικά στο είδος τους πράγματα και εν συνεχεία ήρθε στην γη ως Θεάνθρωπος για να λυτρώσει, να διδάξει, να σταυρωθεί, να αναστηθεί για να σωθεί η ανθρωπότητα από τον μισάνθρωπο Εωσφόρο και τους αρχιδαίμονες του παγανισμού Savazio-Διόνυσο και Απόλλωνα. Ο ύπατος των Φιλοσόφων στο έργο του Τίμαιος, αναφέρει σχετικά με την δημιουργία του σύμπαντος ότι είναι έργο του Αγαθού Θεού-δημιουργού.
Ο καλός Θεός από αγάπη δίνει ζωή και δημιουργία, ενώ πραγματοποιεί το έργο του μέσα από αξίες τις οποίες ενσωματώνει στον υλικό κόσμο, με στόχο το τέλειο αποτέλεσμα. Ο θεός-Δημιουργός έπλασε έναν τέλειο- αγαθό κόσμο, διότι είναι αγαθός (καλός), γιατί δεν έχει καμία κακία μέσα του (Τίμαιος 29d-30c). Επειδή ο Θεός είναι πάνσοφος χωρίς ταπεινά πάθη, όπως έχουν οι δαίμονες του παγανισμού και οι άνθρωποι, ελεύθερος από τον φθόνο ήθελε ο κόσμος να μοιάζει σε αυτόν στο μέτρο του δυνατού. Η αρχαία Αιγυπτιακή-Φοινικική θρησκεία με διάφορες μορφές πολυθεϊσμού, δεν υποστήριζε ότι οι θεοί ήταν αγαθοί.
Στην Θεολογία του Ύπατου των Φιλοσόφων ο άναρχος Θεός είναι μόνον καλός και κάνει πάντοτε αγαθές πράξεις από υπέρμετρη αγάπη για τα δημιουργήματα του. Ο Αριστοκλής αναπτύσσει μια ορθή-Ελληνική θεολογία, η οποία είναι αντίθετη με τις δοξασίες που οι λαϊκές-αγράμματες μάζες και οι σκοτεινοί ιερείς αντιλαμβανόταν την θεϊκή κτίση. Στην αρχαία θρησκεία, βλέπουμε την εφαρμογή καταπιεστικών-
Μόνον να λειτουργούν σε καθορισμένους δημόσιους χώρους και ήταν βασικό να πιστεύουν, στους αρχαίους δαίμονες. Όλοι οι Έλληνες έπρεπε να πιστεύουν ότι πράγματι “υπάρχουν” οι Ολύμπιοι “θεοί” και ότι αυτοί οι θεοί "νοιάζονται" και είναι “καλοί” για τους ανθρώπους. Για αυτό δεν ήταν εφικτό να αδικήσουν και να κάνουν κακό. Οι Έλληνες που δεν δέχονται αυτές τις αρχές όπως οι μεγάλοι σοφοί και ήταν αντιρρησίες έπρεπε να αφανιστούν. Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν και οι ανελέητες διώξεις, των Ελλήνων Σοφών, από τα σκοτεινά-παγανιστικά ιερατεία. Ο Αριστοκλής ήταν και είναι ο μοναδικός φιλόσοφο που δίδαξε, ότι είναι σημαντικό να έχουν όλοι οι Έλληνες την ορθή-πίστη για τον Θεό. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις θα πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνουν την πίστη, ότι ο θεός-δημιουργός είναι υπεύθυνος μόνον για ότι καλό συμβαίνει στο σύμπαν.
Στον Τίμαιο γράφει ενδεικτικά : “Τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν”. Είναι δύσκολο να βρει κάποιος τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, και αν τον βρει, είναι αδύνατο να το πει στον κάθε άπιστο. Στην Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, του Αγίου Όρους αναφέρει : “Μην φανταστείς κανένα σχήμα για το Θεό όταν προσεύχεσαι, ούτε να επιτρέπεις στο νου σου να μορφωθεί, σύμφωνα με κάποια μορφή, αλλά πλησίασε με άϋλο τόπο, τον Άυλο και θα εννοήσεις”. Στο σημείο αυτό βλέπουμε μια ακόμη ομοιότητα, ανάμεσα στα φιλοσοφικά αξιώματα του Αριστοκλή και στους Ορθόδοξους νηπτικούς, οι οποίοι έχουν μια καθαρά θρησκευτική προσέγγιση της έννοιας του Θεού.
Επίσης στην Φιλοκαλία αναφέρονται και οι αρετές, οι οποίες τονίζονται και αναφέρονται πρώτα από τον Αριστοκλή, όπως είναι η ανδρεία, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη. Ο Μέγας Αριστοκλής αναφέρει ότι αν οι Έλληνες είναι απαλλαγμένοι από τα πάθη, τότε θα αντιληφθούν ως έναν βαθμό τον Θεό-Δημιουργό. Ολόκληρη η σοφία του Αριστοκλή διακατέχεται από ένα έντονο θρησκευτικό-μονοθεϊστικό δόγμα. Εκτός από τον καλό Θεό υπάρχουν και οι θεότητες του Διονυσιακού πολιτισμού οι οποίες είναι αιτία για ότι κακό συμβαίνει. Αυτοί είναι ο Εωσφόρος και οι Αρχιδαίμονες του Savazios-Διόνυσος και Απόλλων.
Σε όλο του το έργο ο Ύπατος των φιλοσόφων μιλά ότι το σύμπαν έκανε, ο ένας θεός-δημιουργός, και αγαθός Θεός. Δεν αναφέρει πουθενά ότι ο Δίας ο πατέρας των “θεών”, ούτε κάποιος άλλος Ολύμπιος αναφέρεται ως δημιουργός του σύμπαντος. Ακόμη και για τους Ολύμπιους αναφέρει ότι τους έπλασε ο ένας Θεός-δημιουργός, ως κατώτερους “θεούς”. Αυτό το τελευταίο το αναφέρει, για να εξευμενίσει κάπως τα Διονυσιακά ιερατεία και τους πιστούς του Διονυσιακού πολιτισμού, ώστε να μην έχει την τύχη του Σωκράτη. Ενδεικτικός, ήταν ο διάλογος στο έργο του Πλάτωνα με τίτλο “Πολιτεία”.
Στο έργο αυτό συνομιλούν σε κάποιο σημείο ο Σωκράτης, με τον σοφιστή Θρασύμαχο, σχετικά με τους Ολύμπιους. Απευθυνόμενος ο Θρασύμαχος στον Σωκράτη, του είπε τα εξής : “Για όλους αυτούς τους “θεούς”, τους οποίους αναφέρεις Σωκράτη, δεν τους είδε ποτέ κανένας άνθρωπος. Ούτε φανερώθηκαν ποτέ για να κάνουν κάποιο θαύμα, είτε να δώσουν κάποια συμβουλή. Όλους αυτούς τους γνωρίζουμε, από τους ποιητές που έγραψαν πολύ παλαιότερα για τα πολεμικά τους κατορθώματα και τα γενεαλογικά τους δένδρα”.
Είναι προφανές ότι ο Σοφιστής Θρασύμαχος αναφέρει, ανθρώπους που έζησαν σε παλαιότερη εποχή και ήταν βασιλιάδες, έκαναν πολέμους, όπως έκαναν παιδιά, εγγόνια, κλπ. Ποτέ ο αληθινός Θεός δεν κάνει πολέμους, και φυσικά δεν είχε, ούτε έχει παιδιά, ούτε γενεαλογικό δέντρο. Είναι πλέον γνωστό ότι με βάση τις αναφορές του Ηρόδοτου και άλλων μεγάλων Ελλήνων Σοφών, ότι όταν ήρθαν οι σκλάβοι από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, για να είναι οικεία στους Έλληνες τα ονόματα των δαιμόνων του δωδεκαθέου, άλλαξαν τα πραγματικά ονόματα των δαιμόνων, με ονόματα παλαιότερων επιφανών Ελλήνων.
Στον Τίμαιο έχουμε την διδασκαλία για τον ένα Θεό-δημιουργό με γεωμετρία στο πιο υψηλό επιστημονικό επίπεδο παγκοσμίως. Για όσους δεν γνωρίζουν ο πιο αγαπημένος φιλόσοφος των τριών Ιεραρχών ήταν ο Πλάτωνας-Αριστοκλής. Το δωδεκάθεο ήταν εντελώς ανάξιο μπροστά στον κορυφαίο πολιτισμό του κόσμου που ήταν ο αρχαίος Ελληνικός. Αυτό μας το δείχνει μεταξύ άλλων, το κορυφαίο έργο του Πλάτωνα για την δημιουργία του σύμπαντος. Ένα έργο με γεωμετρία στο πιο υψηλό επίπεδο, που κανένας άλλος δεν επέτυχε να γράψει σε παγκόσμίως. Για την δημιουργία του σύμπαντος αναφέρουν σχετικά και οι θρησκείες, ενώ πάρα πολλοί ανά τους αιώνες σχολίασαν και ερμήνευσαν τα αναφερόμενα, από τα ιερά βιβλία των θρησκειών. Όμως ουδέποτε υπήρξε παρόμοιο έργο σαν αυτό του Πλάτωνα, που να εξηγεί επιστημονικά και τεκμηριωμένα, τον τρόπο με τον οποίο έγινε το σύμπαν.
Πριν από την την δημιουργία του σύμπαντος θα μας πει ο μέγας διδάσκαλος, όλα τα πράγματα βρισκόταν χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, χωρίς μέτρο. Όταν όμως άρχισε να δημιουργείται το σύμπαν, τότε κατά πρώτον το πυρ, το ύδωρ, η γη και ο αέρας, βρισκόταν σε ασύμμετρη κατάσταση. Από αυτά τα τέσσερα πήρε ο θεός αρχίζοντας να κάνει το σύμπαν, τους έδωσε σχήμα και αριθμούς τακτοποιώντας άριστα τα πάντα. Τα σώματα αυτά το πυρ, η γη, το ύδωρ, ο αέρας έχουν βάθος το οποίο περιλαμβάνει την επιφάνεια των σωμάτων, η επιφάνεια αυτή για κάθε σώμα συνίσταται από τρίγωνα. Όλα τα τρίγωνα προέρχονται από άλλα δύο τρίγωνα, που το καθένα τους έχει μια γωνία ορθή και δύο οξείες.
Το ένα από αυτά τα τρίγωνα από τα δύο του μέρη έχει το ένα μέρος της ορθής γωνίας να περικλείεται υπό ίσων πλευρών. Το ισοσκελές τρίγωνο και το άλλο έχουν άνισα μέρη ορθής γωνίας, περικλειομένης από άνισες πλευρές, του σκαληνού. Αυτή είναι η αρχή του πυρός και των άλλων σωμάτων, τις δε αρχές που είναι ανώτερες από αυτές της γνωρίζει μόνον ο Θεός-δημιουργός και οποίος από τους ανθρώπους είναι φίλος του θεού. Ας πάρουμε θα πει ο μέγας δάσκαλος τα δυο τρίγωνα από τα οποία κατασκευάστηκαν τα σώματα του πυρός και των άλλων στοιχείων από αυτά τα δύο τρίγωνα, το ένα είναι ισοσκελές που είπαμε ήδη, το άλλο όμως έχει πάντοτε το τετράγωνον της μεγαλύτερης του πλευράς τριπλάσιο από το τετράγωνο της μικρότερης του πλευράς.Ξαναρχίζοντας από το πρώτο στοιχείο που είναι και το μικρότερο από τα τέσσερα, θα δούμε ότι το τρίγωνο αυτό έχει την υποτείνουσα διπλάσια κατά μήκος από την μικρότερη πλευρά.
Όταν συνδεθούν τα τρίγωνα αυτά ανά δύο και αυτό το πράγμα επαναληφθεί τρεις φορές ώστε να στηρίξουμε τις διαγωνίους και τις μικρές πλευρές εις ένα κοινόν σημείον ως κέντρο, τότε τα εξ αυτά τρίγωνα γίνονται ένα ισόπλευρο τρίγωνο, μαζί με άλλα τέσσερα τα οποία όταν ενωθούν σε τρεις επίπεδες γωνίες κάνουν μια στερεά γωνία η οποία είναι εφεξής (γωνία που έχει κοινή κορυφή, μια πλευρά κοινή, και τις άλλες δύο πλευρές από το ένα μέρος και το άλλο της κοινής), της αμβλύτερης γωνίας από τις επίπεδες γωνίες. Όταν αυτό το πράγμα γίνει τέσσερις φορές σχηματίζεται το πρώτο είδος του στερεού (πυρ) το οποίο διαχωρίζει ολόκληρη την περιφέρεια μέσα στην οποία βρίσκεται, σε ίσα και όμοια μέρη.
Το δεύτερο είδος στερεού γίνεται από τα ίδια τρίγωνα, όταν συνενωθούν οκτώ ισόπλευρα τρίγωνα, τεσσάρων επιπέδων. Άμα αυτό το πράγμα επαναληφθεί έξι φορές τελειοποιείται και το δεύτερο σώμα (αέρας).Το τρίτο σώμα (ύδωρ),γίνεται από εκατόν είκοσι στοιχεία, τα οποία είναι τρίγωνα ενωμένα, από δώδεκα στερεές γωνίες. Κάθε μια γωνία περικλείεται από πέντε επίπεδα ισόπλευρα τρίγωνα. Το ένα είδος των τριγώνων το σκαληνό όταν δημιούργησε τα πρώτα τρία σώματα σταμάτησε και έρχεται ένα νέο άλλο τρίγωνο το ισοσκελές που δημιούργησε το τέταρτο σώμα, με την ένωση ισοσκελών τριγώνων ανά- τέσσερα.
Δηλαδή ενώθηκαν οι ορθές αυτές γωνίες των τεσσάρων αυτών τριγώνων, στο κέντρο σχηματίζεται λοιπόν ένα ισόπλευρο τετράγωνο. Όταν ενωθούν έξι τέτοια τετράγωνα κάνουν οκτώ στερεές γωνίες από τις οποίες η κάθε μια αποτελείται από τρεις επίπεδες ορθές. Το σχήμα του νεοσχηματισθέντος αυτού σχήματος είναι κυβικό που έχει έξι επίπεδες τετράγωνες, ισόπλευρες βάσεις. Επειδή όμως είναι δυνατόν να γίνει και μια ακόμη δημιουργία τριγώνων όταν ο Θεός αποφάσισε να κάνει το σύμπαν χρησιμοποίησε τελικά και αυτόν τον συνδύασμό, με το πενταγωνικό δωδεκάεδρο, που αντιπροσωπεύει τον αιθέρα. Στο σημείο αυτό να περάσουμε να δούμε τι αναφέρουν κάποιοι άλλοι συνάνθρωποι μας σχετικά με τις επιστημονικές απόψεις του Μέγα Αριστοκλή σχετικά με τους όμηρο και Ησίοδο :
Γράφει στην «Πολιτεία»… «τούτο (αναφέρεται στο μύθο) που ως το όλον ειπείν ψεύδος, ενί δε και αληθή» (377a). Δηλαδή, το «ψεύδος» είναι οι αλληγορίες και οι συμβολισμοί που δεν θα έπρεπε να εκλαμβάνονται κατά κυριολεξία, και «αληθή» είναι ο αποσυμβολισμός. Κοιτάζοντας τις μεγαλύτερες μυθικές διηγήσεις, είπα εγώ, θα διακρίνουμε και τις πιο μικρές. Γιατί το καλούπι είναι ασφαλώς το ίδιο κι η επίδραση που ασκούν, και οι μεγάλες και οι μικρές, επίσης η ίδια· ή δεν το νομίζεις; Αυτό το δέχομαι, είπε· δεν καταλαβαίνω όμως ποιους εννοείς όταν λες μεγάλους μύθους. Αυτούς, είπα, που μας έλεγαν ο Ησίοδος κι ο Όμηρος και οι άλλοι ποιητές. Αυτοί έπλεκαν μυθικές ψευδείς διηγήσεις και τις έλεγαν στους ανθρώπους και τις λένε και τώρα. Ποιους μύθους εννοείς, είπε, και τι κακό βρίσκεις σε αυτούς; Αυτό που πρωτίστως και κυρίως πρέπει να κατακρίνει κανείς, ιδίως όταν κανείς δεν ψεύδεται με όμορφο τρόπο. Έχεις ένα παράδειγμα; Όταν λόγου χάριν κάποιος, με όσα λέει, παρουσιάζει άσχημα ό, τι σχετίζεται με τους θεούς και τους ήρωες, δηλαδή ποιας λογής είναι αυτοί, σαν το ζωγράφο που όσα ζωγραφίζει δεν έχουν καμία ομοιότητα με αυτά που θέλει να ζωγραφίσει. Πραγματικά, είπε, σωστό είναι τέτοια πράγματα να τα κατακρίνει κανείς. (377c).
Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοί μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν». Χαρακτηριστικά είναι τα εξής αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου, τα οποία προδίδουν τις μονοθεϊστικές αντιλήψεις του: «Ο δή Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον άν είη μάλιστα» (Νομ. IV 716e), «Ομοιούσθαι Θεώ» (Πολ. 613Β), «Ο Θεός έχει ταίς χερσίν αυτού τήν αρχήν, το μέσον και το πέρας πάντων των όντων» (Νομ. Δ 713e).
OMAΔΑ ΟΡΘΟΞΟΞΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ https://www.oodegr.com/
Ο Πλάτωνας κατά του Ομήρου και του Αισχύλου Αν αυτά που έγραψε ο Πλάτωνας κατά του Ομήρου και του Αισχύλου, τα έλεγε κάποιος Χριστιανός, οι Νεοπαγανιστές θα χάλαγαν τον κόσμο ότι είναι "ανθέλληνας", "σκοταδιστής", "εναντίον της αρχαιοελληνικής τέχνης", "εχθρός του πολιτισμού", και άλλα τέτοια. Για τον Πλάτωνα όμως σιωπούν. Μάλιστα, ενώ οι Παγανιστές ζητούν να διδάσκονται στα σχολεία εντατικά τα μαθήματα για την Ελληνική Μυθολογία, ο Πλάτωνας ζητάει να μη διδάσκονται, επειδή κάνουν κακό στους νέους! Μάλιστα ο Πλάτωνας τα θεωρεί και βλάσφημα για τους "θεούς", για όσα τους φορτώνουν, έστω και αν αυτά είναι συμβολικά! Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, στο Βυζάντιο οι Χριστιανοί διδάσκονταν Όμηρο στις σχολές τους... Ο Πλάτωνας, θεωρούσε την ιδανική του Πολιτεία, απαλλαγμένη από τα αίσχη των πράξεων των "θεών" της αρχαίας Ελλάδος. Μάλιστα γράφει ότι ακόμα και ως συμβολικές, αυτές οι πράξεις είναι απαράδεκτες για να διαβάζονται από τους νέους, γιατί τους ΔΙΑΦΘΕΙΡΟΥΝ. Αλλά ας τα δούμε κατ' ευθείαν από τον Πλάτωνα αυτά:
Οι Χριστιανοί ήξεραν και ξέρουν να εκτιμήσουν την τέχνη του Ομήρου και του Αισχύλου. Ήξεραν και ξέρουν να εκτιμούν τους συμβολισμούς των δύο αυτών καλλιτεχνών. Όμως πολλοί αρχαίοι Έλληνες, αρνούνταν αυτή την τέχνη, γιατί τη θεωρούσαν κακή επιρροή στους νέους, όταν οι αρχαίοι "θεοί", έδιναν τόσο κακά παραδείγματα! Βέβαια οι Χριστιανοί, δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα, γιατί γνωρίζουν, ότι οι αρχαίοι δαίμονες, όχι μόνο αυτά, αλλά και πολύ χειρότερα έκαναν και κάνουν! Και αποδεχόμαστε τους ωφέλιμους συμβολισμούς, ενώ το "ήθος" της αρχαίας θρησκείας και τα έργα των αρχαίων δαιμόνων, είναι για εμάς και τα παιδιά μας, παραδείγματα ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗΝ!
ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΟΜΗΡΟΥ ΚΑΙ ΑΙΣΧΥΛΟΥ https://www.oodegr.com/
http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2222/Anthologio-Filosofikon-Keimenon_G-Gymnasiou_html-empl/index_03_03.html
Σχετικά με αυτά που αναφέρει η Ομάδα Ορθόδοξης Δογματικής Έρευνας να προσθέσω ότι οι Έλληνες- Χριστιανοί της αυτοκρατορίας θαύμασαν τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, με αποτέλεσμα να παραμείνουν πεισματικά προσκολλημένοι σε αυτόν. Δυστυχώς αυτή η αφοσίωση συνέβαλε στο να μην εξελιχθούν πολιτιστικά όσο θα έπρεπε με βάση τις ικανότητες τους και την παιδεία τους. Είναι εντελώς αδύνατον διανοούμενοι όπως οι τρείς Ιεράρχες, η Αγία Αυγούστα Ευδοκία, η Άννα Κομνηνή και αρκετοί άλλοι, να μην ήτανσε θέση να επιδείξουν παρόμοιο επιστημονικό έργο, ανάλογο με εκείνο των αρχαίων σοφών.
Οι Έλληνες-Ρωμαίοι άφησαν αξιόλογα επιστημονικά έργα. Υπήρξαν σπουδαίοι επιστήμονες, φιλόσοφοι, ρήτορες, ιστορικοί. Δυστυχώς όμως δεν εκτιμήθηκε όσο θα έπρεπε η προσφορά τους, στον πολιτισμό και την παιδεία από τους Έλληνες τους μεσαίωνα, οι οποίοι προτιμούσαν να διαβάζουν τους αρχαίους κλασσικούς σοφούς, ιστορικούς, ρήτορες, όπως ο Αριστοκλής, ο Αριστοτέλης, ο Ισοκράτης, ο Ηρόδοτος, ο Ξενοφώντας, ο Πλούταρχος και να θαυμάζουν- επαινούν, σε δημόσιες συζητήσεις, με πολύ μεγάλη προγονική υπερηφάνεια τους αρχαίους Έλληνες, των οποίων οι Ρωμαίοι-Έλληνες του μεσαίωνα, αποτελούσαν τους φυσικούς και πνευματικούς κληρονόμους. Δικαίως αισθάνονταν υπερήφανοι για το ένδοξο παρελθόν και για τα επιστημονικά επιτεύγματα της αρχαίας κλασικής περιόδου.
Χαρακτηριστικά ήταν αυτά τα οποία έγραψε ο στυλοβάτης της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Άγιος Γρηγόριος-Θεολόγος σε μία επιστολή του, προς τον σοφιστή Αβλάβιον: “Πυνθάνομαί σε σοφιστικής εράν, και το χρήμα είναι θαυμάσιον, οίον σοβαρόν φθέγγεσθαι, μέγα βλέπειν, βαδίζειν υψηλόν και μετέωρον, το λήμμα σοι φέρειν εκείσε εις Μαραθώνα και Σαλαμίνα, ταύτα δη τα ημέτερα καλλωπίσματα, και μηδέν εννοείν, ότι μη Μιλτιάδας και Κυναιγέρους και Καλλιμάχους τε και Τηλεμάχους, και πάντα εσκεύασθαι σοφιστικώς”.
Πολύ σημαντικό ήταν ότι μέσα από την μελέτη των αρχαίων ιστορικών, οι Έλληνες-Ρωμαίοι βρήκαν παραδείγματα γενναίων και ηθικών Ελλήνων ανδρών, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν ως πρότυπα, για τους νέους εκείνων των αιώνων. Βλέπουμε για πολλοστή φορά το πόσο αγαπούσαν οι Έλληνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό. Ήταν τόσο υπερβολική η αγάπη τους για τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, ώστε να μην εξελιχθούν πολιτιστικά όσο θα έπρεπε με βάση τις δυνατότητες τους.
Οι Έλληνες του μεσαίωνα είχαν τεράστιο σεβασμό και πάθος για τον Αριστόκλειο πολιτισμό. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν καταδίκασαν την Ελληνική παιδεία. Τον 4ο αιώνα ο στυλοβάτης του έθνους και της αυτοκρατορίας ( Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός) υποστήριξε ότι τα φιλοσοφικά συγγράματα δεν ήταν εγγενώς θρησκευτικά. επομένως μπορούσαν να μελετηθούν επικερδώς από τους χριστιανούς. Ο Μέγας Βασίλειος Καισαρείας έγραψε μια σύντομη πραγματεία με θέμα πως να ωφεληθείς από την Ελληνική Αγωγή.
Ο Όμηρος ήταν ο πιο αγαπημένος ποιητής των Ελλήνων του μεσαίωνα βυζαντινών και τα έργα του έφτασαν στις ημέρες εξαιτίας των Ελλήνων-Χριστιανών που τα αντέγραψαν. Το ίδιο ισχύει για τους άλλους αρχαίους Φιλοσόφους, Σοφιστές, ρήτορες. ιστορικούς, τραγικούς ποιητές και λοιπούς πανεπιστήμονες. Ο Μέγας Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 858 έως το 867 και το 877 έως το 886, αναγνωρίζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, συνέβαλε τα μέγιστα στην προώθηση και την διάδοση της Αριστόκλειας γραμματείας. Ακόμη και τα έργα του αντιχριστιανού-ανεκδιήγητου Ιουλιανού (361-363), αντιγράφηκαν και διατηρήθηκαν: «Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελούσε τις βάσεις για την συνέχεια του έθνους.
Μέχρι να έρθει η πτώση της αυτοκρατορίας στις 13 Απριλίου 1204 και η κατάκτηση του Ελληνισμού το 1453, η ανθρωπότητα εξαιτίας της Αριστόκλειας Παιδείας είχε αποκτήσει κανόνια και τυπογραφεία. Η πολιτιστική πορεία των Ελλήνων ήταν στενά συνυφασμένη με αυτή όλων των σημαντικών παραγόντων της παγκόσμιας ιστορίας. Μέσα από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους θεμελιώθηκε η δογματική ενότητα της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Χριστιανισμός και ο Αριστόκλειος πολιτισμός γίνονται τα θεμέλια της αυτοκρατορίας του Βοσπόρου και του μεσαιωνικού κόσμου.
Για όσους δεν γνωρίζουν σύμφωνα με τον Γ. Καρδάτο ο Μέγας Αριστοκλής κατακρίνει τον Όμηρο και τον Ησίοδο, δύο από τους στυλοβάτες της αρχαίας θρησκείας. Ο Ύπατος των Φιλοσόφων, αναφέρει ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος γύριζαν σαν αλήτες σε χώρες και χωριά απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, και ότι δεν μπόρεσαν την αρετή να διδάξουν κι’ ούτε να αποκτήσουν πιστούς φίλους και υποστηρικτές. Τέτοια ήταν η επίδραση του Ομήρου! Ποιητής χωρίς φίλους, χωρίς κύρος, χωρίς οπαδούς! Γιατί δεν ήταν σπουδαία προσωπικότητα, δεν ωφέλησε καμιά πόλη με τα έπη του, ούτε πέρασε για σπουδαίος νομοθέτης, διδάσκαλος ή σοφός, και ούτε καμιά πολιτεία τόνε μνημονεύει για δικό της αρχηγό". Πολιτεία 595b-c, 599a-e, 600a-c.
https://www.mikrosapoplous.gr/homer/kordatos5.htm
ΤΙ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ;
Ο Μέγας Αριστοκλής είναι ο μοναδικός σοφός στον κόσμο, ο οποίος πήγε ενάντια Φιλοσοφικές- ηθικές του διδασκαλίες, για να επιβιώσει η Ελλάδα.
Από την μητέρα, τον πατέρα και όλους τους άλλους προγόνους, η Ελλάδα είναι το πιο ιερό-πολύτιμο και σεβαστό. Με αυτό το αξίωμα ο Αριστοκλής καθόρισε τι πρέπει να είναι η πατρίδα για τους Έλληνες. Επίσης με μοναδικό τρόπο και με τον πιο αξιοθαύμαστο μας δίδαξε τι είναι δίκαιο, ηθικό, γενναίο και άξιο.
Ο μέγιστος των φιλοσόφων μας δίδαξε την αρετή, την αγνότητα, την συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους, και την ελευθερία, με ανεπανάληπτες μεθόδους. Οι μέγιστες πανανθρώπινες αρχές, τις οποίες δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες διδάχτηκαν από τον Αριστοκλή με τρόπους που όμοιοι τους δεν θα βρεθούν ποτέ, από κανέναν άλλο Σοφό.
Σε μια προσπάθεια να επιβιώσει η Ελλάδα από τους αλλοδαπούς εισβολείς-κατακτητές και πιστούς του δωδεκαθέου, έφτασε να διδάξει ενάντια στις ηθικές και στις φιλοσοφικές του αρχές. Επί πολλά έτη δίδαξε στην σχολή του για την ηθική-γενναιότητα, καλοσύνη, δικαιοσύνη, την αγάπη για την πατρίδα και για το πως μπορεί να είναι ένας άνθρωπος χρήσιμος στην κοινωνία.
Ο άνθρωπος που δίδαξε τι είναι ηθικό, δίκαιο, γενναίο με τόση τέχνη, ο σοφός που μας έμαθε κάθε τι ωραίο και ευγενές, άλλαξε τις διδαχές του για το καλό του έθνους. Ο κορυφαίος φιλόσοφος όλων των εποχών, συνειδητά έγινε ο μοναδικός μέχρι και σήμερα ο οποίος δίδαξε την ηθική και τις αρετές και και στην συνέχεια ζήτησε να αλλάξουν τρόπο ζωής οι Έλληνες για να επιβιώσουμε ως έθνος.
Αυτό το έκανε από μεγάλη ανάγκη για να μην εξαφανιστεί δια παντός ο Ελληνισμός. Στην πολιτεία το κορυφαίο έργο του, αναφέρει ότι όλοι οι γνήσιοι Έλληνες πρέπει να ζούνε μαζί σε κοινόβιο, να μοιράζονται τις γυναίκες και να μην παντρεύονται ποτέ. Να μην γνωρίζει κανείς ποιο είναι το δικό του παιδί. Ειδικά οι στρατιώτες-φύλακες της Ελλάδος, πρέπει να ζούνε, με αυτόν τον τρόπο ζωής σύμφωνα, με τον Μέγα Αριστοκλή.
Με όλα αυτά που αναφέρει ζητά και διδάσκει την κοινοκτημοσύνη όλων των παιδιών και των γυναικών. Αυτό το πράγμα το οποίο μας δίδαξε ο ύπατος των φιλοσόφων, δεν συμβαίνει ούτε στο ζωικό βασίλειο. Ακόμη και τα ζώα γνωρίζουν ποια είναι τα παιδιά τους. Με αυτή την πρόταση του επί της ουσίας, ζητούσε να γίνουν οι Έλληνες, κατώτεροι ακόμη και από τα ζώα.
Αυτά τα δίδαξε με μοναδικό σκοπό την συνέχεια, την επιβίωση του Ελληνικού έθνους. Δεν ήταν ποτέ δυνατόν από την μια στιγμή στην άλλη να έχει γίνει τόσο πολύ “ανήθικος”, είτε να έχει “χάσει” τα λογικά του, ώστε να διδάσκει όλα αυτά χωρίς σοβαρές αιτίες ενάντια στις ηθικές και στις φιλοσοφικές του αρχές, ώστε να καταστρέψει τον εαυτό του, την υστεροφημία του και φυσικά να κλείσει η σχολή του.
Εν τούτοις κανένας μαθητής δεν έφυγε ποτέ από την σχολή του Πλάτωνα. Αυτό διότι όλοι οι μαθητές του γνώριζαν σχετικά με το εθνοκτόνο δωδεκάθεο. Σε διαφορετική περίπτωση θα έφευγαν όλοι οι μαθητές και θα έκλεινε η σχολή του Πλάτωνα.
Την ίδια συμπεριφορά απέναντι στον ύπατο των φιλοσόφων, επέδειξαν και όλοι οι γνήσιοι Έλληνες, οι οποίοι ήταν υπέρ των διδασκαλιών και των προτάσεων του Αριστοκλή, σχετικά με την εθνική μας επιβίωση.
ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΕΚΑΝΑΝ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ.
Σε καμία των περιπτώσεων οι άλλοι φιλόσοφοι και ειδικά οι αντίπαλοι του οι σοφιστές με τους οποίους βρισκόταν σε πολύ έντονη διαμάχη ο Αριστοκλής, δεν θα δεχόταν τις προτάσεις του, εάν δεν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για το Ελληνικό έθνος.
Κυριολεκτικά δεν θα έβρισκε τόπο να σταθεί ο Μέγας Αριστοκλής, καθώς όλοι οι σοφιστές θα μιλούσαν δημοσίως και πάρα πολύ σκληρά εναντίον του και θα ζητούσαν το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής (Ακαδημία) και την απομάκρυνση του από την πόλη των Αθηνών.
Πολύ ενδεικτικά σας αναφέρω τα έργα του Αριστοκλή με τίτλους "Πρωταγόρας" και "Ιππίας" η διαμάχη μεταξύ φιλοσόφων – σοφιστών βρίσκεται στο απόγειο της. Ειδικά στο έργο του Ιππίας είναι πολύ μεγάλη η αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές (Φιλόσοφοι-Σοφιστές). Ο Ύπατος των Φιλοσόφων τα έγραψε όλα αυτά με μοναδικό σκοπό να αποδείξει ότι μόνον οι φιλόσοφοι είναι ικανοί να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους στην Αρχαία Ελλάδα.
Ο Αριστοκλής μισούσε τους σοφιστές. Για αυτό δημοσίως και μέσα από τους περίφημους διαλόγους με τον Σωκράτη, ανέφερε ότι οι σοφιστές διαφθείρουν και καταστρέφουν ηθικά τους νέους. Τους θεωρούσε ως τους χειρότερους και τους πιο ακατάλληλους για την διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων.
Χαρακτηριστικά αναφέρει στο ίδιο έργο, ότι το μίσος μας αυξάνεται εναντίον όλων αυτών των αλλοδαπών, οι οποίοι έρχονται συνέχεια, στην αρχαία Αθήνα. Ο Πλάτωνας αν και γνώριζε τον θεσμό της φιλοξενίας και ότι ο φιλοξενούμενοι είναι ιερά πρόσωπα, εντούτοις διότι στην περίπτωση αυτή είχαμε μαζική εισβολή από την Αίγυπτο, για αυτό αναφέρεται με τόσο μένος εναντίον των αλλοδαπών κατακτητών.
Εκτός από τον Πλάτωνα έχουμε αναφορές από τον Ηρόδοτο στο έργο του Ευτέρπη, και στον Ισοκράτη, στα έργα του Ελένης εγκώμιον, Πανηγυρικός, Παναθηναϊκός. Τιμή και δόξα σε όλους τους Έλληνες, σοφιστές, Φιλοσόφους, ποιητές που δεν φοβήθηκαν τους σκλάβους Σημιτικής-Φοινικικής καταγωγής που κατέλαβαν την Ελλάδα, για αυτό έγραψαν για αυτούς και το δαιμονικό δωδεκάθεο που μας επέβαλαν. Παρά τις εξορίες, τις θανατικές ποινές με κώνειο, το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, το κάψιμο των βιβλίων τους, αντιστάθηκαν και έγραψαν-δίδαξαν την αλήθεια.
Όλοι οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι-σοφιστές δίδαξαν ότι το δωδεκάθεο είναι δαιμονικό, αλλά και ότι ταυτόχρονα ήταν φαιδρό και ανάξιο του αρχαίου αρχαίου πολιτισμού. Ο Αριστοκλής ήταν ο μοναδικός φιλόσοφος, της αρχαίας Αθήνας οποίος επέτυχε να μην υποστεί τις διώξεις, όπως έγινε εις βάρος του Σωκράτη, του Αναξαγόρα και άλλων σοφών.
Δυστυχώς ότι δεν επέτυχαν τα σκοτεινά ιερατεία στην Αρχαία Αθήνα, το πραγματοποίησαν στην αρχαία Σικελία. Για να εκδικηθούν τον Μέγα Αριστοκλή διότι δίδαξε τον έναν Θεό-Δημιουργό και αντιτάχθηκε πιο δυναμικά από όλους τους Έλληνες σοφούς στον εωσφορικό παγανισμό, τον πούλησαν ως σκλάβο. Ο Μέγας Αριστοκλής είναι ένας ακόμη μεγάλος Εθνομάρτυρας, του Ελληνικού έθνους.
Η ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ IMPERIUM ROMANUM TOY ΒΟΣΠΟΡΟΥ.
Τον τέταρτο αιώνα έχουμε την θεολογική εδραίωση του Χριστιανισμού και του Imperium Romanum. Kατά τις Αγίες Οικουμενικές Συνόδους που έλαβαν χώρα δια την αναίρεση των αιρετικών δοξασιών και την υποστήριξη Ορθόδοξου Δόγματος έχουμε την ένωση της χριστιανικής Χριστιανικής πίστεως με την φιλοσοφία και την δημιουργία της Ελληνοχριστιανικής Θεολογίας.
Δεν ήταν τυχαία ιστορικά γεγονότα ότι ο Τίμιος Σταυρός βρέθηκε για πρώτη φορά επί βασιλείας του Αγίου Κωνσταντίνου, όταν παραχωρήθηκε η Ρωμαϊκή εξουσία στους Έλληνες και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα από τον πρώτο Έλληνα αυτοκράτορα που ανέβηκε στον Ρωμαϊκό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Τα δύο μεγίστης-παγκόσμιας σημασίας γεγονότα δείχνουν ότι οι αναγεννημένοι από την Ορθοδοξία Έλληνες, είχαν την ευλογία και την απόλυτη στήριξη του Χριστού να διοικήσουν την παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για να διδάξουν τον Θεό-Δημιουργό του Μέγα Αριστοκλή και τον Ελληνικό πολιτισμό στα έθνη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Ότι είμαστε ως έθνος το οφείλουμε στον Χριστό, τον Άγιο Κωνσταντίνο, την Αγία Ελένη, τον Μέγα Αριστοκλή, τον Ηρόδοτο και στους τρεις Ιεράρχες. Για την αλλαγή της παγκόσμιας ιστορίας, για όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα αιτία είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Αγία Ελένη, οι τρεις ιεράρχες και ο Μέγας Αριστοκλής. Εκείνοι άλλαξαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Ήταν η αιτία για την δημιουργία της πρώτης και μοναδικής Ορθόδοξης- παγκόσμιας αυτοκρατορίας.
Ήταν οι δημιουργοί της πρώτης και μοναδικής Ορθόδοξης- παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται ότι ήδη έχουμε μια αλλαγή στην παγκόσμια ιστορία καθώς ο Ιουδαϊκός χριστιανισμός άρχισε να εξελληνίζεται μέσα από την χρήση της Ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού. Την αλλαγή αυτή την θεμελίωσαν οριστικά οι τρεις ιεράρχες με την είσοδο των διδαχών του Αριστοκλή στον χριστιανισμό.
Η μεταστροφή της Ορθοδόξου πίστεως από τον Διονυσιακό-Ιουδαϊκό στον Ελληνικό πολιτισμό, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την παγκοσμιότητα της Ορθοδοξίας, του Ευαγγελίου, του κλασικού πολιτισμού και του Ελληνικού Imperium Romanum. Ο Μέγας Αριστοκλής μαζί με τον σωτήρα Ιησού Χριστό διαμόρφωσαν ηθικά και πνευματικά ολόκληρη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, διότι εξ αρχής ο Χριστιανισμός με τον Ελληνισμό, είχαν τα ίδια ηθικά αξιώματα στους περισσότερους τομείς. Ενδεικτικό περί αυτού ήταν ότι τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια γράφτηκαν απευθείας στην Ελληνική γλώσσα, όπως επίσης οι πράξεις των Αποστόλων, οι επιστολές του Αποστόλου των εθνών Παύλου, καθώς και τα πρώτα άρθρα της Ορθόδοξης, Χριστιανικής θεολογίας.
Η ίδρυση της παγκόσμιας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Ιουδαίους ένωσε όλη την οικουμένη. Αυτό έφερε την υποταγή των εθνών, κατάργησε τα σύνορα στην Μεσόγειο, Ευρώπη, Μικρά Ασία. Βόρεια Αφρική κλπ, και σχημάτισε την πατρίδα που γεννήθηκε η Ελληνορθοδοξία. παράλληλα δημιούργησε τις προυποθέσεις για την απελευθέρωση του Ελληνικού έθνους, το οποίο έφτασε στο απόγειο του, με την ανάληψη διοικήσεως του Ρωμαϊκού κράτους. Οι Έλληνες των μεσαιωνικών αιώνων μέσα από την ηθική, την πίστη και την παιδεία έγιναν κληρονόμοι μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας (Ρωμαϊκή) και μια παγκόσμιας θρησκείας (Χριστιανισμός). Ο Χριστιανισμός αναδύθηκε και έγινε παγκόσμια θρησκεία με την εισαγωγή των Πλατωνικών διδασκαλιών από τους τρείς ιεράρχες και η αρχαία Ελληνική σοφία διασώθηκε και διατηρήθηκε στους αιώνες μέσα από την ενσωμάτωση της στην Ορθόδοξη-Χριστιανική πίστη. Κυριολεκτικά ο Ελληνισμός αναστήθηκε από την Ορθοδοξία.
Ήδη από την εποχή του Αγίου Κωνστναντίνου έχουμε μια αλλαγή στην παγκόσμια ιστορία καθώς ο Ιουδαϊκός χριστιανισμός άρχισε να εξελληνίζεται μέσα από την χρήση της Ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού. Την αλλαγή αυτή την θεμελίωσαν οριστικά οι τρεις ιεράρχες με την είσοδο των διδαχών του Αριστοκλή στον χριστιανισμό. Οι Έλληνες με το που αναλαμβάνουν την διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους, έχουν πλήρη συνείδηση της πολιτιστικής και θρησκευτικής ανωτερότητας τους.
Ο σκοπός των Τριών Ιεραρχών ήταν η ενοποίηση του Ρωμαϊκού κράτους μέσω της χριστιανικής πίστεως και της Ελληνικής παιδείας. Η Ορθοδοξία και ο Αριστόκλειος πολιτισμός ήταν τα βασικά στοιχεία συνοχής για να αντιμετωπίσει το Ελληνικό-Ρωμαϊκό έθνος, τον μόνιμο κίνδυνο λόγω των διαφορετικών λαών. Οι Άγιοι πατέρες θεμελίωσαν την πολιτική ιδεολογία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επάνω στο αξίωμα της χριστιανικής οικουμενικότητας, του Ελληνικού πολιτισμού και των Ρωμαϊκών πολιτικών αξιωμάτων.
Το Ρωμαϊκό κράτος συνέχισε να υπάρχει εξαιτίας του Χριστού, του Αγίου Κωνσταντίνου και των τριών Ιεραρχών. Χωρίς την ένωση του Χριστιανισμού και του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, ήταν αδύνατον να γίνει το έθνος μας, παγκόσμια αυτοκρατορία και να φτάσει στην κορυφή του κόσμου.
Ο Ελληνικός πολιτισμός και ο Χριστιανισμός θα ενωθούν ώστε να γίνει για μία και μοναδική φορά η Ελλάδα παγκόσμιο κρατικό μόρφωμα. Ο Χριστός και ο Αριστοκλής-Πλάτωνας υπήρξαν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας και του έθνους. Από εκεί ο Ελληνισμός θα πάρει αστείρευτες δυνάμεις για να μεγαλουργήσει και να επιβιώσει. Οι πατέρες της Ορθοδοξίας, κράτησαν ότι πολύτιμο είχε ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, όπως οι διδασκαλίες του Πλάτωνα-Αριστοκλή, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησαν την κορυφαία γλώσσα στον κόσμο την Ελληνική. Ο Ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν αρκετός από μόνος του για να φτάσει στην κορυφή του κόσμου το έθνος.
Για αυτό και έπρεπε να ενωθεί ο Ελληνικός πολιτισμός με τον χριστιανισμό, για να φτάσει ο Ελληνισμός στο απόγειον της δυνάμεως του. Η πολιτιστική διαδρομή του αρχαίου Ελληνικού κόσμου ενώθηκε με την Ορθοδοξία ως σώμα Χριστού, όταν οι Έλληνες θα αναλάβουν την ηγεσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Ελληνικός-Ρωμαϊκός πολιτισμός βασίζεται σε μια πολυπολικότητα και σε ανταγωνιστικές αρχές με βασικούς πυλώνες τον Ιησού Χριστό και τον Μέγα Αριστοκλή. Είναι εμφανέστατη η δυναμική-καταλυτική συνύπαρξη ισορροπία μεταξύ του χριστιανικού πολιτισμού και του ελληνιστικού πολιτισμού.
Ο μέγιστος εκφραστής της Αρχαιότητας ο Αριστοκλής μαζί με τους τρεις Ιεράρχες θα δημιουργήσουν της βάσεις για την οικουμενικότητα, την διαχρονικότητα του Ελληνισμού και της Χριστιανικής, Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα περισσότερα στοιχεία του αθάνατου Ελληνικού πνεύματος θα είναι πλέον μέσα στην Ορθόδοξη πίστη. Η εισαγωγή των διδασκαλιών του ύπατου των φιλοσόφων Πλάτωνα-Αριστοκλή από τους Αγίους Ιεράρχες, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν μονοθεϊστές και ότι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με το Φοινικικό δωδεκάθεο.
Μέσα από τα Πλατωνικά διδάγματα και τα ηθικά αξιώματα, ο Χριστιανισμός έγινε πολύ ευκολότερα αποδεκτός από τους Έλληνες, καθώς τους φάνηκε από την αρχή, ότι η Ορθοδοξία είναι κάτι πολύ οικείο, προς εκείνους. Το αποτέλεσμα ήταν με την εισαγωγή των διδαχών του Πλάτωνα, στον Χριστιανισμό, να έχουμε πολύ μεγάλη εξάπλωση, της νέας και ανερχόμενης θρησκείας στην αυτοκρατορία. Μόνον όσοι ήταν αγράμματοι δεν έγιναν Χριστιανοί, διότι δεν επέτυχαν να διεισδύσουν στα ουσιώδη νοήματα της Χριστιανικής διδασκαλίας. Η αλλαγή του Χριστιανισμού από τον Εβραϊκό, στον Ελληνικό πολιτισμό επέφερε την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, του Ευαγγελίου, του κλασικού πολιτισμού και της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Έξω από την Ελληνική Ορθοδοξία άφησαν οι άγιοι Ιεράρχες, μόνο το δωδεκάθεο, τον Φοινικικό παγανισμό ως ανάξιο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και της Ορθοδοξίας. Πρόσθεσαν στον Χριστιανισμό μόνον ότι καλό είχε ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός μέσα από τα φιλοσοφικά αξιώματα του Αριστοκλή.
Οι Τρεις Ιεράρχες διέσωσαν ότι πολύτιμο είχε δημιουργήσει η ανθρώπινη διάνοια των Ελλήνων σοφών, συνδυάζοντας το πνεύμα του αρχαίου φωτός, με την διδασκαλία του Χριστού. Η σκέψη των Χριστιανών φιλοσόφων του 4ου αιώνα με βασικούς εκφραστές τον Μ. Βασίλειο, τον Άγιο Γρηγόριο, (Ναζιανζηνό-Θεολόγο), τον Άγιο Ιωάννη-Χρυσόστομο και τον Άγιο Γρηγόριο (Επίσκοπος Νύσσης), αποτελεί κομβικό σημείο για την ανάπτυξη της Ορθοδόξου πίστεως. Στις διδαχές και στα έργα τους είναι εμφανής η ιδεολογία του Αριστοκλή-Πλάτωνα. Οι Καππαδόκες νεοπλατωνικοί-φιλόσοφοι έρχονται στο πιο καθοριστικό χρονικό σημείο, να διαμορφώσουν και την Ορθόδοξη πίστη.
Την εποχή εκείνη οι όλοι οι μεγάλοι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι διδάσκουν τον Αριστοκλή, έχοντας πάντοτε την αμέριστη υποστήριξη των αυτοκρατόρων. Οι αυτοκράτορες γνωρίζουν προσωπικά τους μεγάλους φιλοσόφους – ρήτορες, τους Αγίους Ιεράρχες και τους στηρίζουν στο επιστημονικό τους έργο. Αυτό ήταν η ενσωμάτωση της Πλατωνικής διδασκαλίας στον Χριστιανισμό. Με την ολοκλήρωση αυτού του μοναδικού στο είδος του φιλοσοφικού-πνευματικού έργου οι Ιεράρχες, μετέτρεψαν τον Ιουδαϊκό Χριστιανισμό σε καθαρά Ελληνικό. Αμέσως τότε ο Μέγας Θεοδόσιος τον Μάιο του 381 μ.Χ. θα ανακηρύξει τον Χριστιανισμό σε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εάν οι αυτοκράτορες ήταν ενάντια στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, δεν θα επέτρεπαν πότε την ενσωμάτωση αυτούσιας της διδασκαλίας του Αριστοκλή-Πλάτωνα, στην Χριστιανική θρησκεία.
Κλείνοντας να υπενθυμίσω ότι οι αρχαίοι Σιωνιστές ως γνήσιοι συνεχιστές των παραδόσεων τους ήταν παγανιστές και πίστευαν στον θεό Savazio, για αυτό έφεραν την Ολύμπια θρησκεία στην Ελλάδα
Στην Ελληνική μυθολογία-ιστορία με το όνομα Σαβάζιος είναι γνωστή μία αρχαία θεότητα. Ετυμολογικά το δεύτερο συνθετικό του ονόματος (-ζιος) προέρχεται από την ρίζα Dyeus. Aπό εκεί βγαίνουν και οι λέξεις Δίας και θεός, (Λατινικά deus). Στην κλασική Ελλάδα τον ονόμασαν Διόνυσο. Ο "θεός" Σαβάζιος είναι ο Διόνυσος (Λεξικό Σούδα). Ο Σαβάζιος αποτελεί τον βασικότερο και σημαντικότερο "θεό" του Ιουδαϊκού έθνους. Ο βιογράφος, φιλόσοφος, ιστορικός, θεουργός και αρχιερέας του μαντείου των Δελφών Πλούταρχος γράφει στα Συμποσιακά του (ΙV 6) ,ότι οι Εβραίοι λάτρευαν τον Διόνυσο, και ότι η ημέρα των Σαββάτων ήταν εορτή του Σαβαζίου !!! Ένας μύστης αναφέρει την πραγματική θρησκεία των Ισραηλιτών. Διαβάστε σχετικά το αρχαίο κείμενο των Συμποσιακών. (1) O Φρυγικός Savazios είναι ο "θεός" των αχαλίνωτων ερωτικών οργίων-σεξουαλική μαγεία και των καταστροφών. Για αυτό μοιραζόταν την διοίκηση του Φοινικικού μαντείου των Δελφών με τον έτερο "θεό" των καταστροφών, τον Ιουδαϊκής καταγωγής Απόλλων.
ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΕΜΕΝΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Φ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ), ΤΟΝ Δ. ΣΚΟΥΡΤΕΛΗ, ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ-ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΣ ΟΤΙ ΟΜΗΡΟΣ ΚΑΙ ΗΣΙΟΔΟΣ ΗΤΑΝ ΟΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΘΡΗΚΣΕΙΑΣ.
(1) ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ.
Θαυμ άσας ο ὖν τὸ ἐ π ὶ π ᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος ‘ ἆρ'’ ἔφη ‘σ ὺ τὸν πατρι ώτην θε όν, ὦ Λαμπρ ία, ‘ε ὔιον ὀρσιγ ύναικα μαινομ έναις ἀνθέοντα τιμα ῖσι Δι όνυσον’ (Lyr. adesp. 131) ἐγγρ άφεις κα ὶ ὑποποιε ῖς το ῖς ῾Εβρα ίων ἀπορρ ήτοις; ἢ τ ῷ ὄντι λ όγος ἔστι τις ὁ το ῦτον ἐκε ίν ῳ τὸν α ὐ τὸν ἀποφα ίνων;’ ὁ δ ὲ Μοιραγ ένης ὑπολαβ ών ‘ἔα το ῦτον’ ε ἶπεν· ‘ἐ γ ὼ γ ὰρ ᾿Αθηνα ῖος ὢν ἀποκρ ίνομα ί σοι κα ὶ λ έγω μηδ έν' ἄλλον ε ἶναι· κα ὶ τὰ μ ὲ ν πολλ ὰ τ ῶν ε ἰς το ῦτο τεκμηρ ίων μ όνοις ἐστὶ ῥητὰ κα ὶ διδακτ ὰ το ῖς μυουμ ένοις παρ' ἡμ ῖν ε ἰς τὴν τριετηρικ ὴν παντέλειαν· ἃ δ ὲ λ ό γ ῳ διελθε ῖν ο ὐ κεκ ώλυται πρ ὸς φ ίλους ἄνδρας, ἄλλως τε κα ὶ παρ' ο ἶνον ἐ π ὶ το ῖς το ῦ θεο ῦ δ ώροις, ἂν ο ὗτοι κελε ύωσι, λ έγειν ἕτοιμος.’ Πάντων ο ὖν κελευ όντων κα ὶ δεομ ένων ‘πρ ῶτον μ έν’ ἔφη ‘τῆς μεγ ίστης κα ὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ' α ὐτο ῖς ὁ καιρ ός ἐστιν κα ὶ ὁ τρ όπος Διον ύ σ ῳ προσ ήκων. τὴν γ ὰρ λεγομ ένην νηστε ίαν < ἄγοντες> ἀκμ άζοντι τρυγητ ῷ τρα - πέζας τε προτίθενται παντοδαπ ῆς ὀ π ώρας ὑ π ὸ σκηνα ῖς κα ὶ καλι άσιν ἐκ κλημ άτων μ άλιστα κα ὶ κιττο ῦ διαπεπλεγ - μ έναις· κα ὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκην ὴν ὀνομ άζουσιν. ὀλ ίγαις δ' ὕστερον ἡμ έραις ἄλλην ἑορτήν, ο ὐκ † ἂν δι' α ἰνιγμ άτων ἀλλ' ἄντικρυς Β άκχου καλουμ ένην, τελο ῦ - σιν. ἔστι δ ὲ κα ὶ κραδηφορ ία τις ἑορτὴ κα ὶ θυρσοφορ ία παρ' α ὐτο ῖς, ἐν ᾗ θ ύρσους ἔχοντες ε ἰς τὸ ἱερ ὸν ε ἰ σίασιν· ε ἰσελ - θ όντες δ' ὅ τι δρ ῶσιν, ο ὐκ ἴσμεν, ε ἰκ ὸς δ ὲ βακχε ίαν ε ἶναι τὰ ποιο ύμενα· κα ὶ γ ὰρ σ άλπιγξι μικρα ῖς, ὥσπερ ᾿Αργε ῖοι το ῖς Διονυσίοις, ἀνακαλο ύμενοι τὸν θε ὸν χρ ῶνται, κα ὶ κιθαρ ίζοντες ἕτεροι προ ΐασιν, ο ὓς α ὐτο ὶ Λευ ίτας προσονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββ άτων ἑορτὴν μ ὴ παντάπασιν ἀπροσδι όνυσον ε ἶναι· Σάβους γ ὰρ κα ὶ ν ῦν ἔτι πολλο ὶ το ὺς Β άκχους καλο ῦσιν κα ὶ τα ύτην ἀφι ᾶσι τὴν φων ὴν ὅταν ὀργι άζωσι τ ῷ θε ῷ, <ο ὗ π ίστω>σιν ἔστι δ ήπου κα ὶ παρ ὰ Δημοσθ ένους (18, 260) λαβε ῖν κα ὶ παρ ὰ Μεν άνδρου (fr. 1060), κα ὶ ο ὐκ ἀ π ὸ <τρ ό>που τις ἂν φα ίη το ὔνομα πεποι ῆ σθαι πρ ός τινα σ όβησιν, ἣ κατέχει το ὺς βακχε ύοντας· | α ὐτο ὶ δ ὲ τ ῷ λ ό γ ῳ μαρτυρο ῦσιν, ὅταν σ άββατα τελ ῶσι, μ άλιστα μ ὲν π ίνειν κα ὶ ο ἰνο ῦσθαι παρακαλο ῦντες ἀλλ ήλους, ὅταν δ ὲ κωλύῃ τι με ῖζον, ἀπογε ύεσθα ί γε π άντως ἀκρ άτου νομ ίζοντες. κα ὶ τα ῦτα μ ὲν ε ἰκ ότα φ α ίη τις ἂν ε ἶναι· κατὰ κρ άτος <δ ὲ 2 τοὺς> ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρηφόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς † ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ' ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, ῞Ελληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ' αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως· τοὺς δ' οὕτω κολα...
ΠΡΟΒΛΗΜΑ Ε. Πότερον οἱ Ἰουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶν.
Ἐπεὶ δὲ ταῦτ´ ἐρρήθη, βουλομένων τινῶν ἀντικατατείνειν τὸν ἕτερον λόγον ἐκκρούων ὁ Καλλίστρατος ἔφη « πῶς ὑμῖν δοκεῖ λελέχθαι τὸ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι τὸ δικαιότατον κρέας οὐκ ἐσθίουσιν; » « ὑπερφυῶς » ἔφη ὁ Πολυκράτης, « ἐγὼ δὲ καὶ προσδιαπορῶ, πότερον οἱ ἄνδρες τιμῇ τινι τῶν ὑῶν ἢ μυσαττόμενοι τὸ ζῷον ἀπέχονται τῆς βρώσεως αὐτοῦ· τὰ γὰρ παρ´ ἐκείνοις λεγόμενα μύθοις ἔοικεν, εἰ μή τινας ἄρα λόγους σπουδαίους ἔχοντες οὐκ ἐκφέρουσιν. » «Ἐγὼ μὲν τοίνυν« » εἶπεν ὁ Καλλίστρατος « οἶμαί τινα τιμὴν τὸ ζῷον ἔχειν παρὰ τοῖς ἀνδράσιν· εἰ δὲ δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν, ἀλλ´ οὐ κανθάρου καὶ γρυ... Καὶ κροκοδείλου καὶ αἰλούρου τὴν ὄψιν ἀτοπώτερον ἢ τὴν φύσιν ἀμουσότερον· οἷς ὡς ἁγιωτάτοις ἱερεῖς Αἰγυπτίων ἄλλοις ἄλλοι προσφέρονται. Τὴν δ´ ὗν ἀπὸ χρηστῆς αἰτίας τιμᾶσθαι λέγουσι· πρώτη γὰρ σχίσασα τῷ προύχοντι τοῦ ῥύγχους, ὥς φασι, τὴν γῆν ἴχνος ἀρόσεως ἔθηκεν καὶ τὸ τῆς ὕνεως ὑφηγήσατ´ ἔργον· ὅθεν καὶ τοὔνομα γενέσθαι τῷ ἐργαλείῳ λέγουσιν ἀπὸ τῆς ὑός. Οἱ δὲ τὰ μαλθακὰ καὶ κοῖλα τῆς χώρας Αἰγύπτιοι γεωργοῦντες οὐδ´ ἀρότου δέονται τὸ παράπαν· ἀλλ´ ὅταν ὁ Νεῖλος ἀπορρέῃ καταβρέξας τὰς ἀρούρας, ἐπακολουθοῦντες τὰς ὗς κατέβαλον, αἱ δὲ χρησάμεναι πάτῳ καὶ ὀρυχῇ ταχὺ τὴν γῆν ἔτρεψαν ἐκ βάθους καὶ τὸν σπόρον ἀπέκρυψαν.
Οὐ δεῖ δὲ θαυμάζειν, εἰ διὰ τοῦτό τινες ὗς οὐκ ἐσθίουσιν, ἑτέρων ζῴων μείζονας ἐπ´ αἰτίαις γλίσχραις, ἐνίων δὲ καὶ πάνυ γελοίαις, τιμὰς ἐχόντων παρὰ τοῖς βαρβάροις. Τὴν μὲν γὰρ μυγαλῆν ἐκτεθειάσθαι λέγουσιν ὑπ´ Αἰγυπτίων τυφλὴν οὖσαν, ὅτι τὸ σκότος τοῦ φωτὸς ἡγοῦντο πρεσβύτερον· τίκτεσθαι δ´ αὐτὴν ἐκ μυῶν πέμπτῃ γενεᾷ νουμηνίας οὔσης· ἔτι δὲ μειοῦσθαι τὸ ἧπαρ ἐν τοῖς ἀφανισμοῖς τῆς σελήνης. Τὸν δὲ λέοντα τῷ ἡλίῳ συνοικειοῦσιν, ὅτι τῶν γαμψωνύχων τετραπόδων βλέποντα τίκτει μόνος, κοιμᾶται δ´ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος· κρῆναι δὲ {καὶ} κατὰ χασμάτων λεοντείων ἐξιᾶσι κρουνούς, ὅτι Νεῖλος ἐπάγει νέον ὕδωρ ταῖς Αἰγυπτίων ἀρούραις ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος. Τὴν δ´ ἶβίν φασιν ἐκκολαφθεῖσαν εὐθὺς ἕλκειν δύο δραχμάς, ὅσον ἄρτι παιδίου γεγονότος καρδίαν· ποιεῖν δὲ τῇ τῶν ποδῶν ἀποστάσει πρὸς ἀλλήλους καὶ πρὸς τὸ ῥύγχος ἰσόπλευρον τρίγωνον. Καὶ τί ἄν τις Αἰγυπτίους αἰτιῷτο τῆς τοσαύτης ἀλογίας, ὅπου καὶ τοὺς Πυθαγορικοὺς ἱστοροῦσιν καὶ ἀλεκτρυόνα λευκὸν σέβεσθαι καὶ τῶν θαλαττίων μάλιστα τρίγλης καὶ ἀκαλήφης ἀπέχεσθαι, τοὺς δ´ ἀπὸ Ζωροάστρου μάγους τιμᾶν μὲν ἐν τοῖς μάλιστα τὸν χερσαῖον ἐχῖνον, ἐχθαίρειν δὲ τοὺς ἐνύδρους μῦς καὶ τὸν ἀποκτείνοντα πλείστους θεοφιλῆ καὶ μακάριον νομίζειν; οἶμαι δὲ καὶ τοὺς Ἰουδαίους, εἴπερ ἐβδελύττοντο τὴν ὗν, ἀποκτείνειν ἄν, ὥσπερ οἱ μάγοι τοὺς μῦς ἀποκτείνουσι· νῦν δ´ ὁμοίως τῷ φαγεῖν τὸ ἀνελεῖν ἀπόρρητόν ἐστιν αὐτοῖς. Καὶ ἴσως ἔχει λόγον, ὡς τὸν ὄνον {δὲ} ἀναφήναντα πηγὴν αὐτοῖς ὕδατος τιμῶσιν, οὕτως καὶ τὴν ὗν σέβεσθαι σπόρου καὶ ἀρότου διδάσκαλον γενομένην· εἰ μή, νὴ Δία, καὶ τοῦ λαγωοῦ φήσει τις ἀπέχεσθαι τοὺς ἄνδρας ὡς μυσερὸν καὶ ἀκάθαρτον δυσχεραίνοντας τὸ ζῷον. »
« Οὐ δῆτ´ » εἶπεν ὁ Λαμπρίας ὑπολαβών « ἀλλὰ τοῦ μὲν λαγωοῦ φείδονται διὰ τὴν πρὸς τὸν μένον ὑπ´ αὐτῶν μυ...στα θηρίον ἐμφερέστατον . Ὁ γὰρ λαγὼς μεγέθους ἔοικε καὶ πάχους ἐνδεὴς ὄνος εἶναι· καὶ γὰρ ἡ χρόα καὶ τὰ ὦτα καὶ τῶν ὀμμάτων ἡ λιπαρότης καὶ τὸ λαμυρὸν ἔοικε θαυμασίως· ὥστε μηδὲν οὕτω μηδὲ μικρὸν μεγάλῳ τὴν μορφὴν ὅμοιον γεγονέναι. Εἰ μὴ νὴ Δία καὶ πρὸς τὰς ποιότητας αἰγυπτιάζοντες τὴν ὠκύτητα τοῦ ζῴου θεῖον ἡγοῦνται καὶ τὴν ἀκρίβειαν τῶν αἰσθητηρίων· ὅ τε γὰρ ὀφθαλμὸς ἄτρυτός ἐστιν αὐτῶν, ὥστε καὶ καθεύδειν ἀναπεπταμένοις τοῖς ὄμμασιν, ὀξυηκοΐᾳ τε δοκεῖ διαφέρειν, ἣν Αἰγύπτιοι θαυμάσαντες ἐν τοῖς ἱεροῖς γράμμασιν ἀκοὴν σημαίνουσιν οὖς λαγωοῦ γράφοντες.
Τὸ δ´ ὕειον κρέας οἱ ἄνδρες ἀφοσιοῦσθαι δοκοῦσιν, ὅτι μάλιστα ... Οἱ βάρβαροι τὰς ἐπὶ χρωτὸς λεύκας καὶ λέπρας δυσχεραίνουσι καὶ τῇ προσβολῇ τὰ τοιαῦτα καταβόσκεσθαι πάθη τοὺς ἀνθρώπους οἴονται, πᾶσαν δ´ ὗν ὑπὸ τὴν γαστέρα λέπρας ἀνάπλεων καὶ ψωρικῶν ἐξανθημάτων ὁρῶμεν, ἃ δή, καχεξίας τινὸς ἐγγενομένης τῷ σώματι καὶ φθορᾶς, ἐπιτρέχειν δοκεῖ τοῖς σώμασιν. Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸ θολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ θρέμματος ἔχει τινὰ πονηρίαν· οὐδὲν γὰρ ἄλλο βορβόρῳ χαῖρον οὕτω καὶ τόποις ῥυπαροῖς καὶ ἀκαθάρτοις ὁρῶμεν, ἔξω λόγου τιθέμενοι τὰ τὴν γένεσιν καὶ τὴν φύσιν ἐν αὐτοῖς ἔχοντα τούτοις. Λέγουσι δὲ καὶ τὰ ὄμματα τῶν ὑῶν οὕτως ἐγκεκλάσθαι καὶ κατεσπάσθαι ταῖς ὄψεσιν, ὥστε μηδενὸς ἀντιλαμβάνεσθαι μηδέποτε τῶν ἄνω μηδὲ προσορᾶν τὸν οὐρανόν, ἂν μὴ φερομένων ὑπτίων ἀναστροφήν τινα παρὰ φύσιν αἱ κόραι λάβωσιν· διὸ καὶ μάλιστα κραυγῇ χρώμενον τὸ ζῷον ἡσυχάζειν, ὅταν οὕτω φέρηται, καὶ σιωπᾶν κατατεθαμβημένον ἀηθείᾳ τὰ οὐράνια καὶ κρείττονι φόβῳ τοῦ βοᾶν συνεχόμενον. Εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ´ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν, καὶ πολλὰ τῶν τελουμένων ἑκατέρῳ περὶ τὰς ἑορτὰς βεβαιοῖ τὸν λόγον· οἱ δὲ παιδικὰ τοῦ Διονύσου γεγονέναι· καὶ Φανοκλῆς, ἐρωτικὸς ἀνήρ, ου- - - δήπου πεποίηκεν.
Ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ´ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. Ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ´ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως· τοὺς δ´ οὕτω κολα...
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AC_%CE%94%CE%84
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ: Ἑλένης ἐγκώμιον (10) – Η Πύλη για την ελληνική …
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ: Πανηγυρικός (4) – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα
* Ο ΕΥΡΥΣΘΕΑΣ ΗΤΑΝ ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΑ.
Εκαταίος μεν ουν ο Μιλήσιος περί της Πελοποννήσου φησίν, διότι προ των Ελλήνων ώοκησαν αυτήν βάρβαροι. Σχεδόν δε τι και η σύμπασα Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε το παλαιόν, απ’ αυτών λογιζομένοις των μνημονευομένων. Πέλοπος μεν της Φρυγίας επαγαγομένου λαόν εις την απ’ αυτού κληθείσαν Πελοπόννησον, Δαναού δε εξ Αιγύπτου, Δρυόπων τε και Καυκώνων και Πελασγών και Λελέγων και άλλων τοιούτων κατανειμαμένων τα εντός Ισθμού και τα εκτός δε. Την μεν γαρ Αττικήν οι μετά Ευμόλπου Θραίκες έσχον, της δε Φωκίδος την Δαυλίδα Τηρεύς, την δε Καδμεία οι μετά Κάδμου Φοίνικες, αυτήν δε την Βοιωτίαν Άονες και Τέμμικες και Ύαντες· ως δε Πίνδαρος φησίν, Ην ότε σύας Βοιώτιον έθνος ένεπον. Και από των ονομάτων δε ενίων το βάρβαρον εμφαίνεται· Κέκροψ και Κόδρος και Άικλος και Κόθος και Δρύμας και Κρίνακος. Οι δε Θραικες και Ιλλυριοί και Ηπειρώται και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν· έτι μέντοι μάλλον πρότερον η νυν, όπου γε και της εν τωι παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης την πολλήν οι βάρβαροι έχουσι, Μακεδονίαν μεν Θραικες και τινά μέρη της Θετταλίας, Ακαρνανίας δε και Αιτωλίας άνω Θεσπρωτοί και Κασσωπαίοι και Αμφιλόχιοι και Μολοττοί και Αθάμανες, Ηπειρωτικά έθνη («Γεωγραφικά», βιβλίο Ζ΄, 1). Τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μέν, ἐπείτε ἐγένετο, αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι· ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐὸν ἀσθενές, ἀπὸ σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων, Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν. πρὸς δὴ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδέ τὸ Πελασγικὸν ἔθνος, ἐὸν βάρβαρον, οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ.
[67] Όσα έχω παραλείψει είναι πολύ περισσότερα από αυτά που έχω πει. Εκτός από τις τέχνες, τις φιλοσοφικές σπουδές και όλες τις άλλες ωφέλειες που θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σ᾽ εκείνη και στον Τρωικό πόλεμο, θα μπορούσαμε επίσης δίκαια να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήταν η αιτία που δεν γίναμε δούλοι των βαρβάρων. Θα διαπιστώσουμε ότι χάρη σ᾽ αυτήν είναι μονοιασμένοι οι Έλληνες και έκαναν από κοινού εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων, και τότε για πρώτη φορά έστησε η Ευρώπη τρόπαιο νίκης επί της Ασίας. [68] Εξαιτίας αυτών πετύχαμε πολύ μεγάλη αλλαγή των πραγμάτων. Έτσι, ενώ πιο μπροστά οι βάρβαροι που ζούσαν δυστυχισμένοι στα μέρη τους είχαν την αξίωση να εξουσιάζουν τις ελληνικές πόλεις —για παράδειγμα, ο Δαναός έφυγε από την Αίγυπτο και κατέλαβε το Άργος, ο Κάδμος από τη Σιδώνα έγινε βασιλιάς της Θήβας, οι Κάρες είχαν εγκατασταθεί στα νησιά, και ο Πέλοπας, ο γιος του Ταντάλου, έγινε κύριος όλης της Πελοποννήσου— μετά τον πόλεμο εκείνο όμως η φυλή μας έλαβε τόσο μεγάλη πρόοδο, ώστε να αφαιρέσει από τους βαρβάρους και πόλεις μεγάλες και πολλά εδάφη. [69] Εάν λοιπόν θελήσουν κάποιοι ρήτορες να επεξεργαστούν αυτά και να τα αναπτύξουν, δεν θα τους λείψουν οι αφορμές από όπου ξεκινώντας θα μπορέσουν να εγκωμιάσουν την Ελένη, πέραν των όσων έχουν λεχθεί· αντίθετα, θα βρουν πολλά νέα επιχειρήματα να αναφέρουν γι᾽ αυτήν. Η ελευθερία πίστεως είναι Θεόδοτη. Συνεπώς έχει το δικαίωμα ο κάθε άνθρωπος να πιστεύει όπου επιθυμεί, σε όποια θρησκεία τον εκφράζει. Εν τούτοις κανείς δεν έχει το δικαίωμα, να πλαστογραφεί και να παραποιεί την ιστορία, στα πλαίσια ενός ιδιότυπου θρησκευτικού φανατισμού.
* Ο ΕΥΡΥΣΘΕΑΣ ΗΤΑΝ ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΑ.
Εκαταίος μεν ουν ο Μιλήσιος περί της Πελοποννήσου φησίν, διότι προ των Ελλήνων ώοκησαν αυτήν βάρβαροι. Σχεδόν δε τι και η σύμπασα Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε το παλαιόν, απ’ αυτών λογιζομένοις των μνημονευομένων. Πέλοπος μεν της Φρυγίας επαγαγομένου λαόν εις την απ’ αυτού κληθείσαν Πελοπόννησον, Δαναού δε εξ Αιγύπτου, Δρυόπων τε και Καυκώνων και Πελασγών και Λελέγων και άλλων τοιούτων κατανειμαμένων τα εντός Ισθμού και τα εκτός δε. Την μεν γαρ Αττικήν οι μετά Ευμόλπου Θραίκες έσχον, της δε Φωκίδος την Δαυλίδα Τηρεύς, την δε Καδμεία οι μετά Κάδμου Φοίνικες, αυτήν δε την Βοιωτίαν Άονες και Τέμμικες και Ύαντες· ως δε Πίνδαρος φησίν, Ην ότε σύας Βοιώτιον έθνος ένεπον. Και από των ονομάτων δε ενίων το βάρβαρον εμφαίνεται· Κέκροψ και Κόδρος και Άικλος και Κόθος και Δρύμας και Κρίνακος. Οι δε Θραικες και Ιλλυριοί και Ηπειρώται και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν· έτι μέντοι μάλλον πρότερον η νυν, όπου γε και της εν τωι παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης την πολλήν οι βάρβαροι έχουσι, Μακεδονίαν μεν Θραικες και τινά μέρη της Θετταλίας, Ακαρνανίας δε και Αιτωλίας άνω Θεσπρωτοί και Κασσωπαίοι και Αμφιλόχιοι και Μολοττοί και Αθάμανες, Ηπειρωτικά έθνη («Γεωγραφικά», βιβλίο Ζ΄, 1). Τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μέν, ἐπείτε ἐγένετο, αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι· ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐὸν ἀσθενές, ἀπὸ σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων, Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν. πρὸς δὴ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδέ τὸ Πελασγικὸν ἔθνος, ἐὸν βάρβαρον, οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ.
[67] Όσα έχω παραλείψει είναι πολύ περισσότερα από αυτά που έχω πει. Εκτός από τις τέχνες, τις φιλοσοφικές σπουδές και όλες τις άλλες ωφέλειες που θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σ᾽ εκείνη και στον Τρωικό πόλεμο, θα μπορούσαμε επίσης δίκαια να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήταν η αιτία που δεν γίναμε δούλοι των βαρβάρων. Θα διαπιστώσουμε ότι χάρη σ᾽ αυτήν είναι μονοιασμένοι οι Έλληνες και έκαναν από κοινού εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων, και τότε για πρώτη φορά έστησε η Ευρώπη τρόπαιο νίκης επί της Ασίας. [68] Εξαιτίας αυτών πετύχαμε πολύ μεγάλη αλλαγή των πραγμάτων. Έτσι, ενώ πιο μπροστά οι βάρβαροι που ζούσαν δυστυχισμένοι στα μέρη τους είχαν την αξίωση να εξουσιάζουν τις ελληνικές πόλεις —για παράδειγμα, ο Δαναός έφυγε από την Αίγυπτο και κατέλαβε το Άργος, ο Κάδμος από τη Σιδώνα έγινε βασιλιάς της Θήβας, οι Κάρες είχαν εγκατασταθεί στα νησιά, και ο Πέλοπας, ο γιος του Ταντάλου, έγινε κύριος όλης της Πελοποννήσου— μετά τον πόλεμο εκείνο όμως η φυλή μας έλαβε τόσο μεγάλη πρόοδο, ώστε να αφαιρέσει από τους βαρβάρους και πόλεις μεγάλες και πολλά εδάφη. [69] Εάν λοιπόν θελήσουν κάποιοι ρήτορες να επεξεργαστούν αυτά και να τα αναπτύξουν, δεν θα τους λείψουν οι αφορμές από όπου ξεκινώντας θα μπορέσουν να εγκωμιάσουν την Ελένη, πέραν των όσων έχουν λεχθεί· αντίθετα, θα βρουν πολλά νέα επιχειρήματα να αναφέρουν γι᾽ αυτήν. Η ελευθερία πίστεως είναι Θεόδοτη. Συνεπώς έχει το δικαίωμα ο κάθε άνθρωπος να πιστεύει όπου επιθυμεί, σε όποια θρησκεία τον εκφράζει. Εν τούτοις κανείς δεν έχει το δικαίωμα, να πλαστογραφεί και να παραποιεί την ιστορία, στα πλαίσια ενός ιδιότυπου θρησκευτικού φανατισμού.
«Την παλιά εποχή ξέσπασε λοιμώδης ασθένεια στην Αίγυπτο και οι ντόπιοι την απέδωσαν στους ασεβείς αλλόφυλους. Προ αυτού μερικοί από αυτούς συσπειρώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα. Αρχηγοί τους ήσαν ο Κάδμος και ο Δαναός. Οι υπόλοιποι πήγαν στην Ιουδαία, που τότε ήταν ακατοίκητη, και των οποίων επικεφαλής ήταν ο επονομαζόμενος Μωυσής, ένας άνδρας με φρόνηση και ανδρεία». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος Μ, Απόσπασμα 3) «Λένε επίσης οι Αιγύπτιοι πως και οι άποικοι που έφυγαν μαζί με το Δαναό από την Αίγυπτο εγκαταστάθηκαν στην αρχαιότερη σχεδόν ελληνική πόλη, στο Άργος και πως οι λαοί των Κόλχων στον Πόντο και την Ιουδαίων μεταξύ Αραβίας και Συρίας ιδρύθηκαν ως αποικίες από ανθρώπους που έφυγαν από εκεί….. ο Κάδμος ήταν από τις Θήβες της Αιγύπτου και μαζί με τα άλλα παιδιά γέννησε και τη Σεμέλη. Στα κατοπινά χρόνια, ο Ορφέας, που απόκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες για τη μουσική, τις τελετές και τα θεολογικά ζητήματα, φιλοξενήθηκε από τους απογόνους του Κάδμου και δέχτηκε εξαιρετικές τιμές στις Θήβες». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 1, 23-24 και 28-29)
(2) Τόσο λοιπόν ηρωική κι ελευθερόψυχη και τόσο γερή στο φρόνημα και ρωμαλέα στην ψυχή είναι η πολιτεία μας και τόσο στην ουσία της [245d] μισοβάρβαρη, γιατ᾽ είμαστε πραγματικά και ειλικρινά γνήσιοι Έλληνες και δεν έρρευσε ποτέ στις φλέβες μας βαρβαρικό αίμα. Κι όλα αυτά γιατί στ᾽ αληθινά δε συγκατοικούνε και δε ζούνε μαζί μ᾽ εμάς στη χώρα μας ούτε Πέλοπες ούτε Κάδμοι ούτε Αίγυπτοι ούτε Δαναοί κι ούτε άλλοι πολλοί λογής λογής βάρβαροι στη φύση κι Έλληνες μονάχα με το νόμο, αλλά γνήσιοι Έλληνες κι όχι βαρβαρόσποροι, κατοικούμε αιώνες απάνω στη γη αυτή κι έχουμε γι᾽ αυτό το λόγο φυσικά έμφυτο κι αιώνιο βαθιά μέσα μας ριζωμένο το μίσος εναντίον των βαρβάρων. Αλλά και πάλι εβρεθήκαμε και σε τούτη την περίσταση πολιτικά απομονωμένοι, [245e] γιατί δεν εστέρξαμε να διαπράξουμε αισχρό και ανόσιο έργο παραδίνοντας Έλληνες στους βαρβάρους. Έτσι όμως εφτάσαμε σε μια πολιτική κατάσταση όμοια σαν κι εκείνη που υπήρξε η αίτια να νικηθούμε άλλοτε, αλλά με τη βοήθεια των θεών κατορθώσαμε τούτη τη φορά να τελειώσουμε τον πόλεμο με καλύτερους όρους παρά την εποχή εκείνη, γιατί εγλιτώσαμε από τον πόλεμο έχοντας στο τέλος και το στόλο μας και τα τείχη μας και τις αποικίες μας· το ίδιο άλλωστε και οι εχθροί μας με χαρά και προθυμία εδέχτηκαν να πάψει ο πόλεμος αναμεταξύ μας. Ωστόσο εχάσαμε και στον πόλεμο αυτό γενναίους και ηρωικούς άντρες, κι εκείνους που εβρήκανε το θάνατο στη μάχη της Κορίνθου από τις φυσικές αναποδιές και κακοτοπιές της γης όπου έγινε η μάχη και τους άλλους που έπεσαν στο Λέχαιο [246a] θύματα προδοσίας· ηρωικά επίσης επολέμησαν κι όσοι ελευτερώσανε το βασιλιά της Περσίας και ξεκαθαρίσανε όλες τις θάλασσες από τους Λακεδαιμονίους. Τους άντρες τούτους ξαναφέρνω εγώ τώρα στη μνήμη σας και χρέος έχετε να εγκωμιάζετε μαζί μ᾽ έμενα και να τιμάτε τέτοιους ήρωες.
ΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ ΙΟΥΔΑΙΟΙ-ΦΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Διαβάζοντας τους αρχαίους συγγραφείς Εκαταίο Μιλήσιο (Στράβων 7, 321), Θουκυδίδη (Α, 3 – 9), Ηρόδοτο (Ιστορία Α 54 - 58), Ισοκράτη (Παναθηναϊκός, Ελένης εγκώμιον 68 – 69, Πανηγυρικός κ.α.), Διόδωρο (1, 23-24 και 28-29, Μ, Απόσπασμα 3),και τον Μέγα Αριστοκλή, τον Ύπατο των φιλοσόφων (Μενέξενος, 245c-d), διαπιστώνουμε ότι πριν από τους Τρωικούς πολέμους και συγκεκριμένα το 1500 π.Χ. ξεσπούν στην Αίγυπτο λοιμώδης ασθένειες (οι 7 πληγές, σύμφωνα με την Αγία Γραφή) και οι ντόπιοι τις αποδίδουν στους ασεβείς αλλόφυλους. Για να αποφύγουν την οργή των ντόπιων οι μετανάστες που ζούσαν στην Αίγυπτο συσπειρώνονται και φεύγουν σε άλλα μέρη. Ένα μέρος των Ισραηλιτών με αρχηγό τον Μωυσή κατευθύνονται δια ξηράς στην Ιουδαία.
Οι Δαναοί με πλοία και με αρχηγό το Δαναό μέσω Ρόδου πάνε στο Άργος της Πελοποννήσου. Όταν έφτασαν εκεί ήρθαν σε σύγκρουση με τους κατοίκους του Άργους, που ήσαν Αχαιοί στην γενιά. Ωστόσο επειδή ο βασιλιάς των Αργείων που ονομάζονταν Γελάνωρ δεν είχε γιο για διάδοχο και από την άλλη δεν είχε στρατιωτικές ικανότητες για να νικήσει , οι Αργείοι κάλεσαν τον Δαναό για συνθηκολόγηση και αφετέρου να γίνει κοινός βασιλιάς. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά τα Τρωικά οι Αργείοι ονομάζονταν και Αχαιοί-Δαναοί και Αργείοι και από αυτούς κατ’ επέκτασιν και όλοι οι Έλληνες. Με αρχηγό τον Κάδμο οι Φοίνικες πέρασαν σε πολλά Ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, καθώς και στην Βοιωτία της Ελλάδας όπου έκτισαν την Καδμεία ή Θήβα της Ελλάδας. Η πόλη αυτή ονομάστηκε Καδμεία από το όνομα του Κάδμου και Θήβα λόγω της πατρίδας του Κάδμου, τις Θήβες της Αιγύπτου.
Σύμφωνα με το Πάριο χρονικό κάτι που διαβεβαιώνουν οι μεγάλοι σοφοί Αριστοκλής-Πλάτωνας, Ηρόδοτος, Ισοκράτης, Θουκυδίδης και άλλοι, οι Δαναοί έφτασαν στην Πελοπόννησο το έτος 1511 π.Χ. και ο Κάδμος στην Βοιωτία το έτος 1519 π.Χ. Οι Δαναοί έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο (έγινε το έτος 1218 - 1209 π.Χ). Αντίθετα οι Καδμείοι ή Θηβαίοι δεν έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο και κατά τα Περσικά μήδισαν, επειδή ήσαν Φοινικικής-βαρβαρικής καταγωγής (Ηρόδοτος). (1)
Oι Αιγύπτιοι και οι άποικοι που έφυγαν μαζί με το Δαναό από την Αίγυπτο εγκαταστάθηκαν στην αρχαιότερη σχεδόν ελληνική πόλη, στο Άργος και πως οι λαοί των Κόλχων στον Πόντο και την Ιουδαίων μεταξύ Αραβίας και Συρίας ιδρύθηκαν ως αποικίες από ανθρώπους που έφυγαν από εκεί. Η οικογένεια των Περσειδών από το Άργος θεωρούσε γενάρχη της τον Δαναό, που ήλθε από την Ανατολή, και οἱ Θηβαίοι τιμούσαν ως γενάρχη τους τον Κάδμο γιο του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, που ήλθε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη, εγκαταστάθηκε στη Θήβα και συνέβαλε στη γένεση των λεγόμενων Σπαρτών από τα δόντια του δράκοντα. Σύμφωνα και με τον Ευριπίδη (Φοίνισσες 247), «κοινόν αίμα» ενώνει τους Θηβαίους με τους Φοίνικες.
Ο Κάδμος ήταν από τις Θήβες της Αιγύπτου και μαζί με τα άλλα παιδιά γέννησε και τη Σεμέλη. Στα κατοπινά χρόνια, ο Ορφέας, που απόκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες για την μουσική, τις τελετές και τα θεολογικά ζητήματα, φιλοξενήθηκε από τους απογόνους του Κάδμου και δέχτηκε εξαιρετικές τιμές στις Θήβες». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 1, 23-24 και 28-29) «Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος αναφέρει ότι η Πελοπόννησος πριν από τους Έλληνες την κατοίκησαν βάρβαροι. Εξάλλου, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα κατοικία βαρβάρων υπήρξε, στους παλιούς καιρούς, έτσι λογάριαζαν όσοι μνημονεύουν αυτά τα πράγματα, γιατί ο Πέλοπας έφερε ένα λαό από τη Φρυγία στη χώρα που απ' αυτόν ονομάστηκε Πελοπόννησος, και ο Δαναός από την Αίγυπτο, κι οι Δρύοπες, οι Καύκωνες κι οι Πελασγοί κι οι Λέλεγες και άλλοι τέτοιοι λαοί μοίρασαν τους τόπους πάνω και κάτω από τον ισθμό.
Tην Αττική κατέλαβαν Θράκες προκαλώντας φοβερή γενοκτονία με τον θεουργό Εύμολπο, την Δαυλίδα της Φωκίδας ο Τηρεύς, την Καδμεία οι Φοίνικες που ήρθαν με τον Κάδμο, και την ίδια τη Βοιωτία κατέκτησαν οι Aονες, οι Τέμμικες και οι Ύαντες, ως και Πίνδαρος φησίν. Ην ότε υας Βοιωτιον ένεπον. Και από των ονομάτων δε ενίων το βάρβαρον εμφαίνεται, Κέκροψ, και Κόδρος, και Αίκλος, και Κόθος, και Δρύμας, και Κρίνακος.
Οι δε Θράκες, και Ιλλυριοί, και Ηπειρώται, και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν. ΄Τοισι μέντοι μάλλον πρότερον, ή νυν, όπου γε και της εν τω παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης..» (Στράβων 7, 321). Οι Φοίνικες σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Α -2) κατάγονταν από την Ερυθρά θάλασσα, πήγαν με αρχηγό τον Αγήνορα στην Φοινίκη της Ασίας, την χώρα απέναντι από την Κύπρο και όπου οι πόλεις Τύρος, Σιδών, εξ ου και η ονομασία Φοίνικες. Χαναάν σημαίνει «χώρα της πορφύρας, το όνομα δηλαδή προέρχεται από το ερυθρό χρώμα που εξάγεται από την επεξεργασία της πορφύρας.
https://www.agniyogahellas.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CF%89%CE%BD/
https://www.agniyogahellas.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CF%89%CE%BD/
Μυτιλήνη (Mytilenepress) : Ηρόδοτος-Ισοκράτης και Πλούταρχος καταρρίπτουν τις νεοταξικές θεωρίες περί Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής και αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες ήταν αυτόχθονες
ΤΕΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ :
"Θέτοντας αυτό το ερώτημα πέφτετε στην καλά στημένη παγίδα των επιβούλων, οι οποίοι θέλουν να αποπνίξουν τα φιλοπάτρια αισθήματα του ελληνικού λαού. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τι είναι εθνικισμός; Ο εθνικισμός προέρχεται από τη λέξη έθνος. Ο εθνικισμός είναι κάτι το βαθιά ανθρώπινο, είναι κάτι το κατεξοχήν δημοκρατικό, θεωρείται κάτι το ιερό. Είναι κάτι το βαθιά ανθρώπινο γιατί ανταποκρίνεται σε μια φυσική πραγματικότητα την οποία έχει διαπιστώσει η επιστήμη της γενετικής. Σήμερα, με αυστηρές επιστημονικές μεθόδους είναι δυνατόν να διαπιστωθεί για τον καθένα μας σε ποια φυλετική ομάδα ανήκει.
Έχουν γίνει έρευνες σε πανεπιστήμια οι οποίες καταδεικνύουν ακριβώς ότι οι Ελληνες, εμείς οι κάτοικοι της σημερινής Ελλάδας, δεν έχουμε γενετική σχέση με τους γείτονές μας, ότι αποτελούμε δηλαδή έναν ιδιόμορφο τύπο. Αφού, λοιπόν, δεν έχουμε σχέση από τους γείτονες, δεν σημαίνει ότι πέσαμε από τους ουρανούς, αλλά ότι έχουμε άμεση σχέση με τους προγόνους μας. Δεν συμφωνώ καθόλου με την θεωρία ότι ο πολιτισμός καθορίζει το έθνος. Αυτή είναι μια σταλινική-λενινιστική θεωρία που υπηρετεί πολιτικούς σκοπούς". Αυτή η θεωρία γίνεται κατά διαστροφή ενός χωρίου του Πανηγυρικού του Ισοκράτους.
Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ανώτατος δικαστικός ομιλεί περί Έθνους και Μακεδονικού ζητήματος. Είναι ο μοναδικός που πρότεινε τον καλύτερο τρόπο επιλύσεως αυτού του εθνικού προβλήματος. O Xρήστος Σαρτζετάκης ήταν ανακριτής στην υπόθεση δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη και παρά τις πιέσεις έκανε στο ακέραιο το καθήκον του. Επίσης επί κυβερνήσεως των συνταγματαρχών του αφαιρέθηκε το αξίωμα του δικαστικού, συνελήφθη και βασανίστηκε. Ανέκαθεν ήταν δημοκρατικών αρχών. Δείτε τι αναφέρει περί Έθνους-Παιδείας και για το Μακεδονικό πρόβλημα :
https://mytilenepress.blogspot.com/2023/04/mytilenepress_5.html
Ο ΤΕΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ-ΑΝΩΤΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΠΕΡΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ. https://youtu.be/QxAzmYLXoc0
ΤΕΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ :
"Θέτοντας αυτό το ερώτημα πέφτετε στην καλά στημένη παγίδα των επιβούλων, οι οποίοι θέλουν να αποπνίξουν τα φιλοπάτρια αισθήματα του ελληνικού λαού. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τι είναι εθνικισμός; Ο εθνικισμός προέρχεται από τη λέξη έθνος. Ο εθνικισμός είναι κάτι το βαθιά ανθρώπινο, είναι κάτι το κατεξοχήν δημοκρατικό, θεωρείται κάτι το ιερό. Είναι κάτι το βαθιά ανθρώπινο γιατί ανταποκρίνεται σε μια φυσική πραγματικότητα την οποία έχει διαπιστώσει η επιστήμη της γενετικής. Σήμερα, με αυστηρές επιστημονικές μεθόδους είναι δυνατόν να διαπιστωθεί για τον καθένα μας σε ποια φυλετική ομάδα ανήκει.
Έχουν γίνει έρευνες σε πανεπιστήμια οι οποίες καταδεικνύουν ακριβώς ότι οι Ελληνες, εμείς οι κάτοικοι της σημερινής Ελλάδας, δεν έχουμε γενετική σχέση με τους γείτονές μας, ότι αποτελούμε δηλαδή έναν ιδιόμορφο τύπο. Αφού, λοιπόν, δεν έχουμε σχέση από τους γείτονες, δεν σημαίνει ότι πέσαμε από τους ουρανούς, αλλά ότι έχουμε άμεση σχέση με τους προγόνους μας. Δεν συμφωνώ καθόλου με την θεωρία ότι ο πολιτισμός καθορίζει το έθνος. Αυτή είναι μια σταλινική-λενινιστική θεωρία που υπηρετεί πολιτικούς σκοπούς". Αυτή η θεωρία γίνεται κατά διαστροφή ενός χωρίου του Πανηγυρικού του Ισοκράτους.
Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ανώτατος δικαστικός ομιλεί περί Έθνους και Μακεδονικού ζητήματος. Είναι ο μοναδικός που πρότεινε τον καλύτερο τρόπο επιλύσεως αυτού του εθνικού προβλήματος. O Xρήστος Σαρτζετάκης ήταν ανακριτής στην υπόθεση δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη και παρά τις πιέσεις έκανε στο ακέραιο το καθήκον του. Επίσης επί κυβερνήσεως των συνταγματαρχών του αφαιρέθηκε το αξίωμα του δικαστικού, συνελήφθη και βασανίστηκε. Ανέκαθεν ήταν δημοκρατικών αρχών. Δείτε τι αναφέρει περί Έθνους-Παιδείας και για το Μακεδονικό πρόβλημα :
https://mytilenepress.blogspot.com/2023/04/mytilenepress_5.html
Μυτιλήνη (Mytilenepress) : O Πρόεδρος Χρήστος Σαρζτετάκης απαντά στους παράγοντες του Διονυσιακού πολιτισμού περί έθνους και Μακεδονίας. ΜΕΡΟΣ Α.
Μυτιλήνη (Mytilenepress) : O Πρόεδρος Χρήστος Σαρζτετάκης απαντά στους παράγοντες του Διονυσιακού πολιτισμού περί έθνους και Μακεδονίας. ΜΕΡΟΣ Β
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AC_%CE%94%CE%8
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AC_%CE%94%CE%8
https://www.agniyogahellas.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CF%89%CE%BD/
https://poimin.gr/category/kirigmata/kiriaki-pro-tis-ipsoseos/
Ο Πλάτων επικρίνει τον Όµηρο. Και σα να µη φτάνουν οι τέτοιοι του χαρακτηρισµοί, λέει ακόµα πως ο Όµηρος και ο Ησίοδος γύριζαν σαν αλήτες από χώρες σε χωριά απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, δεν µπόρεσαν δε πουθενά ούτε την αρετή να διδάξουν κι' ούτε να αποκτήσουν πιστούς φίλους και υποστηρικτές. Κι' αυτός ο φίλος του Οµήρου, ο Κρεώφυλος. φέρθη πολύ πρόστυχα στον ποιητή. Τέτοια ήταν η επίδραση του Οµήρου! Ποιητής χωρίς φίλους, χωρίς κύρος, χωρίς οπαδούς! Γι' αυτό µιά που δεν ήταν σπουδαία προσωπικότητα, ούτε ωφέλησε καµµιά πόλη µε τα έπη του, ούτε πέρασε για σπουδαίος νοµοθέτης, διδάσκαλος ή σοφός, και ούτε καµµιά πολιτεία τόνε µνηµονεύει για δικό της αρχηγό 78. Αν δεν κάνω λάθος, τα όσα λέει εδώ ο Πλάτων όχι µόνο έχουν άµεση σχέση µε την καταφορά της αριστοκρατικής παράταξης εναντίον του Οµήρου -και το γιατί το είπαµε παραπάνω—µα και µας κατατοπίζουν στο ζήτηµα: γιατί ήταν στην αρχαιότητα άγνωστη ή πατρίδα του. Μιά που ο ποιητής έγινε ο στόχος του κατατρεγµού των αριστοκρατικών «γύριζε σαν αλήτης από χώρες σε χωριά». Κι' όχι µοναχά ξεχάστηκε το παλιό πατρογονικό του όνοµα, αφού επικράτησε το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι ευγενείς, µα και καµµιά πολιτεία της Μικρασίας δεν παραδέχονταν πως ο ποιητής ήταν δικός της, ή πως την ωφέλησε µε τα ποιήµατα του και καµµιά δεν το θεωρούσε τιµή της να παραδεχθή πως γεννήθηκε στον τόπο της. Ήταν λοιπόν αποδιοποµπαίος τράγος 79. Η τέτοια όµως καταδροµή βάσταξε εκατό, ίσως και παραπάνω χρόνια. Γι' αυτό καµµιά ελληνική µικρασιατική πολιτεία δεν δέχονταν τον Όµηρο για πολίτη της. Πιο υστέρα από το τέλος του Ζ' αιώνα τα πράγµατα άρχιζαν ν' αλλάζουν. Στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας έγιναν επαναστάσεις και πολιτειακές µεταβολές. Οι αριστοκρατικοί ήταν στα χρόνια αυτά από κάτω. Πιέζονταν, εξορίζονταν, σφάζονταν. Στην περίοδο λοιπόν αυτή η κάθε χώρα από όπου πέρασεν ο Όµηρος κολακεύονταν να πιστεύη πως ο ποιητής ήταν γέννηµα και θρέµµα δικό της. Έτσι δηµιουργήθηκεν ολόκληρος θρύλος και εφτά πολιτείες τσακώνονταν για την πατρίδα του Οµήρου, γιατί η κάθε µία από τις εφτά ισχυρίζονταν πως ο ποιητής γεννήθηκε στον τόπο της.
Πολιτεία 595b-c, 599a-e, 600a-c.
[595a] καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα περὶ αὐτῆς ἐννοῶ, ὡς παντὸς ἄρα μᾶλλον ὀρθῶς ᾠκίζομεν τὴν πόλιν, οὐχ ἥκιστα δὲ ἐνθυμηθεὶς περὶ ποιήσεως λέγω.
τὸ ποῖον; ἔφη.
τὸ μηδαμῇ παραδέχεσθαι αὐτῆς ὅση μιμητική: παντὸς γὰρ μᾶλλον οὐ παραδεκτέα νῦν καὶ ἐναργέστερον, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, φαίνεται, ἐπειδὴ χωρὶς ἕκαστα διῄρηται τὰ τῆς ψυχῆς [595b] εἴδη.
πῶς λέγεις;
ὡς μὲν πρὸς ὑμᾶς εἰρῆσθαι-οὐ γάρ μου κατερεῖτε πρὸς τοὺς τῆς τραγῳδίας ποιητὰς καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας τοὺς μιμητικούς-λώβη ἔοικεν εἶναι πάντα τὰ τοιαῦτα τῆς τῶν ἀκουόντων διανοίας, ὅσοι μὴ ἔχουσι φάρμακον τὸ εἰδέναι αὐτὰ οἷα τυγχάνει ὄντα.
πῇ δή, ἔφη, διανοούμενος λέγεις;
ῥητέον, ἦν δ᾽ ἐγώ: καίτοι φιλία γέ τίς με καὶ αἰδὼς ἐκ παιδὸς ἔχουσα περὶ Ὁμήρου ἀποκωλύει λέγειν. ἔοικε μὲν [595c] γὰρ τῶν καλῶν ἁπάντων τούτων τῶν τραγικῶν πρῶτος διδάσκαλός τε καὶ ἡγεμὼν γενέσθαι. ἀλλ᾽ οὐ γὰρ πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέος ἀνήρ, ἀλλ᾽, ὃ λέγω, ῥητέον.
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
ἄκουε δή, μᾶλλον δὲ ἀποκρίνου.
Ἐρώτα.
μίμησιν ὅλως ἔχοις ἄν μοι εἰπεῖν ὅτι ποτ᾽ ἐστίν; οὐδὲ γάρ τοι αὐτὸς πάνυ τι συννοῶ τί βούλεται εἶναι.
ἦ που ἄρ᾽, ἔφη, ἐγὼ συννοήσω.
οὐδέν γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἄτοπον, ἐπεὶ πολλά τοι ὀξύτερον [596a] βλεπόντων ἀμβλύτερον ὁρῶντες πρότεροι εἶδον.
ἔστιν, ἔφη, οὕτως: ἀλλὰ σοῦ παρόντος οὐδ᾽ ἂν προθυμηθῆναι οἷός τε εἴην εἰπεῖν, εἴ τί μοι καταφαίνεται, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὅρα.
βούλει οὖν ἐνθένδε ἀρξώμεθα ἐπισκοποῦντες, ἐκ τῆς εἰωθυίας μεθόδου; εἶδος γάρ πού τι ἓν ἕκαστον εἰώθαμεν τίθεσθαι περὶ ἕκαστα τὰ πολλά, οἷς ταὐτὸν ὄνομα ἐπιφέρομεν. ἢ οὐ μανθάνεις;
μανθάνω.
θῶμεν δὴ καὶ νῦν ὅτι βούλει τῶν πολλῶν. οἷον, εἰ [596b] 'θέλεις, πολλαί πού εἰσι κλῖναι καὶ τράπεζαι.
πῶς δ᾽ οὔ;
ἀλλὰ ἰδέαι γέ που περὶ ταῦτα τὰ σκεύη δύο, μία μὲν κλίνης, μία δὲ τραπέζης.
ναί.
οὐκοῦν καὶ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι ὁ δημιουργὸς ἑκατέρου τοῦ σκεύους πρὸς τὴν ἰδέαν βλέπων οὕτω ποιεῖ ὁ μὲν τὰς κλίνας, ὁ δὲ τὰς τραπέζας, αἷς ἡμεῖς χρώμεθα, καὶ τἆλλα κατὰ ταὐτά; οὐ γάρ που τήν γε ἰδέαν αὐτὴν δημιουργεῖ οὐδεὶς τῶν δημιουργῶν: πῶς γάρ;
οὐδαμῶς.
ἀλλ᾽ ὅρα δὴ καὶ τόνδε τίνα καλεῖς τὸν δημιουργόν. [596c]
τὸν ποῖον;
ὃς πάντα ποιεῖ, ὅσαπερ εἷς ἕκαστος τῶν χειροτεχνῶν.
δεινόν τινα λέγεις καὶ θαυμαστὸν ἄνδρα.
οὔπω γε, ἀλλὰ τάχα μᾶλλον φήσεις. ὁ αὐτὸς γὰρ οὗτος χειροτέχνης οὐ μόνον πάντα οἷός τε σκεύη ποιῆσαι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα ἅπαντα ποιεῖ καὶ ζῷα πάντα ἐργάζεται, τά τε ἄλλα καὶ ἑαυτόν, καὶ πρὸς τούτοις γῆν καὶ οὐρανὸν καὶ θεοὺς καὶ πάντα τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν Ἅιδου ὑπὸ γῆς ἅπαντα ἐργάζεται. [596d] πάνυ θαυμαστόν, ἔφη, λέγεις σοφιστήν.
ἀπιστεῖς; ἦν δ᾽ ἐγώ. καί μοι εἰπέ, τὸ παράπαν οὐκ ἄν σοι δοκεῖ εἶναι τοιοῦτος δημιουργός, ἢ τινὶ μὲν τρόπῳ γενέσθαι ἂν τούτων ἁπάντων ποιητής, τινὶ δὲ οὐκ ἄν; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὅτι κἂν αὐτὸς οἷός τ᾽ εἴης πάντα ταῦτα ποιῆσαι τρόπῳ γέ τινι;
καὶ τίς, ἔφη, ὁ τρόπος οὗτος;
οὐ χαλεπός, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλὰ πολλαχῇ καὶ ταχὺ δημιουργούμενος, τάχιστα δέ που, εἰ 'θέλεις λαβὼν κάτοπτρον [596e] περιφέρειν πανταχῇ: ταχὺ μὲν ἥλιον ποιήσεις καὶ τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ, ταχὺ δὲ γῆν, ταχὺ δὲ σαυτόν τε καὶ τἆλλα ζῷα καὶ σκεύη καὶ φυτὰ καὶ πάντα ὅσα νυνδὴ ἐλέγετο.
ναί, ἔφη, φαινόμενα, οὐ μέντοι ὄντα γέ που τῇ ἀληθείᾳ.
καλῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ εἰς δέον ἔρχῃ τῷ λόγῳ. τῶν τοιούτων γὰρ οἶμαι δημιουργῶν καὶ ὁ ζωγράφος ἐστίν. ἦ γάρ;
πῶς γὰρ οὔ;
ἀλλὰ φήσεις οὐκ ἀληθῆ οἶμαι αὐτὸν ποιεῖν ἃ ποιεῖ. καίτοι τρόπῳ γέ τινι καὶ ὁ ζωγράφος κλίνην ποιεῖ: ἢ οὔ;
ναί, ἔφη, φαινομένην γε καὶ οὗτος. [597a]
τί δὲ ὁ κλινοποιός; οὐκ ἄρτι μέντοι ἔλεγες ὅτι οὐ τὸ εἶδος ποιεῖ, ὃ δή φαμεν εἶναι ὃ ἔστι κλίνη, ἀλλὰ κλίνην τινά;
ἔλεγον γάρ.
οὐκοῦν εἰ μὴ ὃ ἔστιν ποιεῖ, οὐκ ἂν τὸ ὂν ποιοῖ, ἀλλά τι τοιοῦτον οἷον τὸ ὄν, ὂν δὲ οὔ: τελέως δὲ εἶναι ὂν τὸ τοῦ κλινουργοῦ ἔργον ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου εἴ τις φαίη, κινδυνεύει οὐκ ἂν ἀληθῆ λέγειν;
οὔκουν, ἔφη, ὥς γ᾽ ἂν δόξειεν τοῖς περὶ τοὺς τοιούσδε λόγους διατρίβουσιν.
μηδὲν ἄρα θαυμάζωμεν εἰ καὶ τοῦτο ἀμυδρόν τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν. [597b]
μὴ γάρ.
βούλει οὖν, ἔφην, ἐπ᾽ αὐτῶν τούτων ζητήσωμεν τὸν μιμητὴν τοῦτον, τίς ποτ᾽ ἐστίν;
εἰ βούλει, ἔφη.
οὐκοῦν τριτταί τινες κλῖναι αὗται γίγνονται: μία μὲν ἡ ἐν τῇ φύσει οὖσα, ἣν φαῖμεν ἄν, ὡς ἐγᾦμαι, θεὸν ἐργάσασθαι. ἢ τίν᾽ ἄλλον;
οὐδένα, οἶμαι.
μία δέ γε ἣν ὁ τέκτων.
ναί, ἔφη.
μία δὲ ἣν ὁ ζωγράφος. ἦ γάρ;
ἔστω.
ζωγράφος δή, κλινοποιός, θεός, τρεῖς οὗτοι ἐπιστάται τρισὶν εἴδεσι κλινῶν.
ναὶ τρεῖς. [597c]
ὁ μὲν δὴ θεός, εἴτε οὐκ ἐβούλετο, εἴτε τις ἀνάγκη ἐπῆν μὴ πλέον ἢ μίαν ἐν τῇ φύσει ἀπεργάσασθαι αὐτὸν κλίνην, οὕτως ἐποίησεν μίαν μόνον αὐτὴν ἐκείνην ὃ ἔστιν κλίνη: δύο δὲ τοιαῦται ἢ πλείους οὔτε ἐφυτεύθησαν ὑπὸ τοῦ θεοῦ οὔτε μὴ φυῶσιν.
πῶς δή; ἔφη.
ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ δύο μόνας ποιήσειεν, πάλιν ἂν μία ἀναφανείη ἧς ἐκεῖναι ἂν αὖ ἀμφότεραι τὸ εἶδος ἔχοιεν, καὶ εἴη ἂν ὃ ἔστιν κλίνη ἐκείνη ἀλλ᾽ οὐχ αἱ δύο.
ὀρθῶς, ἔφη. [597d]
ταῦτα δὴ οἶμαι εἰδὼς ὁ θεός, βουλόμενος εἶναι ὄντως κλίνης ποιητὴς ὄντως οὔσης, ἀλλὰ μὴ κλίνης τινὸς μηδὲ κλινοποιός τις, μίαν φύσει αὐτὴν ἔφυσεν.
ἔοικεν.
βούλει οὖν τοῦτον μὲν φυτουργὸν τούτου προσαγορεύωμεν, ἤ τι τοιοῦτον;
δίκαιον γοῦν, ἔφη, ἐπειδήπερ φύσει γε καὶ τοῦτο καὶ τἆλλα πάντα πεποίηκεν.
τί δὲ τὸν τέκτονα; ἆρ᾽ οὐ δημιουργὸν κλίνης;
ναί.
ἦ καὶ τὸν ζωγράφον δημιουργὸν καὶ ποιητὴν τοῦ τοιούτου;
οὐδαμῶς.
ἀλλὰ τί αὐτὸν κλίνης φήσεις εἶναι; [597e]
τοῦτο, ἦ δ᾽ ὅς, ἔμοιγε δοκεῖ μετριώτατ᾽ ἂν προσαγορεύεσθαι, μιμητὴς οὗ ἐκεῖνοι δημιουργοί.
εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ: τὸν τοῦ τρίτου ἄρα γεννήματος ἀπὸ τῆς φύσεως μιμητὴν καλεῖς;
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
τοῦτ᾽ ἄρα ἔσται καὶ ὁ τραγῳδοποιός, εἴπερ μιμητής ἐστι, τρίτος τις ἀπὸ βασιλέως καὶ τῆς ἀληθείας πεφυκώς, καὶ πάντες οἱ ἄλλοι μιμηταί.
κινδυνεύει.
τὸν μὲν δὴ μιμητὴν ὡμολογήκαμεν. εἰπὲ δέ μοι περὶ [598a] τοῦ ζωγράφου τόδε: πότερα ἐκεῖνο αὐτὸ τὸ ἐν τῇ φύσει ἕκαστον δοκεῖ σοι ἐπιχειρεῖν μιμεῖσθαι ἢ τὰ τῶν δημιουργῶν ἔργα;
τὰ τῶν δημιουργῶν, ἔφη.
ἆρα οἷα ἔστιν ἢ οἷα φαίνεται; τοῦτο γὰρ ἔτι διόρισον.
πῶς λέγεις; ἔφη.
ὧδε: κλίνη, ἐάντε ἐκ πλαγίου αὐτὴν θεᾷ ἐάντε καταντικρὺ ἢ ὁπῃοῦν, μή τι διαφέρει αὐτὴ ἑαυτῆς, ἢ διαφέρει μὲν οὐδέν, φαίνεται δὲ ἀλλοία; καὶ τἆλλα ὡσαύτως;
οὕτως, ἔφη: φαίνεται, διαφέρει δ᾽ οὐδέν. [598b]
τοῦτο δὴ αὐτὸ σκόπει: πρὸς πότερον ἡ γραφικὴ πεποίηται περὶ ἕκαστον; πότερα πρὸς τὸ ὄν, ὡς ἔχει, μιμήσασθαι, ἢ πρὸς τὸ φαινόμενον, ὡς φαίνεται, φαντάσματος ἢ ἀληθείας οὖσα μίμησις;
φαντάσματος, ἔφη.
πόρρω ἄρα που τοῦ ἀληθοῦς ἡ μιμητική ἐστιν καί, ὡς ἔοικεν, διὰ τοῦτο πάντα ἀπεργάζεται, ὅτι σμικρόν τι ἑκάστου ἐφάπτεται, καὶ τοῦτο εἴδωλον. οἷον ὁ ζωγράφος, φαμέν, ζωγραφήσει ἡμῖν σκυτοτόμον, τέκτονα, τοὺς ἄλλους δημιουργούς, [598c] περὶ οὐδενὸς τούτων ἐπαΐων τῶν τεχνῶν: ἀλλ᾽ ὅμως παῖδάς γε καὶ ἄφρονας ἀνθρώπους, εἰ ἀγαθὸς εἴη ζωγράφος, γράψας ἂν τέκτονα καὶ πόρρωθεν ἐπιδεικνὺς ἐξαπατῷ ἂν τῷ δοκεῖν ὡς ἀληθῶς τέκτονα εἶναι.
τί δ᾽ οὔ;
ἀλλὰ γὰρ οἶμαι ὦ φίλε, τόδε δεῖ περὶ πάντων τῶν τοιούτων διανοεῖσθαι: ἐπειδάν τις ἡμῖν ἀπαγγέλλῃ περί του, ὡς ἐνέτυχεν ἀνθρώπῳ πάσας ἐπισταμένῳ τὰς δημιουργίας καὶ τἆλλα πάντα ὅσα εἷς ἕκαστος οἶδεν, οὐδὲν ὅτι οὐχὶ [598d] ἀκριβέστερον ὁτουοῦν ἐπισταμένῳ, ὑπολαμβάνειν δεῖ τῷ τοιούτῳ ὅτι εὐήθης τις ἄνθρωπος, καί, ὡς ἔοικεν, ἐντυχὼν γόητί τινι καὶ μιμητῇ ἐξηπατήθη, ὥστε ἔδοξεν αὐτῷ πάσσοφος εἶναι, διὰ τὸ αὐτὸς μὴ οἷός τ᾽ εἶναι ἐπιστήμην καὶ ἀνεπιστημοσύνην καὶ μίμησιν ἐξετάσαι.
ἀληθέστατα, ἔφη.
οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μετὰ τοῦτο ἐπισκεπτέον τήν τε τραγῳδίαν καὶ τὸν ἡγεμόνα αὐτῆς Ὅμηρον, ἐπειδή τινων [598e] ἀκούομεν ὅτι οὗτοι πάσας μὲν τέχνας ἐπίστανται, πάντα δὲ τὰ ἀνθρώπεια τὰ πρὸς ἀρετὴν καὶ κακίαν, καὶ τά γε θεῖα: ἀνάγκη γὰρ τὸν ἀγαθὸν ποιητήν, εἰ μέλλει περὶ ὧν ἂν ποιῇ καλῶς ποιήσειν, εἰδότα ἄρα ποιεῖν, ἢ μὴ οἷόν τε εἶναι ποιεῖν. δεῖ δὴ ἐπισκέψασθαι πότερον μιμηταῖς τούτοις οὗτοι ἐντυχόντες ἐξηπάτηνται καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν ὁρῶντες [599a] οὐκ αἰσθάνονται τριττὰ ἀπέχοντα τοῦ ὄντος καὶ ῥᾴδια ποιεῖν μὴ εἰδότι τὴν ἀλήθειαν-φαντάσματα γὰρ ἀλλ᾽ οὐκ ὄντα ποιοῦσιν-ἤ τι καὶ λέγουσιν καὶ τῷ ὄντι οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἴσασιν περὶ ὧν δοκοῦσιν τοῖς πολλοῖς εὖ λέγειν.
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ἐξεταστέον.
οἴει οὖν, εἴ τις ἀμφότερα δύναιτο ποιεῖν, τό τε μιμηθησόμενον καὶ τὸ εἴδωλον, ἐπὶ τῇ τῶν εἰδώλων δημιουργίᾳ ἑαυτὸν ἀφεῖναι ἂν σπουδάζειν καὶ τοῦτο προστήσασθαι τοῦ [599b] ἑαυτοῦ βίου ὡς βέλτιστον ἔχοντα;
οὐκ ἔγωγε.
ἀλλ᾽ εἴπερ γε οἶμαι ἐπιστήμων εἴη τῇ ἀληθείᾳ τούτων πέρι ἅπερ καὶ μιμεῖται, πολὺ πρότερον ἐν τοῖς ἔργοις ἂν σπουδάσειεν ἢ ἐπὶ τοῖς μιμήμασι, καὶ πειρῷτο ἂν πολλὰ καὶ καλὰ ἔργα ἑαυτοῦ καταλιπεῖν μνημεῖα, καὶ εἶναι προθυμοῖτ᾽ ἂν μᾶλλον ὁ ἐγκωμιαζόμενος ἢ ὁ ἐγκωμιάζων.
οἶμαι, ἔφη: οὐ γὰρ ἐξ ἴσου ἥ τε τιμὴ καὶ ἡ ὠφελία.
τῶν μὲν τοίνυν ἄλλων πέρι μὴ ἀπαιτῶμεν λόγον Ὅμηρον [599c] ἢ ἄλλον ὁντινοῦν τῶν ποιητῶν, ἐρωτῶντες εἰ ἰατρικὸς ἦν τις αὐτῶν ἀλλὰ μὴ μιμητὴς μόνον ἰατρικῶν λόγων, τίνας ὑγιεῖς ποιητής τις τῶν παλαιῶν ἢ τῶν νέων λέγεται πεποιηκέναι, ὥσπερ Ἀσκληπιός, ἢ τίνας μαθητὰς ἰατρικῆς κατελίπετο, ὥσπερ ἐκεῖνος τοὺς ἐκγόνους, μηδ᾽ αὖ περὶ τὰς ἄλλας τέχνας αὐτοὺς ἐρωτῶμεν, ἀλλ᾽ ἐῶμεν: περὶ δὲ ὧν μεγίστων τε καὶ καλλίστων ἐπιχειρεῖ λέγειν Ὅμηρος, πολέμων τε πέρι καὶ στρατηγιῶν καὶ διοικήσεων πόλεων, καὶ [599d] παιδείας πέρι ἀνθρώπου, δίκαιόν που ἐρωτᾶν αὐτὸν πυνθανομένους: ὦ φίλε Ὅμηρε, εἴπερ μὴ τρίτος ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἶ ἀρετῆς πέρι, εἰδώλου δημιουργός, ὃν δὴ μιμητὴν ὡρισάμεθα, ἀλλὰ καὶ δεύτερος, καὶ οἷός τε ἦσθα γιγνώσκειν ποῖα ἐπιτηδεύματα βελτίους ἢ χείρους ἀνθρώπους ποιεῖ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, λέγε ἡμῖν τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν, ὥσπερ διὰ Λυκοῦργον Λακεδαίμων καὶ δι᾽ ἄλλους πολλοὺς [599e] πολλαὶ μεγάλαι τε καὶ σμικραί; σὲ δὲ τίς αἰτιᾶται πόλις νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι καὶ σφᾶς ὠφεληκέναι; Χαρώνδαν μὲν γὰρ Ἰταλία καὶ Σικελία, καὶ ἡμεῖς Σόλωνα: σὲ δὲ τίς; ἕξει τινὰ εἰπεῖν;
οὐκ οἶμαι, ἔφη ὁ Γλαύκων: οὔκουν λέγεταί γε οὐδ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν Ὁμηριδῶν. [600a]
ἀλλὰ δή τις πόλεμος ἐπὶ Ὁμήρου ὑπ᾽ ἐκείνου ἄρχοντος ἢ συμβουλεύοντος εὖ πολεμηθεὶς μνημονεύεται;
οὐδείς.
ἀλλ᾽ οἷα δὴ εἰς τὰ ἔργα σοφοῦ ἀνδρὸς πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας ἤ τινας ἄλλας πράξεις λέγονται, ὥσπερ αὖ Θάλεώ τε πέρι τοῦ Μιλησίου καὶ Ἀναχάρσιος τοῦ Σκύθου;
οὐδαμῶς τοιοῦτον οὐδέν.
ἀλλὰ δὴ εἰ μὴ δημοσίᾳ, ἰδίᾳ τισὶν ἡγεμὼν παιδείας αὐτὸς ζῶν λέγεται Ὅμηρος γενέσθαι, οἳ ἐκεῖνον ἠγάπων ἐπὶ [600b] συνουσίᾳ καὶ τοῖς ὑστέροις ὁδόν τινα παρέδοσαν βίου Ὁμηρικήν, ὥσπερ Πυθαγόρας αὐτός τε διαφερόντως ἐπὶ τούτῳ ἠγαπήθη, καὶ οἱ ὕστεροι ἔτι καὶ νῦν Πυθαγόρειον τρόπον ἐπονομάζοντες τοῦ βίου διαφανεῖς πῃ δοκοῦσιν εἶναι ἐν τοῖς ἄλλοις;
οὐδ᾽ αὖ, ἔφη, τοιοῦτον οὐδὲν λέγεται. ὁ γὰρ Κρεώφυλος, ὦ Σώκρατες, ἴσως, ὁ τοῦ Ὁμήρου ἑταῖρος, τοῦ ὀνόματος ἂν γελοιότερος ἔτι πρὸς παιδείαν φανείη, εἰ τὰ λεγόμενα περὶ Ὁμήρου ἀληθῆ. λέγεται γὰρ ὡς πολλή τις ἀμέλεια περὶ [600c] αὐτὸν ἦν ἐπ᾽ αὐτοῦ ἐκείνου, ὅτε ἔζη.
λέγεται γὰρ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἀλλ᾽ οἴει, ὦ Γλαύκων, εἰ τῷ ὄντι οἷός τ᾽ ἦν παιδεύειν ἀνθρώπους καὶ βελτίους ἀπεργάζεσθαι Ὅμηρος, ἅτε περὶ τούτων οὐ μιμεῖσθαι ἀλλὰ γιγνώσκειν δυνάμενος, οὐκ ἄρ᾽ ἂν πολλοὺς ἑταίρους ἐποιήσατο καὶ ἐτιμᾶτο καὶ ἠγαπᾶτο ὑπ᾽ αὐτῶν, ἀλλὰ Πρωταγόρας μὲν ἄρα ὁ Ἀβδηρίτης καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος καὶ ἄλλοι πάμπολλοι δύνανται τοῖς ἐφ᾽ ἑαυτῶν παριστάναι ἰδίᾳ συγγιγνόμενοι [600d] ὡς οὔτε οἰκίαν οὔτε πόλιν τὴν αὑτῶν διοικεῖν οἷοί τ᾽ ἔσονται, ἐὰν μὴ σφεῖς αὐτῶν ἐπιστατήσωσιν τῆς παιδείας, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ σοφίᾳ οὕτω σφόδρα φιλοῦνται, ὥστε μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσιν αὐτοὺς οἱ ἑταῖροι: Ὅμηρον δ᾽ ἄρα οἱ ἐπ᾽ ἐκείνου, εἴπερ οἷός τ᾽ ἦν πρὸς ἀρετὴν ὀνῆσαι ἀνθρώπους, ἢ Ἡσίοδον ῥαψῳδεῖν ἂν περιιόντας εἴων, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἂν αὐτῶν ἀντείχοντο ἢ τοῦ χρυσοῦ καὶ [600e] ἠνάγκαζον παρὰ σφίσιν οἴκοι εἶναι, ἢ εἰ μὴ ἔπειθον, αὐτοὶ ἂν ἐπαιδαγώγουν ὅπῃ ᾖσαν, ἕως ἱκανῶς παιδείας μεταλάβοιεν;
παντάπασιν, ἔφη, δοκεῖς μοι, ὦ Σώκρατες, ἀληθῆ λέγειν.
οὐκοῦν τιθῶμεν ἀπὸ Ὁμήρου ἀρξαμένους πάντας τοὺς ποιητικοὺς μιμητὰς εἰδώλων ἀρετῆς εἶναι καὶ τῶν ἄλλων περὶ ὧν ποιοῦσιν, τῆς δὲ ἀληθείας οὐχ ἅπτεσθαι, ἀλλ᾽ ὥσπερ νυνδὴ ἐλέγομεν, ὁ ζωγράφος σκυτοτόμον ποιήσει δοκοῦντα [601a] εἶναι, αὐτός τε οὐκ ἐπαΐων περὶ σκυτοτομίας καὶ τοῖς μὴ ἐπαΐουσιν, ἐκ τῶν χρωμάτων δὲ καὶ σχημάτων θεωροῦσιν;
πάνυ μὲν οὖν.
οὕτω δὴ οἶμαι καὶ τὸν ποιητικὸν φήσομεν χρώματα ἄττα ἑκάστων τῶν τεχνῶν τοῖς ὀνόμασι καὶ ῥήμασιν ἐπιχρωματίζειν αὐτὸν οὐκ ἐπαΐοντα ἀλλ᾽ ἢ μιμεῖσθαι, ὥστε ἑτέροις τοιούτοις ἐκ τῶν λόγων θεωροῦσι δοκεῖν, ἐάντε περὶ σκυτοτομίας τις λέγῃ ἐν μέτρῳ καὶ ῥυθμῷ καὶ ἁρμονίᾳ, πάνυ εὖ δοκεῖν λέγεσθαι, ἐάντε περὶ στρατηγίας ἐάντε περὶ ἄλλου [601b] ὁτουοῦν: οὕτω φύσει αὐτὰ ταῦτα μεγάλην τινὰ κήλησιν ἔχειν. ἐπεὶ γυμνωθέντα γε τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν ποιητῶν, αὐτὰ ἐφ᾽ αὑτῶν λεγόμενα, οἶμαί σε εἰδέναι οἷα φαίνεται. τεθέασαι γάρ που.
ἔγωγ᾽, ἔφη.
οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔοικεν τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή, οἷα γίγνεται ἰδεῖν ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ;
παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς.
ἴθι δή, τόδε ἄθρει: ὁ τοῦ εἰδώλου ποιητής, ὁ μιμητής, φαμέν, τοῦ μὲν ὄντος οὐδὲν ἐπαΐει, τοῦ δὲ φαινομένου: οὐχ [601c] οὕτως;
ΓΙΑΝΗΣ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
(Μέρος 5)
Ο Όμηρος εivαι ιστορικό πρόσωπο;Στην περίοδο αυτή—πότε ακριβώς δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε—εμφανίστηκεν ο Όμηρος. Κατά τη γνώμη μας ο ποιητής αυτός ήταν αοιδός, ανήκε δηλαδή στην τάξη του ιερατείου. Πού γεννήθηκε και πού μεγάλωσε δεν ξέρομε. Ίσως σε κάποια πόλη της αντικρινής από τη Χίο περιοχής. Μα αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Κι' αν ξέραμε που γεννήθηκε και που έζησε, πάλι δεν θα μπορούσαμε από την πληροφορία και μόνο αυτή να λύσουμε το ομηρικό ζήτημα. Σημασία έχει να καθορίσουμε ποια ήταν η θέση του Ομήρου μέσα στην κοινωνία του. Σύμφωνα λοιπόν με όσα είπαμε ως εδώ είναι για μας απόλυτα βέβαιο πως ο Όμηρος ήταν αοιδός. Μα ήταν ένας αοιδός με πολύ μεγάλο ποιητικό ταλέντο. Όταν λοιπόν με την κοινωνική διαφοροποίηση που συντελέσθηκε στις ελληνικές (αιολοϊωνικές) πόλεις της Μικρασίας, οι αοιδοί έχασαν τα προνόμια τους και παράλληλα επινοήθηκε και καθιερώθηκε η νέα (δημοτική) γραφή, ο αοιδός αυτός κάθισε και μετέγραψε τους παλιούς ύμνους και ιστορίες 68 από τα ιερά βιβλία. Η τέτοια του πράξη στην αρχή δεν κατακρίθηκε από τους ευγενείς που είχαν στο αναμεταξύ συγκεντρώσει μεγάλη εξουσία στα χέρια τους. Μα άμα πέρασαν μερικά χρόνια και τα μεταγραμμένα στη νέα γραφή τραγούδια έκαναν μεγάλη εντύπωση στο λαό, όχι μόνο οι ιερείς άρχισαν να κατακρίνουν τον Όμηρο, μα και οι ευγενείς δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τέτοια προσπάθεια του και το νέο επάγγελμα του, γιατί έβρισκαν πως ο νεωτερισμός αυτός του Ομήρου μπορεί να βλάψη. Άρχισε λοιπόν συστηματική καταδρομή εναντίον του και καθόλου απίθανο να χαρακτηρίσθηκε αποστάτης και ασεβής. Ίσως για το λόγο αυτό να τον ωνόμασαν Όμηρο, γιατί φαίνεται το οικογενειακό του όνομα ήταν άλλο. Η λέξη όμηρος είναι ξένη (φρυγική ή λυδική) και πιθανό να σήμαινε τον αποστάτη, τον υβριστή των θείων, τον ιερόσυλο ή κάτι τέτοιο. Βέβαια δεν έχομε γραπτές πηγές που να μας το επιβεβαιώνουν αυτό. Ωστόσο όμως όλοι οι αρχαίοι θρύλοι γύρω στη ζωή και τη δράση του Ομήρου, και όλες οι γραπτές μαρτυρίες, μόνο σ' ένα τέτοιο συμπέρασμα μας οδηγούν. Πρώτα πρώτα έχομε τη μαρτυρία του Ηροδότου που λέει πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος 69 έζησαν στην ίδια εποχή
και πως:
“Αυτοί είναι που έγραψαν τη θεογονία των Ελλήνων και πού έδωκαν στους θεούς ονόματα και που τους απέδωκαν τιμές και καθώρισαν το επάγγελμα τους και που περιγράψανε τις μορφές τους” (Β. 53). Η πληροφορία αυτή, κατά τη γνώμη μου, έχει μεγάλη σημασία, γιατί μας λέει καθαρά πως ως τα χρόνια του Ομήρου και του Ησιόδου η ελληνική “θεολογία” ήταν ένα είδος ταμπού· ήταν δηλαδή απαγορευμένο στο λαό όχι μόνο να καταπιάνεται με έργα τελετουργικά, μα και ούτε να προφέρη ονόματα θεών και γενικά να “συζητή” για θρησκευτικά ζητήματα 70. Όπως και στην Αίγυπτο, Βαβυλώνα, Παλαιστίνη κι' αλλού κάθε ζήτημα που σχετίζονταν με τη λατρεία ήταν αποκλειστικά έργο των ιερέων 71. Από όσα όμως γράφει ο Ηρόδοτος είναι φανερό πως στην Ελλάδα το ιερατείο στα χρόνια του Ομήρου και Ησιόδου έχασε την προνομιούχα θέση του και έπαυσε να είναι ο αποκλειστικός φύλακας των θρησκευτικών παραδόσεων, γιατί οι παραδόσεις αυτές έγιναν κτήμα όλου του λαού 72. Ο Όμηρος λοιπόν και ο Ησίοδος ήταν οι πρώτοι εκλαϊκευτές όλων των παλαιών ιερατικών παραδόσεων. Πού όμως βρήκαν τα κείμενα; Είπαμε παραπάνω πως υπήρχαν “αρχεία”, δηλαδή ιερά βιβλία, και αυτά χρησιμοποίησαν. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης (κατά μαρτυρία του Πορφυρίωνος) έλεγε πως ο Όμηρος εποίει τα πράγματα “οἶα ἦν τότε”, δηλαδή τα έγραφε όπως ήταν πρίν απ' αυτόν.Ποια όμως διάλεκτο μεταχειρίστηκε; Να ένα άλλο ζήτημα πού έβαλε τους φιλολόγους και τους ομηριστάς σε μεγάλους μπελάδες. Σύμφωνα με όσα έχομε πει ως εδώ, είναι φανερό πως ο Όμηρος, μια που προέρχονταν από το αιολικό ιερατείο και επειδή μετέγραψε την αχαϊκή παράδοση, μεταχειρίστηκε μάλλον το αιολικό ιδίωμα 73. Αυτό είναι το πιθανώτερο.
Όπως είπαμε όμως, ο Όμηρος με τον καιρό αντίκρυσε την καταδρομή των ιερέων και ίσως και των ευγενών. Γι' αυτό παντού έβρισκε την περιφρόνηση και το χλευασμό. Η τέτοια καταφορά βάσταξε και στους ύστερα από το θάνατο του αιώνες. Η αριστοκρατική παράδοση μιλούσε με περιφρόνηση για τους δύο ποιητές που εκλαΐκευσαν το πιο μεγάλο μέρος των θρησκευτικών παραδόσεων 74. Οι Ορφικοί πρώτα και ύστερα ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος και άλλοι καταφέρθηκαν και είπανε πολλά εναντίον του Ομήρου 75. Κι' αυτός ο Πλάτων που πολλές φορές ανάφερει τον Όμηρο 76, δεν είχε καλή ιδέα για τον ποιητή της Ιλιάδας και Οδύσσειας. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, λέει, φτιάχνουν ψεύτικους μύθους για να διασκεδάζουν τους ανθρώπους (Πολιτ. 377e). Μα ο Πλάτων δεν σταματά ως εδώ. Λέει ακόμα πως ο Όμηρος και άλλοι ποιητές λένε πράγματα που κι' αν είναι σωστά δεν έπρεπε να γράφουνται και να κοινολογούνται και πως στον ποιητή της “Ιλιάδας” άρεσαν τα ψέμματα, γι' αυτό και ο Όμηρος δεν έχει θέση στην πλατωνική Πολιτεία 77.
Και σα να μη φτάνουν οι τέτοιοι του χαρακτηρισμοί, λέει ακόμα πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος γύριζαν σαν αλήτες από χώρες σε χωριά απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, δεν μπόρεσαν δε πουθενά ούτε την αρετή να διδάξουν κι' ούτε να αποκτήσουν πιστούς φίλους και υποστηρικτές. Κι' αυτός ο φίλος του Ομήρου, ο Κρεώφυλος. φέρθη πολύ πρόστυχα στον ποιητή. Τέτοια ήταν η επίδραση του Ομήρου! Ποιητής χωρίς φίλους, χωρίς κύρος, χωρίς οπαδούς! Γι' αυτό μιά που δεν ήταν σπουδαία προσωπικότητα, ούτε ωφέλησε καμμιά πόλη με τα έπη του, ούτε πέρασε για σπουδαίος νομοθέτης, διδάσκαλος ή σοφός, και ούτε καμμιά πολιτεία τόνε μνημονεύει για δικό της αρχηγό 78.
Αν δεν κάνω λάθος, τα όσα λέει εδώ ο Πλάτων όχι μόνο έχουν άμεση σχέση με την καταφορά της αριστοκρατικής παράταξης εναντίον του Ομήρου —και το γιατί το είπαμε παραπάνω—μα και μας κατατοπίζουν στο ζήτημα: γιατί ήταν στην αρχαιότητα άγνωστη η πατρίδα του. Μιά που ο ποιητής έγινε ο στόχος του κατατρεγμού των αριστοκρατικών “γύριζε σαν αλήτης από χώρες σε χωριά”. Κι' όχι μοναχά ξεχάστηκε το παλιό πατρογονικό του όνομα, αφού επικράτησε το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι ευγενείς, μα και καμμιά πολιτεία της Μικρασίας δεν παραδέχονταν πως ο ποιητής ήταν δικός της, ή πως την ωφέλησε με τα ποιήματα του και καμμιά δεν το θεωρούσε τιμή της να παραδεχθή πως γεννήθηκε στον τόπο της. Ήταν λοιπόν αποδιοπομπαίος τράγος 79. Η τέτοια όμως καταδρομή βάσταξε εκατό, ίσως και παραπάνω χρόνια. Γι' αυτό καμμιά ελληνική μικρασιατική πολιτεία δεν δέχονταν τον Όμηρο για πολίτη της. Πιο υστέρα από το τέλος του Ζ' αιώνα τα πράγματα άρχιζαν ν' αλλάζουν. Στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας έγιναν επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές. Οι αριστοκρατικοί ήταν στα χρόνια αυτά από κάτω. Πιέζονταν, εξορίζονταν, σφάζονταν. Στην περίοδο λοιπόν αυτή η κάθε χώρα από όπου πέρασεν ο Όμηρος κολακεύονταν να πιστεύη πως ο ποιητής ήταν γέννημα και θρέμμα δικό της. Έτσι δημιουργήθηκεν ολόκληρος θρύλος και εφτά πολιτείες τσακώνονταν για την πατρίδα του Ομήρου, γιατί η κάθε μία από τις εφτά ισχυρίζονταν πως ο ποιητής γεννήθηκε στον τόπο της.
To ίδιο έπαθε και ο Ησίοδος. Και γι' αυτόν δεν ξέρομε καλά καλά πού γεννήθηκε και πού μεγάλωσε. Φαίνεται δε πως στον καιρό που οι αγροτικές μάζες (οι διάκριοι) σε πολλές περιοχές πήραν την πολιτική εξουσία, άρχισαν να βρίζουν τους πρωτευουσιάνους και τους ευγενείς —η γένεση της κωμωδίας αυτήν την αφορμή έχει— και να παρουσιάζουν τον Ησίοδο σαν διανοούμενο που ήταν ο πνευματικός ηγέτης των αγροτών. Οι αγρότες δηλαδή για να δείξουν πως κι' αυτοί είναι εκλεκτό γένος και πως έχουν πολιτισμό βάφτισαν τον Ησίοδο τσοπάνο. Κι' ακόμα έπλασαν την παράδοση, πως σ' αυτόν πρώτα τον τσοπάνο, που έβοσκε τα πρόβατά του στον άγιο Ελικώνα, οι θέαινες Μούσες έδωκαν το χάρισμα του έμμετρου λόγου (στίχ. 22-24). Απαντώντας όμως οι αριστοκράτες στην καυχησιολογία αυτή των αγροτών “έβαλαν” τις Μούσες να λένε: “Τσομπάνηδες χωριαταρέοι, θλιβερά ντροπιάσματα που μόνο για την κοιλιά σας ζήτε, ξέρομε ψέμματα πολλά να σας λέμε όμοια μ' αλήθειες (δηλαδή ξέρομε να να σας πατούμε κοροϊδίες), μα άμα θέλομε ξέρομε κι' αληθινά να μιλούμε”. Και φυσικά, οι Μούσες “μιλούσαν αληθινά” μόνο στους ποιητές των αριστοκρατών. Θαρρώ πως μόνο αυτή η ερμηνεία στέκει στους στίχους 22-28 της “Θεογονίας”. Το ότι το κείμενο είναι ταραγμένο και οι στίχοι 26 - 28 ξένη παρεμβολή το παρατήρησαν και άλλοι. Δεν βγαίνει όμως κανένα νόημα αν δεν χαρακτηρίσουμε σαν προσθήκη όλους τους στίχους 22-35, που δεν έχουν καμμιά θέση στο κείμενο έτσι που είναι βαλμένοι.
Σαν τελικό συμπέρασμα της άποψης που υποστηρίζομε βγαίνει πως τον ποιητή στα τελευταία ίσως χρόνια της ζωής του να τον τύφλωσαν οι εχθροί του. Για να επιμένη η αρχαία παράδοση πως ήταν τυφλός θα πη πως κάτι είχε συμβή. Στη βιογραφία του Ομήρου που αποδίδεται στον Πλούταρχο (Α, 2) σημειώνεται πως ο ιστορικός Έφορος που ήταν από την Κύμη της Μικρασίας έγραψε πως ο ποιητής της “Ιλιάδας” “ἐπηρώθη τὰς ὄψεις”. Δεν μας λέει όμως πως και πότε. Ωστόσο η μαρτυρία αυτή δεν μπορεί να είναι από την αρχή ως το τέλος θρύλος. Έχει τη βάση της σε κάποιο ιστορικό γεγονός 80. Και δεν είναι καθόλου απίστευτο να τύφλωσαν τον ποιητή εκείνοι που τόνε χαρακτήρισαν για αποστάτη και επικίνδυνο νεωτεριστή. Εξ άλλου ο τέτοιος τρόπος της τιμωρίας δεν ήταν άγνωστος στα παλιά εκείνα τα χρόνια, μα ίσα-ίσα νόμιμος. Από την Ιλιάδα (Β, 594 και παρ.) μαθαίναμε πως κάποιος παλαιός ποιητής που τον έλεγαν Θάμυρι, επειδή τάβαλε με τις Μούσες (που θα πή πως ήρθε σε σύγκρουση με το ιερατείο) τυφλώθηκε 81. Κάτω από το θρύλο αυτόν δεν είναι απίθανο κάποιος μεταγενέστερος ραψωδός να θέλησε να περιγράψη το πάθημα (=τιμωρία) του Ομήρου.
Εξόν απ' αυτά που είπαμε παραπάνω πρέπει να προσέξουμε πολύ και τα όσα γράφει ο Πλάτων στους “Νόμους” του. Ο φιλόσοφος συζητώντας πάνω στο ζήτημα πως πρέπει να μορφώνουνται (εκπαιδεύουνται) οι νέοι μαζί με άλλα λέει πως πρέπει να καθορισθούν από τα πριν και οι θρησκευτικοί ύμνοι που θα ψάλλωνται για τον κάθε θεό όταν γίνωνταιοι ιεροτελεστίες. Τονίζει όμως πως:
“Αν κανένας έξω από τα διαταγμένα προσφέρη σε κάποιο θεό άλλους ύμνους και χορούς, τότε να έχουν το δικαίωμα οι ιερείς και οι ιέρειες μαζί με τους νομοφύλακες να εμποδίζουν στην αρχή με καλόν τρόπο τους πολίτες αυτούς να παραβαίνουν τα διαταγμένα. Αν δε ο εμποδιζόμενος δεν θέλη να σταματήση, τότε σ' όλη του τη ζωή να καταγγέλλεται για την ασέβεια του από τον κάθε πολίτη και να δικάζεται γι' αυτό”.
(Νόμοι 799b). Και παρακάτω λέει πάλι ο φιλόσοφος:“...Έξω από τις δημόσιες μελωδίες και τα ιερά και όλους τους χορούς των νέων κανείς ας μη προφέρη τίποτα περισσότερο ή διαφορετικό από τους νόμους, ούτε να μετακινή (αλλάζη) τα θεσπισμένα. Κι' αν παρουσιασθή κανένας τέτοιος, αυτόν ας τον διώχνουν (οι ιερείς) χωρίς να τον τιμωρούν. Άμα όμως δεν υπακούη, καθώς είπαμε και πριν από λίγο, ας τον τιμωρούν οι νομοφύλακες και οι ιέρειες και οι ιερείς”
(Νόμοι 801d). Μα ο Πλάτων ξεκαθαρίζει πιο καλά τη σκέψη του και τονίζει πως πρέπει να μπή νόμος που να μην επιτρέπη στους ποιητές που γράφουν θρησκευτικούς ύμνους και να λένε ότι τους κατέβει. Κυρίως δε ο ποιητής δεν πρέπει ν' ανακατεύεται στα θρησκευτικά πράγματα και να φτιάχνε ύμνους και προσευχές που δεν αρέσουν στους θεούς, γιατί έτσι αντί για καλό κάμνει κακό. Γι' αυτό πρέπει να θεσπισθή νόμος που να ορίζη τα εξής:“Ο ποιητής έξω από τα νόμιμα της Πολιτείας και τα δίκαια ή τα καλά ή τα αγαθά τίποτε δεν πρέπει να κάμνη. Όσα δε συνθέση να μην έχη δικαίωμα να τα δημοσιεύση πριν τα παρουσιάση στους αρμόδιους κριτές και νομοφύλακες για να τα ελέγξουν και τα εγκρίνουν”
(Νόμοι 801d). Γιατί άραγε τα έγραψεν αυτά ο Πλάτων; Ήταν επηρεασμένος από την αιγυπτιακή και ινδικη παράδοση και την εκεί κοινωνική και πολιτειακή διοργάνωση; Ίσως ναι. Μα αν δεν είχε υπ' όψη του και την παλιά ελληνική ιερατική παράδοση και δεν πίστευε πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος με όσα έκαμαν έβλαψαν αντί να ωφελήσουν, δεν θα έγραφε τα παραπάνω. Ακολουθώντας λοιπόν ο φιλόσοφος την αριστοκρατική παράδοση, επιμένει πως πρέπει να θεσπισθή ειδικός νόμος που απ' τη μιά μεριά να υποχρεώνη τους ποιητές που καταπιάνονται με τη θρησκευτική υμνολογία να ζητούν την έγκριση των ιερέων, και από την άλλη να τιμωρούνται όσοι παραβαίνουν τις διαταγές της ιερατικής λογοκρισίας.Από τα γραφόμενα αυτά του Πλάτωνα βγαίνει πρώτα πως στην Ελλάδα υπήρχαν ποιητές που ήρθαν σε σύγκρουση με τους ιερείς και δεύτερο πως οι τέτοιοι παραβάτες πρέπει, στο μέλλον να τιμωρούνται αυστηρά. Αν ο φιλόσοφος δεν είχε υπ' όψη του τις παλιές ελληνικές παραδόσεις δεν θα προσπαθούσε να διορθώση τα κακώς κείμενα.
* * *
Άμα όμως συντελέστηκε η κοινωνική διαφοροποίηση που έφερε τις τέτοιες αναστατώσεις και πολιτειακές μεταβολές στις πολιτείες του Αιγαίου, όχι μοναχά τα ομηρικά έπη είχαν γίνει πολύ λαϊκά, μα και δημιουργήθηκε και σχολή ολόκληρη που εξακολούθησε την ομηρική παράδοση. Οι ποιητές (μεταφραστές) αυτοί λέγονταν: Ομηρίδαι ή ραψωδοί. Για μιαν ωρισμένη περίοδο οι λέξεις ομηρίδαι και ραψωδοί είχαν την ίδια έννοια 82. Σήμαιναν τους “μεταφραστές”, αυτούς που μετέγραφαν τα παλιά ιερατικά κείμενα 83 στη νέα γραφή. Αυτό δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν οι νεώτεροι φιλόλογοι και ελληνιστές και από το στραβό τους προσανατολισμό πάνω στο όλο ζήτημα θέλησαν καλά και σώνει να ετυμολογήσουν τη λέξη ραψωδός. Πήγε χαμένος όμως ο κόπος τους γιατί δεν κατέληξαν σε κανένα συμπέρασμα. Μου φαίνεται πως αν προσέξουμε στα όσα γράφει ο Πίνδαρος θα μπουμε στο νόημα, γιατί ο μεγάλος λυρικός που ήταν λάτρης των παλιών αριστοκρατικών παραδόσεων ξεκαθαρίζει το ζήτημα. Μιλώντας για τους ομηρίδες τους λέει με ειρωνικό και πειραχτικό τρόπο: ἀοιδοὺς ραπτῶν ἑπέων (Νεμ. II, 1). Εδώ όμως το ράπτω έχει τη σημασία του μηχανεύομαι, επινοώ, κατασκευάζω. Οι παλαιοί τέτοια έννοια έδιναν στο ρήμα ράπτω. Αν πάρουμε αυτή την ερμηνεία δεν υπάρχει δυσκολία να καταλάβουμε τί σήμαινε η λέξη ραψωδός 84. Σήμαινε αρχικά εκείνον που μετέγραφε από τα ιερά χρονικά τις παλιές ωδές (παλιούς ύμνους, παλαιές ιστορίες κλπ.). Εκείνον που δεν ήταν εμπνευσμένος απ' τις Μούσες. Εκείνον που έφτιαχνε ύμνους χωρίς να έχη θεϊκή έμπνευση. Άρα οι τέτοιοι αοιδοί ήταν παραβάτες της ιερατικής παράδοσης. Ήταν κατασκευαστέςωδών που δεν είχαν καμμιά σχέση με τα ιερά βιβλία, ήταν ιερόσυλοι.
Γι' αυτό και οι ραψωδοί στην πρώτη εμφάνιση τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι ξεπεσμένοι αοιδοί. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνούμε και κάτι άλλο. Οι αοιδοί έπαυσαν να υπάρχουν ως επαγγελματίες ιερείς από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι ραψωδοί (ομηρίδαι). Αυτό σημαίνει πως το ιερατείο έχασε την προνομιούχα θέση του και πως δεν λογαριάζονταν πια. Αοιδοί που να ψάλλουν “κλέη ἀνδρῶν καὶ ἡρώων” δεν υπήρχαν. Το έργο αυτό ήταν πια ειδική απασχόληση των ραψωδών 85. Εξ άλλου μιά που καθιερώθηκε η νέα γραφή, οι αοιδοί ήταν πια άχρηστοι. Κι' ακόμα αφού η κοινωνική διαφοροποίηση και τα πολιτικά γεγονότα που μεσολάβησαν στις ελληνικές πολιτείες από τον Η' αιώνα και δώθε έδωκαν δύναμη και αξία στο δήμο, τα “κλέη ανδρών και ηρώων” δεν υπήρχε πια λόγος να τα ψάλλουν οι αοιδοί στις ιεροτελεστίες, στα δώματα των αρχηγών. Έπρεπε να τα τραγουδούν στις μεγάλες γιορτές και τελετές όπου ήταν θεατής όλος ο λαός.
Το ότι ο ρόλος των ραψωδών ως τον ΣΤ' τουλάχιστο αιώνα ήταν τέτοιος που σημειώσαμε παραπάνω, βγαίνει και από κάποια άλλη αρχαία μαρτυρία. Λένε μερικές αρχαίες πηγές πως ο Σόλων έβαλε ειδικό νόμο και καθώρισε πότε πρέπει να απαγγέλλουνται από τους ραψωδούς τα έπη. Ο Διογένης ο Λαέρτιος (Α, 2, 57) μάλιστα μας πληροφορεί πως ο Σόλων “τά τε Ὁμήρου ἐξ ὑποβολῆς γέγραφε ραψῳδεῖσθαι, οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν ἐντεῦθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον”. Η μαρτυρία αυτή, όπως είναι γνωστό, έβαλε σε μεγάλο μπελά τους φιλολόγους Τι θέλει να πη η φράση ἐξ ὑποβολῆς; Πολλοί (Χέρμανν κ. ά.) παραδέχονται πως η φράση αυτή έχει την έννοια πως τα ομηρικά κείμενα πρέπει να απαγγέλλουνται (από τους ραψωδούς) βάσει γραπτού κειμένου, άλλοι (Μπέκ κλπ.) υποστηρίζουν πως το ἐξ ὑποβολῆς σημαίνει κατ' αλληλουχία ν' απαγγέλλουνται οι ραψωδίες, θαρρώ πως η γνώμη του Χέρμανν είναι η πιο σωστή, με τη διαφορά πως το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαρισθή ακόμα καλύτερα. Ο Σόλων δεν ήταν επαναστάτης και νεωτεριστής, όπως λένε μερικοί ιστορικοί. Ήταν συμβιβαστής. Ήθελε να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες και ήταν μάλλον συντηρητικός. Επειδή λοιπόν το ιερατείο της Αττικής 86 στα χρόνια του είχεν ακόμα κάποιο κύρος, έβαλε λογοκρισία, όπως θα λέγαμε σήμερα, στα λεγόμενα των ραψωδών. Ωδές που ήταν “μεταγραμμένες” από τα παλαιά-ιερά αρχεία και που σε ωρισμένα σημεία τους απ' αυτό το περιεχόμενο τους, έδιναν όπλα στο δήμο για να δείχνη απειθαρχία στα κελεύσματα των αρχόντων και των ιερέων της Ελευσίνας δεν έπρεπε να απαγγέλλουνται 87. Γι' αυτό θέσπισε νόμο οι ομηρικές ωδές “ἐξ ὑποβολῆς ραψῳδεῖσθαι” δηλαδή να απαγγέλλουνται αφού λογοκρίνονται πρώτα, όπως θα λέγαμε σήμερα 88.
* * *
Με τον καιρό, όταν πια μερικές από τις ελληνικές πολιτείες έφτιαξαν αξιόλογο ναυτικό και το Αιγαίο και τα παράλια της Μικρασίας είχαν σχεδόν ελληνοποιηθή, τα ομηρικά έπη άρχισαν να παίρνουν πολιτικό χαρακτήρα. Από τη μιά μεριά χρειάζονταν παραδόσεις που να δικαιολογούν και να προπαγανδίζουν την εξοπλιστική πολιτική των Ιώνων 89 στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, και από την άλλη οι λαϊκές μάζες, που έγιναν στο αναμεταξύ η κυρίαρχη δύναμη στις περισσότερες ελληνικές πολιτείες, είχαν ανάγκη από μιά ιδεολογία στην οποία έπρεπε να στηριχθούν για να οργανώσουν το νέο κράτος του δήμου. Από τις δυό αυτές βασικές αιτίες άρχισεν η “παραποίηση” των ομηρικών επών. Ενώ δηλαδή στην αρχή-αρχή, τα ομηρικά έπη ήταν άλλα μεν αυτοτελείς ύμνοι και ιστορίες γύρω στον Τρωικό “πόλεμο”, άλλα δε περιγραφή των μεσογειακών παραλίων και συγκοινωνιακών κέντρων, σιγά-σιγά με τις προσθήκες κι' αλλαγές πήραν τη μορφή δυό μεγάλων τραγουδιών 90. Φαίνεται όμως πως η μεγαλύτερη συμπληρωματική και διορθωτική εργασία έγινε στας Αθήνας. Πρώτα στον καιρό του Σόλωνα και σύστημα· τικώτερα πιο υστέρα στα χρόνια των Πεισιστρατιδών. Ο Σόλων θέλοντας να δικαιολόγηση την κατοχή της Σαλαμίνας από τους Αθηναίους προσπάθησε να βρή “ιστορικά” επιχειρήματα, για να μεταχειρισθούμε έκφραση διπλωματική του καιρού μας, (βλ. Πλουτάρχ. Σόλων 10). Έτσι η αρχή έγινε.
Η διασκευή και συναρμολόγηση των ομηρικών κειμένων στα χρόνια του Πεισιστράτου.
Ίσως πριν από το Σόλωνα να είχαν κάμει το ίδιο οι πολιτείες εκείνες που προηγήθηκαν στην εμπορική και ναυτική τους ανάπτυξη 91. Η μεγάλη όμως “συμπληρωματική” και “κωδικοποιητική” εργασία έγινε στα χρόνια του Πεισιστράτου. Όταν ο τύραννος αυτός κατέλαβε την εξουσία αφού πρώτα τσάκισε κάθε αντίδραση και υπονομευτική ενέργεια των ευγενών και μεγαλοκτηματιών της Αττικής, άρχισε να βάζη τις βάσεις του εκπολιτιστικού του έργου. Παράλληλα όμως εγκαινίασε και την πολιτική που υστέρα από έναν αιώνα έφερε τους καρπούς της και έδωσε την θαλασσοκρατορία στους Αθηναίους. Ο δικτάτωρ που στηρίχτηκε κυρίως στους αγρότες της Αττικής, κατάλαβε πως οι Αθηναίοι πρέπει να κατέχουν διάφορα σημαντικά πόστα στο Αιγαίο και για να τοποθετούν τα προϊόντα τους και για να φέρνουν σιτάρι από τον Πόντο. Η εποχή του Πεισιστράτου ήταν μιά εποχή μεταβατική μεν αλλά δημιουργική. Στα χρόνια αυτά έγιναν μεγάλες εσωτερικές ζυμώσεις και μιά πολύ σημαντική εκπολιτιστική δράση. Ήταν η εποχή που στην Αττική είχαν συντελεστή μεγάλες μεταβολές κοινωνικές και πολιτικές και η Αθηναϊκή Πολιτεία ετοιμάζονταν για την εξόρμηση της στο Αιγαίο. Επειδή δε από τον καιρό ακόμα του Σόλωνα είχε καλλιεργηθή η ιδέα πως η Αττική ήταν η μητρόπολις των Ιώνων και στα ομηρικά έπη όχι μόνον δεν γίνονταν λόγος για τους Ίωνες μα υπήρχαν μόνο περιγραφές για τους Αχαιούς και εξυμνούντανε η Θεσσαλία και το Άργος, ο Πεισίστρατος βάλθηκε να δημιουργήση νέες ιστορικές παραδόσεις και παράλληλα να σπάση την παλιά ιερατική παράδοση, γιατί του στέκονταν εμπόδιο στην παραπέρα δράση και εκπολιτιστική του εξόρμηση. Γι' αυτό έπρεπε να ρίξη νέα συνθήματα, να διαπαιδαγώγηση το λαό με νέες αρχές και ιδέες και να του δώση νέα ιδανικά. Στην προσπάθεια του αυτή τα ομηρικά έπη του ήσαν πολύ χρήσιμα. Έπρεπε όμως πρώτα να εκλαϊκευθούν και να διασκευασθούν, γιατί περιγράφανε αιολικό βίο και ιστορούσανε την αχαϊκή παράδοση. Και έπρεπε ακόμα ν' αλλάξη και η γλωσσική τους φόρμα, γιατί ήταν γραμμένα σε αιολικό ιδίωμα. Εδώ παρουσιάστηκε κάποια δυσκολία. Η διασκευή και η αναπροσαρμογή έπρεπε να γίνη κατά τέτοιον τρόπον που να μην αλλάζη ο βασικός πυρήνας των έπων. Και πρώτα απ' όλα χρειάζονταν να δημιουργήση επιτελείο από μερικούς διανοουμένους που να προέρχωνται από την ιερατική τάξη, επειδή μόνο αυτοί ήξεραν καλά τις παλιές παραδόσεις. Κι' επειδή είχε θέληση και ήταν αποφασιστικός κυβερνήτης, βρήκε τους ανθρώπους που του χρειάζονταν γι' αυτή τη δουλειά.
Φαίνεται πως επί κεφαλής της εργασίας αυτής ο Πεισίστρατος έβαλε τον Ονομάκριτο 92 που ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, Ίσως και τα παιδιά του Πεισιστράτου να συνέχισαν την “κωδικοποιητική” αυτή εργασία 93 μα το κυριώτερο μέρος συντελέσθηκε το δίχως άλλο στα χρόνια που κυβέρνησε το κράτος της Αττικής ο Πεισίστρατος, γι' αυτό και η παράδοση έλεγε:
“Τρίς με τυραννήσαντα ἐξεδίωξεν
δῆμος Ἀθηναίων καὶ τρὶς ἐπηγάγετο,
τὸν μέγαν ἐν βουλῇ Πεισίστρατον, ὃς τὸν Ὅμηρον
ἤροισε, σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενον
ἡμέτερος γὰρ κεῖνος ὁ χρύσεος ἦν πολιήτης
εἴπερ Ἀθηναῖοι Σμύρναν ἀπῳκίσαμεν”.
(Παλ. Ανθολ. XI, 442) Η “διορθωτική” εργασία 94 που έγινε πάνω στα ομηρικά έπη δεν άλλαξε όπως είπαμε, τον ιστορικό πυρήνα των επών. Εκείνο που έκαμαν ο Ονομάκριτος και οι συνεργάτες του ήταν να δώσουν ιωνικό χρώμα, όπως θα λέγαμε σήμερα, στην ομηρική ποίηση. Επειδή δηλαδή δεν μπορούσαν ν' αλλάξουν τα ονόματα και τις πολιτείες που αναφέρονται στα ομηρικά κείμενα τα διασκεύασαν έτσι ώστε να περιγράφουν και υμνούν ήθη και έθιμα ιωνικά. Έτσι έσβησε η ιστορία των Αιολέων και Αχαιών, και εμφανίσθηκε ο Όμηρος να είναι από ιωνική γενιά. Μιά δε που η Αττική θεωρούντανε σαν η πιο παλιά ιωνική χώρα, η Αθηναϊκή Πολιτεία ιδιοποιήθηκε τα “κλέα” των ηρώων της “Ιλιάδας” και “Οδύσσειας”. Οι διασκευαστές όμως έκαμαν και ωρισμένες άλλες αλλαγές που είχαν πολιτικό περιεχόμενο. Επειδή όπως περιγράφονταν στην “Ιλιάδα” και “Οδύσσεια” η κοινωνική και πολιτική διαρρύθμιση του Γένους έδιναν την εντύπωση μιας απόλυτης λαοκρατίας, πράγμα που έρχονταν σε αντίθεση με τους τότε πολιτικούς θεσμούς, έπρεπε να γίνουν ωρισμένες αλλαγές ή μάλλον προσθήκες που να διορθώνουν σε πολλά μέρη τις παλιές παραδόσεις 2.
Παρ' όλες όμως τις προσπάθειες του Πεισιστράτου και των διαδόχων του για να κάμουν τα ομηρικά έπη την εθνική βίβλο των ιώνων, η “Ιλιάς” και η “Οδύσσεια” άσκησαν μεγάλη επιρροή και στις έξω από την Αττική χώρες, και έγιναν σ' όλη σχεδόν την Ελλάδα το θησαυροφυλάκιο των ελληνικών παραδόσεων. Η “Ιλιάδα” και “Οδύσσεια” μαζί με τη “Θεογονία” του Ησιόδου έγιναν η ιερά βίβλος των Ελλήνων 96.
Είν' αλήθεια πως στην αρχή παρουσιάσθηκε κάποτε αντίδραση. Επειδή λ χ. γίνεται ολοένα λόγος για το Άργος και τους Αργίτες, ο Κλεισθένης ο τύραννος της Σικυώνας, απαγόρευσε ν' απαγγέλλουνται τα ομηρικά έπη στους εκεί αγώνες. Τον καιρό εκείνο οι δυό πολιτείες, Άργος και Σικυών, δεν τα επήγαιναν καλά και γι' αυτό ο Κλεισθένης απαγόρευσε την απαγγελία των Ομηρικών επών στη χώρα του (βλ. Ηροδ. V, 67). Μα στα κατόπιν χρόνια τα πράγματα άλλαξαν πολύ και η “Ιλιάς” και η “Οδύσσεια” ήταν για τους περισσοτέρους Έλληνες το “ευαγγέλιό” τους, όπως θα λέγαμε σήμερα. Μόνο στις δωρικές χώρες ρες παρουσιάστηκε επίμονη η αντίδραση. Σ' αυτές, και μάλιστα στη Σπάρτη, άργησαν πολύ να εισαχθούν. Υπάρχει μιά μαρτυρία που λέει πως πολύ αργά οι Δωριείς δέχθηκαν στις χώρες τους τα ομηρικά έπη.
“Ὀψὲ μὲν γὰρ ἡ Σπάρτη ραψωδεῖ, ὀψὲ δὲ καὶ ἡ Κρήτη ὀψὲ δὲ καὶ τὸ Δωρικὸν ἐν Λιβύῃ γένος”. (Μάξιμος Τύριος, ΧΧΙΙΙ, 5)
Μιά άλλη πάλι παράδοση λέει πως για τους Σπαρτιάτες το ὁμηρίδδειν σήμαινε την ψευτιά. Όπως είναι μαρτυρημένο, η “Ιλιάς” και η “Οδύσσεια” δεν είχαν για το λαό που ζούσε στην κοιλάδα του Ευρώτα την σημασία που είχαν για τους άλλους Έλληνες.Κι' αυτό γιατί τα ομηρικά έπη, όπως είπαμε, υμνούν και περιγράφουν ιωνικά ήθη και έθιμα. Ύστερα παντού αναφέρουν το Άργος σαν την πρώτη πόλη της Πελοποννήσου, ενώ το Μενέλαο τον παρουσιάζουν για αρχηγό που δεν έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον Τρωικό “πόλεμο”. Ο Αγαμέμνων, ο βασιλιάς του Άργους, ήταν ο πιο μεγάλος βασιλιάς και ο Μενέλαος υποτακτικός του. Η Σπάρτη που ποτέ δεν τα είχε καλά με το Άργος δεν μπορούσε να χωνέψη την παράδοση αυτή. Μαζί με τις αιτίες αυτές και μιαν άλλη θα συνετέλεσε κατά τη γνώμη μου για να μην έχουν πέραση στη Σπάρτη τα ομηρικά έπη. Σ' αυτά, όπως ξέρομε, εγκωμιάζεται και περιγράφεται η πολιτικοκοινωνική οργάνωση του Γένους που έχει λαϊκό χαρακτήρα. Οι ιδέες όμως αυτές ήταν ασυμβίβαστες με το πολίτευμα της Σπάρτης. Πιο υστέρα, στα χρόνια του Άγι, Κλεομένη και Νάβι, άλλαξαν τα πράγματα και στη Σπάρτη. Τότε ίσως ο Όμηρος να έγινε κ' εκεί ο “εθνικός” ποιητής. Γι' αυτό τα όσα γράφει ο Πλούταρχος (βίος Λυκούργου 4) πως τάχα ο Λυκούργος είναι: ο πρώτος συλλέκτης των ομηρικών επών, θαρρώ πως είναι παράδοση πολύ υστερόχρονη. Οι Σπαρτιάτες, απ' τα χρόνια του Άγι κι' ύστερα, για να δικαιολογήσουν και στηρίξουν τις νέες ιδέες τους έπρεπε να παρουσιάσουν το μυθικό Λυκούργο σαν τον πρώτο θαυμαστή του Ομήρου. Στα νέα πολιτικά ιδανικά τους έπρεπε να βρουν ιστορικές κυρώσεις, κι' αυτές τις αναζήτησαν στα ομηρικά έπη.
Εδώ τελειώνει η μελέτη μας. Άλλο τίποτα δεν έχομε να προσθέσουμε. Προσπαθήσαμε να δώσουμε όσο το δυνατό αναλυτική την ιστορία του ομηρικού ζητήματος και παράλληλα να δώσουμε νέες απόψεις και νέες ερμηνείες. Είδαμε την ιστορία του Ομήρου και των ομηρικών επών από μιαν άλλη σκοπιά. Αυτό είναι το νέο που προσθέταμε στην τόσο πλούσια βιβλιογραφία του ομηρικού ζητήματος.
ΓΙΑΝΗΣ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ
[<< Μέρος 4] [Άρθρα-Μελέτες]
https://www.agniyogahellas.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CF%89%CE%BD/
https://poimin.gr/category/kirigmata/kiriaki-pro-tis-ipsoseos/
Ο Πλάτων επικρίνει τον Όµηρο. Και σα να µη φτάνουν οι τέτοιοι του χαρακτηρισµοί, λέει ακόµα πως ο Όµηρος και ο Ησίοδος γύριζαν σαν αλήτες από χώρες σε χωριά απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, δεν µπόρεσαν δε πουθενά ούτε την αρετή να διδάξουν κι' ούτε να αποκτήσουν πιστούς φίλους και υποστηρικτές. Κι' αυτός ο φίλος του Οµήρου, ο Κρεώφυλος. φέρθη πολύ πρόστυχα στον ποιητή. Τέτοια ήταν η επίδραση του Οµήρου! Ποιητής χωρίς φίλους, χωρίς κύρος, χωρίς οπαδούς! Γι' αυτό µιά που δεν ήταν σπουδαία προσωπικότητα, ούτε ωφέλησε καµµιά πόλη µε τα έπη του, ούτε πέρασε για σπουδαίος νοµοθέτης, διδάσκαλος ή σοφός, και ούτε καµµιά πολιτεία τόνε µνηµονεύει για δικό της αρχηγό 78. Αν δεν κάνω λάθος, τα όσα λέει εδώ ο Πλάτων όχι µόνο έχουν άµεση σχέση µε την καταφορά της αριστοκρατικής παράταξης εναντίον του Οµήρου -και το γιατί το είπαµε παραπάνω—µα και µας κατατοπίζουν στο ζήτηµα: γιατί ήταν στην αρχαιότητα άγνωστη ή πατρίδα του. Μιά που ο ποιητής έγινε ο στόχος του κατατρεγµού των αριστοκρατικών «γύριζε σαν αλήτης από χώρες σε χωριά». Κι' όχι µοναχά ξεχάστηκε το παλιό πατρογονικό του όνοµα, αφού επικράτησε το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι ευγενείς, µα και καµµιά πολιτεία της Μικρασίας δεν παραδέχονταν πως ο ποιητής ήταν δικός της, ή πως την ωφέλησε µε τα ποιήµατα του και καµµιά δεν το θεωρούσε τιµή της να παραδεχθή πως γεννήθηκε στον τόπο της. Ήταν λοιπόν αποδιοποµπαίος τράγος 79. Η τέτοια όµως καταδροµή βάσταξε εκατό, ίσως και παραπάνω χρόνια. Γι' αυτό καµµιά ελληνική µικρασιατική πολιτεία δεν δέχονταν τον Όµηρο για πολίτη της. Πιο υστέρα από το τέλος του Ζ' αιώνα τα πράγµατα άρχιζαν ν' αλλάζουν. Στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας έγιναν επαναστάσεις και πολιτειακές µεταβολές. Οι αριστοκρατικοί ήταν στα χρόνια αυτά από κάτω. Πιέζονταν, εξορίζονταν, σφάζονταν. Στην περίοδο λοιπόν αυτή η κάθε χώρα από όπου πέρασεν ο Όµηρος κολακεύονταν να πιστεύη πως ο ποιητής ήταν γέννηµα και θρέµµα δικό της. Έτσι δηµιουργήθηκεν ολόκληρος θρύλος και εφτά πολιτείες τσακώνονταν για την πατρίδα του Οµήρου, γιατί η κάθε µία από τις εφτά ισχυρίζονταν πως ο ποιητής γεννήθηκε στον τόπο της.
Πολιτεία 595b-c, 599a-e, 600a-c.
[595a] καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα περὶ αὐτῆς ἐννοῶ, ὡς παντὸς ἄρα μᾶλλον ὀρθῶς ᾠκίζομεν τὴν πόλιν, οὐχ ἥκιστα δὲ ἐνθυμηθεὶς περὶ ποιήσεως λέγω.
τὸ ποῖον; ἔφη.
τὸ μηδαμῇ παραδέχεσθαι αὐτῆς ὅση μιμητική: παντὸς γὰρ μᾶλλον οὐ παραδεκτέα νῦν καὶ ἐναργέστερον, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, φαίνεται, ἐπειδὴ χωρὶς ἕκαστα διῄρηται τὰ τῆς ψυχῆς [595b] εἴδη.
πῶς λέγεις;
ὡς μὲν πρὸς ὑμᾶς εἰρῆσθαι-οὐ γάρ μου κατερεῖτε πρὸς τοὺς τῆς τραγῳδίας ποιητὰς καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας τοὺς μιμητικούς-λώβη ἔοικεν εἶναι πάντα τὰ τοιαῦτα τῆς τῶν ἀκουόντων διανοίας, ὅσοι μὴ ἔχουσι φάρμακον τὸ εἰδέναι αὐτὰ οἷα τυγχάνει ὄντα.
πῇ δή, ἔφη, διανοούμενος λέγεις;
ῥητέον, ἦν δ᾽ ἐγώ: καίτοι φιλία γέ τίς με καὶ αἰδὼς ἐκ παιδὸς ἔχουσα περὶ Ὁμήρου ἀποκωλύει λέγειν. ἔοικε μὲν [595c] γὰρ τῶν καλῶν ἁπάντων τούτων τῶν τραγικῶν πρῶτος διδάσκαλός τε καὶ ἡγεμὼν γενέσθαι. ἀλλ᾽ οὐ γὰρ πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέος ἀνήρ, ἀλλ᾽, ὃ λέγω, ῥητέον.
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
ἄκουε δή, μᾶλλον δὲ ἀποκρίνου.
Ἐρώτα.
μίμησιν ὅλως ἔχοις ἄν μοι εἰπεῖν ὅτι ποτ᾽ ἐστίν; οὐδὲ γάρ τοι αὐτὸς πάνυ τι συννοῶ τί βούλεται εἶναι.
ἦ που ἄρ᾽, ἔφη, ἐγὼ συννοήσω.
οὐδέν γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἄτοπον, ἐπεὶ πολλά τοι ὀξύτερον [596a] βλεπόντων ἀμβλύτερον ὁρῶντες πρότεροι εἶδον.
ἔστιν, ἔφη, οὕτως: ἀλλὰ σοῦ παρόντος οὐδ᾽ ἂν προθυμηθῆναι οἷός τε εἴην εἰπεῖν, εἴ τί μοι καταφαίνεται, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὅρα.
βούλει οὖν ἐνθένδε ἀρξώμεθα ἐπισκοποῦντες, ἐκ τῆς εἰωθυίας μεθόδου; εἶδος γάρ πού τι ἓν ἕκαστον εἰώθαμεν τίθεσθαι περὶ ἕκαστα τὰ πολλά, οἷς ταὐτὸν ὄνομα ἐπιφέρομεν. ἢ οὐ μανθάνεις;
μανθάνω.
θῶμεν δὴ καὶ νῦν ὅτι βούλει τῶν πολλῶν. οἷον, εἰ [596b] 'θέλεις, πολλαί πού εἰσι κλῖναι καὶ τράπεζαι.
πῶς δ᾽ οὔ;
ἀλλὰ ἰδέαι γέ που περὶ ταῦτα τὰ σκεύη δύο, μία μὲν κλίνης, μία δὲ τραπέζης.
ναί.
οὐκοῦν καὶ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι ὁ δημιουργὸς ἑκατέρου τοῦ σκεύους πρὸς τὴν ἰδέαν βλέπων οὕτω ποιεῖ ὁ μὲν τὰς κλίνας, ὁ δὲ τὰς τραπέζας, αἷς ἡμεῖς χρώμεθα, καὶ τἆλλα κατὰ ταὐτά; οὐ γάρ που τήν γε ἰδέαν αὐτὴν δημιουργεῖ οὐδεὶς τῶν δημιουργῶν: πῶς γάρ;
οὐδαμῶς.
ἀλλ᾽ ὅρα δὴ καὶ τόνδε τίνα καλεῖς τὸν δημιουργόν. [596c]
τὸν ποῖον;
ὃς πάντα ποιεῖ, ὅσαπερ εἷς ἕκαστος τῶν χειροτεχνῶν.
δεινόν τινα λέγεις καὶ θαυμαστὸν ἄνδρα.
οὔπω γε, ἀλλὰ τάχα μᾶλλον φήσεις. ὁ αὐτὸς γὰρ οὗτος χειροτέχνης οὐ μόνον πάντα οἷός τε σκεύη ποιῆσαι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα ἅπαντα ποιεῖ καὶ ζῷα πάντα ἐργάζεται, τά τε ἄλλα καὶ ἑαυτόν, καὶ πρὸς τούτοις γῆν καὶ οὐρανὸν καὶ θεοὺς καὶ πάντα τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν Ἅιδου ὑπὸ γῆς ἅπαντα ἐργάζεται. [596d] πάνυ θαυμαστόν, ἔφη, λέγεις σοφιστήν.
ἀπιστεῖς; ἦν δ᾽ ἐγώ. καί μοι εἰπέ, τὸ παράπαν οὐκ ἄν σοι δοκεῖ εἶναι τοιοῦτος δημιουργός, ἢ τινὶ μὲν τρόπῳ γενέσθαι ἂν τούτων ἁπάντων ποιητής, τινὶ δὲ οὐκ ἄν; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὅτι κἂν αὐτὸς οἷός τ᾽ εἴης πάντα ταῦτα ποιῆσαι τρόπῳ γέ τινι;
καὶ τίς, ἔφη, ὁ τρόπος οὗτος;
οὐ χαλεπός, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλὰ πολλαχῇ καὶ ταχὺ δημιουργούμενος, τάχιστα δέ που, εἰ 'θέλεις λαβὼν κάτοπτρον [596e] περιφέρειν πανταχῇ: ταχὺ μὲν ἥλιον ποιήσεις καὶ τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ, ταχὺ δὲ γῆν, ταχὺ δὲ σαυτόν τε καὶ τἆλλα ζῷα καὶ σκεύη καὶ φυτὰ καὶ πάντα ὅσα νυνδὴ ἐλέγετο.
ναί, ἔφη, φαινόμενα, οὐ μέντοι ὄντα γέ που τῇ ἀληθείᾳ.
καλῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ εἰς δέον ἔρχῃ τῷ λόγῳ. τῶν τοιούτων γὰρ οἶμαι δημιουργῶν καὶ ὁ ζωγράφος ἐστίν. ἦ γάρ;
πῶς γὰρ οὔ;
ἀλλὰ φήσεις οὐκ ἀληθῆ οἶμαι αὐτὸν ποιεῖν ἃ ποιεῖ. καίτοι τρόπῳ γέ τινι καὶ ὁ ζωγράφος κλίνην ποιεῖ: ἢ οὔ;
ναί, ἔφη, φαινομένην γε καὶ οὗτος. [597a]
τί δὲ ὁ κλινοποιός; οὐκ ἄρτι μέντοι ἔλεγες ὅτι οὐ τὸ εἶδος ποιεῖ, ὃ δή φαμεν εἶναι ὃ ἔστι κλίνη, ἀλλὰ κλίνην τινά;
ἔλεγον γάρ.
οὐκοῦν εἰ μὴ ὃ ἔστιν ποιεῖ, οὐκ ἂν τὸ ὂν ποιοῖ, ἀλλά τι τοιοῦτον οἷον τὸ ὄν, ὂν δὲ οὔ: τελέως δὲ εἶναι ὂν τὸ τοῦ κλινουργοῦ ἔργον ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου εἴ τις φαίη, κινδυνεύει οὐκ ἂν ἀληθῆ λέγειν;
οὔκουν, ἔφη, ὥς γ᾽ ἂν δόξειεν τοῖς περὶ τοὺς τοιούσδε λόγους διατρίβουσιν.
μηδὲν ἄρα θαυμάζωμεν εἰ καὶ τοῦτο ἀμυδρόν τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν. [597b]
μὴ γάρ.
βούλει οὖν, ἔφην, ἐπ᾽ αὐτῶν τούτων ζητήσωμεν τὸν μιμητὴν τοῦτον, τίς ποτ᾽ ἐστίν;
εἰ βούλει, ἔφη.
οὐκοῦν τριτταί τινες κλῖναι αὗται γίγνονται: μία μὲν ἡ ἐν τῇ φύσει οὖσα, ἣν φαῖμεν ἄν, ὡς ἐγᾦμαι, θεὸν ἐργάσασθαι. ἢ τίν᾽ ἄλλον;
οὐδένα, οἶμαι.
μία δέ γε ἣν ὁ τέκτων.
ναί, ἔφη.
μία δὲ ἣν ὁ ζωγράφος. ἦ γάρ;
ἔστω.
ζωγράφος δή, κλινοποιός, θεός, τρεῖς οὗτοι ἐπιστάται τρισὶν εἴδεσι κλινῶν.
ναὶ τρεῖς. [597c]
ὁ μὲν δὴ θεός, εἴτε οὐκ ἐβούλετο, εἴτε τις ἀνάγκη ἐπῆν μὴ πλέον ἢ μίαν ἐν τῇ φύσει ἀπεργάσασθαι αὐτὸν κλίνην, οὕτως ἐποίησεν μίαν μόνον αὐτὴν ἐκείνην ὃ ἔστιν κλίνη: δύο δὲ τοιαῦται ἢ πλείους οὔτε ἐφυτεύθησαν ὑπὸ τοῦ θεοῦ οὔτε μὴ φυῶσιν.
πῶς δή; ἔφη.
ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ δύο μόνας ποιήσειεν, πάλιν ἂν μία ἀναφανείη ἧς ἐκεῖναι ἂν αὖ ἀμφότεραι τὸ εἶδος ἔχοιεν, καὶ εἴη ἂν ὃ ἔστιν κλίνη ἐκείνη ἀλλ᾽ οὐχ αἱ δύο.
ὀρθῶς, ἔφη. [597d]
ταῦτα δὴ οἶμαι εἰδὼς ὁ θεός, βουλόμενος εἶναι ὄντως κλίνης ποιητὴς ὄντως οὔσης, ἀλλὰ μὴ κλίνης τινὸς μηδὲ κλινοποιός τις, μίαν φύσει αὐτὴν ἔφυσεν.
ἔοικεν.
βούλει οὖν τοῦτον μὲν φυτουργὸν τούτου προσαγορεύωμεν, ἤ τι τοιοῦτον;
δίκαιον γοῦν, ἔφη, ἐπειδήπερ φύσει γε καὶ τοῦτο καὶ τἆλλα πάντα πεποίηκεν.
τί δὲ τὸν τέκτονα; ἆρ᾽ οὐ δημιουργὸν κλίνης;
ναί.
ἦ καὶ τὸν ζωγράφον δημιουργὸν καὶ ποιητὴν τοῦ τοιούτου;
οὐδαμῶς.
ἀλλὰ τί αὐτὸν κλίνης φήσεις εἶναι; [597e]
τοῦτο, ἦ δ᾽ ὅς, ἔμοιγε δοκεῖ μετριώτατ᾽ ἂν προσαγορεύεσθαι, μιμητὴς οὗ ἐκεῖνοι δημιουργοί.
εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ: τὸν τοῦ τρίτου ἄρα γεννήματος ἀπὸ τῆς φύσεως μιμητὴν καλεῖς;
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
τοῦτ᾽ ἄρα ἔσται καὶ ὁ τραγῳδοποιός, εἴπερ μιμητής ἐστι, τρίτος τις ἀπὸ βασιλέως καὶ τῆς ἀληθείας πεφυκώς, καὶ πάντες οἱ ἄλλοι μιμηταί.
κινδυνεύει.
τὸν μὲν δὴ μιμητὴν ὡμολογήκαμεν. εἰπὲ δέ μοι περὶ [598a] τοῦ ζωγράφου τόδε: πότερα ἐκεῖνο αὐτὸ τὸ ἐν τῇ φύσει ἕκαστον δοκεῖ σοι ἐπιχειρεῖν μιμεῖσθαι ἢ τὰ τῶν δημιουργῶν ἔργα;
τὰ τῶν δημιουργῶν, ἔφη.
ἆρα οἷα ἔστιν ἢ οἷα φαίνεται; τοῦτο γὰρ ἔτι διόρισον.
πῶς λέγεις; ἔφη.
ὧδε: κλίνη, ἐάντε ἐκ πλαγίου αὐτὴν θεᾷ ἐάντε καταντικρὺ ἢ ὁπῃοῦν, μή τι διαφέρει αὐτὴ ἑαυτῆς, ἢ διαφέρει μὲν οὐδέν, φαίνεται δὲ ἀλλοία; καὶ τἆλλα ὡσαύτως;
οὕτως, ἔφη: φαίνεται, διαφέρει δ᾽ οὐδέν. [598b]
τοῦτο δὴ αὐτὸ σκόπει: πρὸς πότερον ἡ γραφικὴ πεποίηται περὶ ἕκαστον; πότερα πρὸς τὸ ὄν, ὡς ἔχει, μιμήσασθαι, ἢ πρὸς τὸ φαινόμενον, ὡς φαίνεται, φαντάσματος ἢ ἀληθείας οὖσα μίμησις;
φαντάσματος, ἔφη.
πόρρω ἄρα που τοῦ ἀληθοῦς ἡ μιμητική ἐστιν καί, ὡς ἔοικεν, διὰ τοῦτο πάντα ἀπεργάζεται, ὅτι σμικρόν τι ἑκάστου ἐφάπτεται, καὶ τοῦτο εἴδωλον. οἷον ὁ ζωγράφος, φαμέν, ζωγραφήσει ἡμῖν σκυτοτόμον, τέκτονα, τοὺς ἄλλους δημιουργούς, [598c] περὶ οὐδενὸς τούτων ἐπαΐων τῶν τεχνῶν: ἀλλ᾽ ὅμως παῖδάς γε καὶ ἄφρονας ἀνθρώπους, εἰ ἀγαθὸς εἴη ζωγράφος, γράψας ἂν τέκτονα καὶ πόρρωθεν ἐπιδεικνὺς ἐξαπατῷ ἂν τῷ δοκεῖν ὡς ἀληθῶς τέκτονα εἶναι.
τί δ᾽ οὔ;
ἀλλὰ γὰρ οἶμαι ὦ φίλε, τόδε δεῖ περὶ πάντων τῶν τοιούτων διανοεῖσθαι: ἐπειδάν τις ἡμῖν ἀπαγγέλλῃ περί του, ὡς ἐνέτυχεν ἀνθρώπῳ πάσας ἐπισταμένῳ τὰς δημιουργίας καὶ τἆλλα πάντα ὅσα εἷς ἕκαστος οἶδεν, οὐδὲν ὅτι οὐχὶ [598d] ἀκριβέστερον ὁτουοῦν ἐπισταμένῳ, ὑπολαμβάνειν δεῖ τῷ τοιούτῳ ὅτι εὐήθης τις ἄνθρωπος, καί, ὡς ἔοικεν, ἐντυχὼν γόητί τινι καὶ μιμητῇ ἐξηπατήθη, ὥστε ἔδοξεν αὐτῷ πάσσοφος εἶναι, διὰ τὸ αὐτὸς μὴ οἷός τ᾽ εἶναι ἐπιστήμην καὶ ἀνεπιστημοσύνην καὶ μίμησιν ἐξετάσαι.
ἀληθέστατα, ἔφη.
οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μετὰ τοῦτο ἐπισκεπτέον τήν τε τραγῳδίαν καὶ τὸν ἡγεμόνα αὐτῆς Ὅμηρον, ἐπειδή τινων [598e] ἀκούομεν ὅτι οὗτοι πάσας μὲν τέχνας ἐπίστανται, πάντα δὲ τὰ ἀνθρώπεια τὰ πρὸς ἀρετὴν καὶ κακίαν, καὶ τά γε θεῖα: ἀνάγκη γὰρ τὸν ἀγαθὸν ποιητήν, εἰ μέλλει περὶ ὧν ἂν ποιῇ καλῶς ποιήσειν, εἰδότα ἄρα ποιεῖν, ἢ μὴ οἷόν τε εἶναι ποιεῖν. δεῖ δὴ ἐπισκέψασθαι πότερον μιμηταῖς τούτοις οὗτοι ἐντυχόντες ἐξηπάτηνται καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν ὁρῶντες [599a] οὐκ αἰσθάνονται τριττὰ ἀπέχοντα τοῦ ὄντος καὶ ῥᾴδια ποιεῖν μὴ εἰδότι τὴν ἀλήθειαν-φαντάσματα γὰρ ἀλλ᾽ οὐκ ὄντα ποιοῦσιν-ἤ τι καὶ λέγουσιν καὶ τῷ ὄντι οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἴσασιν περὶ ὧν δοκοῦσιν τοῖς πολλοῖς εὖ λέγειν.
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ἐξεταστέον.
οἴει οὖν, εἴ τις ἀμφότερα δύναιτο ποιεῖν, τό τε μιμηθησόμενον καὶ τὸ εἴδωλον, ἐπὶ τῇ τῶν εἰδώλων δημιουργίᾳ ἑαυτὸν ἀφεῖναι ἂν σπουδάζειν καὶ τοῦτο προστήσασθαι τοῦ [599b] ἑαυτοῦ βίου ὡς βέλτιστον ἔχοντα;
οὐκ ἔγωγε.
ἀλλ᾽ εἴπερ γε οἶμαι ἐπιστήμων εἴη τῇ ἀληθείᾳ τούτων πέρι ἅπερ καὶ μιμεῖται, πολὺ πρότερον ἐν τοῖς ἔργοις ἂν σπουδάσειεν ἢ ἐπὶ τοῖς μιμήμασι, καὶ πειρῷτο ἂν πολλὰ καὶ καλὰ ἔργα ἑαυτοῦ καταλιπεῖν μνημεῖα, καὶ εἶναι προθυμοῖτ᾽ ἂν μᾶλλον ὁ ἐγκωμιαζόμενος ἢ ὁ ἐγκωμιάζων.
οἶμαι, ἔφη: οὐ γὰρ ἐξ ἴσου ἥ τε τιμὴ καὶ ἡ ὠφελία.
τῶν μὲν τοίνυν ἄλλων πέρι μὴ ἀπαιτῶμεν λόγον Ὅμηρον [599c] ἢ ἄλλον ὁντινοῦν τῶν ποιητῶν, ἐρωτῶντες εἰ ἰατρικὸς ἦν τις αὐτῶν ἀλλὰ μὴ μιμητὴς μόνον ἰατρικῶν λόγων, τίνας ὑγιεῖς ποιητής τις τῶν παλαιῶν ἢ τῶν νέων λέγεται πεποιηκέναι, ὥσπερ Ἀσκληπιός, ἢ τίνας μαθητὰς ἰατρικῆς κατελίπετο, ὥσπερ ἐκεῖνος τοὺς ἐκγόνους, μηδ᾽ αὖ περὶ τὰς ἄλλας τέχνας αὐτοὺς ἐρωτῶμεν, ἀλλ᾽ ἐῶμεν: περὶ δὲ ὧν μεγίστων τε καὶ καλλίστων ἐπιχειρεῖ λέγειν Ὅμηρος, πολέμων τε πέρι καὶ στρατηγιῶν καὶ διοικήσεων πόλεων, καὶ [599d] παιδείας πέρι ἀνθρώπου, δίκαιόν που ἐρωτᾶν αὐτὸν πυνθανομένους: ὦ φίλε Ὅμηρε, εἴπερ μὴ τρίτος ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἶ ἀρετῆς πέρι, εἰδώλου δημιουργός, ὃν δὴ μιμητὴν ὡρισάμεθα, ἀλλὰ καὶ δεύτερος, καὶ οἷός τε ἦσθα γιγνώσκειν ποῖα ἐπιτηδεύματα βελτίους ἢ χείρους ἀνθρώπους ποιεῖ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, λέγε ἡμῖν τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν, ὥσπερ διὰ Λυκοῦργον Λακεδαίμων καὶ δι᾽ ἄλλους πολλοὺς [599e] πολλαὶ μεγάλαι τε καὶ σμικραί; σὲ δὲ τίς αἰτιᾶται πόλις νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι καὶ σφᾶς ὠφεληκέναι; Χαρώνδαν μὲν γὰρ Ἰταλία καὶ Σικελία, καὶ ἡμεῖς Σόλωνα: σὲ δὲ τίς; ἕξει τινὰ εἰπεῖν;
οὐκ οἶμαι, ἔφη ὁ Γλαύκων: οὔκουν λέγεταί γε οὐδ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν Ὁμηριδῶν. [600a]
ἀλλὰ δή τις πόλεμος ἐπὶ Ὁμήρου ὑπ᾽ ἐκείνου ἄρχοντος ἢ συμβουλεύοντος εὖ πολεμηθεὶς μνημονεύεται;
οὐδείς.
ἀλλ᾽ οἷα δὴ εἰς τὰ ἔργα σοφοῦ ἀνδρὸς πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας ἤ τινας ἄλλας πράξεις λέγονται, ὥσπερ αὖ Θάλεώ τε πέρι τοῦ Μιλησίου καὶ Ἀναχάρσιος τοῦ Σκύθου;
οὐδαμῶς τοιοῦτον οὐδέν.
ἀλλὰ δὴ εἰ μὴ δημοσίᾳ, ἰδίᾳ τισὶν ἡγεμὼν παιδείας αὐτὸς ζῶν λέγεται Ὅμηρος γενέσθαι, οἳ ἐκεῖνον ἠγάπων ἐπὶ [600b] συνουσίᾳ καὶ τοῖς ὑστέροις ὁδόν τινα παρέδοσαν βίου Ὁμηρικήν, ὥσπερ Πυθαγόρας αὐτός τε διαφερόντως ἐπὶ τούτῳ ἠγαπήθη, καὶ οἱ ὕστεροι ἔτι καὶ νῦν Πυθαγόρειον τρόπον ἐπονομάζοντες τοῦ βίου διαφανεῖς πῃ δοκοῦσιν εἶναι ἐν τοῖς ἄλλοις;
οὐδ᾽ αὖ, ἔφη, τοιοῦτον οὐδὲν λέγεται. ὁ γὰρ Κρεώφυλος, ὦ Σώκρατες, ἴσως, ὁ τοῦ Ὁμήρου ἑταῖρος, τοῦ ὀνόματος ἂν γελοιότερος ἔτι πρὸς παιδείαν φανείη, εἰ τὰ λεγόμενα περὶ Ὁμήρου ἀληθῆ. λέγεται γὰρ ὡς πολλή τις ἀμέλεια περὶ [600c] αὐτὸν ἦν ἐπ᾽ αὐτοῦ ἐκείνου, ὅτε ἔζη.
λέγεται γὰρ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἀλλ᾽ οἴει, ὦ Γλαύκων, εἰ τῷ ὄντι οἷός τ᾽ ἦν παιδεύειν ἀνθρώπους καὶ βελτίους ἀπεργάζεσθαι Ὅμηρος, ἅτε περὶ τούτων οὐ μιμεῖσθαι ἀλλὰ γιγνώσκειν δυνάμενος, οὐκ ἄρ᾽ ἂν πολλοὺς ἑταίρους ἐποιήσατο καὶ ἐτιμᾶτο καὶ ἠγαπᾶτο ὑπ᾽ αὐτῶν, ἀλλὰ Πρωταγόρας μὲν ἄρα ὁ Ἀβδηρίτης καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος καὶ ἄλλοι πάμπολλοι δύνανται τοῖς ἐφ᾽ ἑαυτῶν παριστάναι ἰδίᾳ συγγιγνόμενοι [600d] ὡς οὔτε οἰκίαν οὔτε πόλιν τὴν αὑτῶν διοικεῖν οἷοί τ᾽ ἔσονται, ἐὰν μὴ σφεῖς αὐτῶν ἐπιστατήσωσιν τῆς παιδείας, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ σοφίᾳ οὕτω σφόδρα φιλοῦνται, ὥστε μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσιν αὐτοὺς οἱ ἑταῖροι: Ὅμηρον δ᾽ ἄρα οἱ ἐπ᾽ ἐκείνου, εἴπερ οἷός τ᾽ ἦν πρὸς ἀρετὴν ὀνῆσαι ἀνθρώπους, ἢ Ἡσίοδον ῥαψῳδεῖν ἂν περιιόντας εἴων, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἂν αὐτῶν ἀντείχοντο ἢ τοῦ χρυσοῦ καὶ [600e] ἠνάγκαζον παρὰ σφίσιν οἴκοι εἶναι, ἢ εἰ μὴ ἔπειθον, αὐτοὶ ἂν ἐπαιδαγώγουν ὅπῃ ᾖσαν, ἕως ἱκανῶς παιδείας μεταλάβοιεν;
παντάπασιν, ἔφη, δοκεῖς μοι, ὦ Σώκρατες, ἀληθῆ λέγειν.
οὐκοῦν τιθῶμεν ἀπὸ Ὁμήρου ἀρξαμένους πάντας τοὺς ποιητικοὺς μιμητὰς εἰδώλων ἀρετῆς εἶναι καὶ τῶν ἄλλων περὶ ὧν ποιοῦσιν, τῆς δὲ ἀληθείας οὐχ ἅπτεσθαι, ἀλλ᾽ ὥσπερ νυνδὴ ἐλέγομεν, ὁ ζωγράφος σκυτοτόμον ποιήσει δοκοῦντα [601a] εἶναι, αὐτός τε οὐκ ἐπαΐων περὶ σκυτοτομίας καὶ τοῖς μὴ ἐπαΐουσιν, ἐκ τῶν χρωμάτων δὲ καὶ σχημάτων θεωροῦσιν;
πάνυ μὲν οὖν.
οὕτω δὴ οἶμαι καὶ τὸν ποιητικὸν φήσομεν χρώματα ἄττα ἑκάστων τῶν τεχνῶν τοῖς ὀνόμασι καὶ ῥήμασιν ἐπιχρωματίζειν αὐτὸν οὐκ ἐπαΐοντα ἀλλ᾽ ἢ μιμεῖσθαι, ὥστε ἑτέροις τοιούτοις ἐκ τῶν λόγων θεωροῦσι δοκεῖν, ἐάντε περὶ σκυτοτομίας τις λέγῃ ἐν μέτρῳ καὶ ῥυθμῷ καὶ ἁρμονίᾳ, πάνυ εὖ δοκεῖν λέγεσθαι, ἐάντε περὶ στρατηγίας ἐάντε περὶ ἄλλου [601b] ὁτουοῦν: οὕτω φύσει αὐτὰ ταῦτα μεγάλην τινὰ κήλησιν ἔχειν. ἐπεὶ γυμνωθέντα γε τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν ποιητῶν, αὐτὰ ἐφ᾽ αὑτῶν λεγόμενα, οἶμαί σε εἰδέναι οἷα φαίνεται. τεθέασαι γάρ που.
ἔγωγ᾽, ἔφη.
οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔοικεν τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή, οἷα γίγνεται ἰδεῖν ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ;
παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς.
ἴθι δή, τόδε ἄθρει: ὁ τοῦ εἰδώλου ποιητής, ὁ μιμητής, φαμέν, τοῦ μὲν ὄντος οὐδὲν ἐπαΐει, τοῦ δὲ φαινομένου: οὐχ [601c] οὕτως;
ΓΙΑΝΗΣ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
(Μέρος 5)
Ο Όμηρος εivαι ιστορικό πρόσωπο; Στην περίοδο αυτή—πότε ακριβώς δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε—εμφανίστηκεν ο Όμηρος. Κατά τη γνώμη μας ο ποιητής αυτός ήταν αοιδός, ανήκε δηλαδή στην τάξη του ιερατείου. Πού γεννήθηκε και πού μεγάλωσε δεν ξέρομε. Ίσως σε κάποια πόλη της αντικρινής από τη Χίο περιοχής. Μα αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Κι' αν ξέραμε που γεννήθηκε και που έζησε, πάλι δεν θα μπορούσαμε από την πληροφορία και μόνο αυτή να λύσουμε το ομηρικό ζήτημα. Σημασία έχει να καθορίσουμε ποια ήταν η θέση του Ομήρου μέσα στην κοινωνία του. Σύμφωνα λοιπόν με όσα είπαμε ως εδώ είναι για μας απόλυτα βέβαιο πως ο Όμηρος ήταν αοιδός. Μα ήταν ένας αοιδός με πολύ μεγάλο ποιητικό ταλέντο. Όταν λοιπόν με την κοινωνική διαφοροποίηση που συντελέσθηκε στις ελληνικές (αιολοϊωνικές) πόλεις της Μικρασίας, οι αοιδοί έχασαν τα προνόμια τους και παράλληλα επινοήθηκε και καθιερώθηκε η νέα (δημοτική) γραφή, ο αοιδός αυτός κάθισε και μετέγραψε τους παλιούς ύμνους και ιστορίες 68 από τα ιερά βιβλία. Η τέτοια του πράξη στην αρχή δεν κατακρίθηκε από τους ευγενείς που είχαν στο αναμεταξύ συγκεντρώσει μεγάλη εξουσία στα χέρια τους. Μα άμα πέρασαν μερικά χρόνια και τα μεταγραμμένα στη νέα γραφή τραγούδια έκαναν μεγάλη εντύπωση στο λαό, όχι μόνο οι ιερείς άρχισαν να κατακρίνουν τον Όμηρο, μα και οι ευγενείς δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τέτοια προσπάθεια του και το νέο επάγγελμα του, γιατί έβρισκαν πως ο νεωτερισμός αυτός του Ομήρου μπορεί να βλάψη. Άρχισε λοιπόν συστηματική καταδρομή εναντίον του και καθόλου απίθανο να χαρακτηρίσθηκε αποστάτης και ασεβής. Ίσως για το λόγο αυτό να τον ωνόμασαν Όμηρο, γιατί φαίνεται το οικογενειακό του όνομα ήταν άλλο. Η λέξη όμηρος είναι ξένη (φρυγική ή λυδική) και πιθανό να σήμαινε τον αποστάτη, τον υβριστή των θείων, τον ιερόσυλο ή κάτι τέτοιο. Βέβαια δεν έχομε γραπτές πηγές που να μας το επιβεβαιώνουν αυτό. Ωστόσο όμως όλοι οι αρχαίοι θρύλοι γύρω στη ζωή και τη δράση του Ομήρου, και όλες οι γραπτές μαρτυρίες, μόνο σ' ένα τέτοιο συμπέρασμα μας οδηγούν. Πρώτα πρώτα έχομε τη μαρτυρία του Ηροδότου που λέει πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος 69 έζησαν στην ίδια εποχή Ποια όμως διάλεκτο μεταχειρίστηκε; Να ένα άλλο ζήτημα πού έβαλε τους φιλολόγους και τους ομηριστάς σε μεγάλους μπελάδες. Σύμφωνα με όσα έχομε πει ως εδώ, είναι φανερό πως ο Όμηρος, μια που προέρχονταν από το αιολικό ιερατείο και επειδή μετέγραψε την αχαϊκή παράδοση, μεταχειρίστηκε μάλλον το αιολικό ιδίωμα 73. Αυτό είναι το πιθανώτερο. Όπως είπαμε όμως, ο Όμηρος με τον καιρό αντίκρυσε την καταδρομή των ιερέων και ίσως και των ευγενών. Γι' αυτό παντού έβρισκε την περιφρόνηση και το χλευασμό. Η τέτοια καταφορά βάσταξε και στους ύστερα από το θάνατο του αιώνες. Η αριστοκρατική παράδοση μιλούσε με περιφρόνηση για τους δύο ποιητές που εκλαΐκευσαν το πιο μεγάλο μέρος των θρησκευτικών παραδόσεων 74. Οι Ορφικοί πρώτα και ύστερα ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος και άλλοι καταφέρθηκαν και είπανε πολλά εναντίον του Ομήρου 75. Κι' αυτός ο Πλάτων που πολλές φορές ανάφερει τον Όμηρο 76, δεν είχε καλή ιδέα για τον ποιητή της Ιλιάδας και Οδύσσειας. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, λέει, φτιάχνουν ψεύτικους μύθους για να διασκεδάζουν τους ανθρώπους (Πολιτ. 377e). Μα ο Πλάτων δεν σταματά ως εδώ. Λέει ακόμα πως ο Όμηρος και άλλοι ποιητές λένε πράγματα που κι' αν είναι σωστά δεν έπρεπε να γράφουνται και να κοινολογούνται και πως στον ποιητή της “Ιλιάδας” άρεσαν τα ψέμματα, γι' αυτό και ο Όμηρος δεν έχει θέση στην πλατωνική Πολιτεία 77. Και σα να μη φτάνουν οι τέτοιοι του χαρακτηρισμοί, λέει ακόμα πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος γύριζαν σαν αλήτες από χώρες σε χωριά απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, δεν μπόρεσαν δε πουθενά ούτε την αρετή να διδάξουν κι' ούτε να αποκτήσουν πιστούς φίλους και υποστηρικτές. Κι' αυτός ο φίλος του Ομήρου, ο Κρεώφυλος. φέρθη πολύ πρόστυχα στον ποιητή. Τέτοια ήταν η επίδραση του Ομήρου! Ποιητής χωρίς φίλους, χωρίς κύρος, χωρίς οπαδούς! Γι' αυτό μιά που δεν ήταν σπουδαία προσωπικότητα, ούτε ωφέλησε καμμιά πόλη με τα έπη του, ούτε πέρασε για σπουδαίος νομοθέτης, διδάσκαλος ή σοφός, και ούτε καμμιά πολιτεία τόνε μνημονεύει για δικό της αρχηγό 78. Αν δεν κάνω λάθος, τα όσα λέει εδώ ο Πλάτων όχι μόνο έχουν άμεση σχέση με την καταφορά της αριστοκρατικής παράταξης εναντίον του Ομήρου —και το γιατί το είπαμε παραπάνω—μα και μας κατατοπίζουν στο ζήτημα: γιατί ήταν στην αρχαιότητα άγνωστη η πατρίδα του. Μιά που ο ποιητής έγινε ο στόχος του κατατρεγμού των αριστοκρατικών “γύριζε σαν αλήτης από χώρες σε χωριά”. Κι' όχι μοναχά ξεχάστηκε το παλιό πατρογονικό του όνομα, αφού επικράτησε το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι ευγενείς, μα και καμμιά πολιτεία της Μικρασίας δεν παραδέχονταν πως ο ποιητής ήταν δικός της, ή πως την ωφέλησε με τα ποιήματα του και καμμιά δεν το θεωρούσε τιμή της να παραδεχθή πως γεννήθηκε στον τόπο της. Ήταν λοιπόν αποδιοπομπαίος τράγος 79. Η τέτοια όμως καταδρομή βάσταξε εκατό, ίσως και παραπάνω χρόνια. Γι' αυτό καμμιά ελληνική μικρασιατική πολιτεία δεν δέχονταν τον Όμηρο για πολίτη της. Πιο υστέρα από το τέλος του Ζ' αιώνα τα πράγματα άρχιζαν ν' αλλάζουν. Στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας έγιναν επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές. Οι αριστοκρατικοί ήταν στα χρόνια αυτά από κάτω. Πιέζονταν, εξορίζονταν, σφάζονταν. Στην περίοδο λοιπόν αυτή η κάθε χώρα από όπου πέρασεν ο Όμηρος κολακεύονταν να πιστεύη πως ο ποιητής ήταν γέννημα και θρέμμα δικό της. Έτσι δημιουργήθηκεν ολόκληρος θρύλος και εφτά πολιτείες τσακώνονταν για την πατρίδα του Ομήρου, γιατί η κάθε μία από τις εφτά ισχυρίζονταν πως ο ποιητής γεννήθηκε στον τόπο της. To ίδιο έπαθε και ο Ησίοδος. Και γι' αυτόν δεν ξέρομε καλά καλά πού γεννήθηκε και πού μεγάλωσε. Φαίνεται δε πως στον καιρό που οι αγροτικές μάζες (οι διάκριοι) σε πολλές περιοχές πήραν την πολιτική εξουσία, άρχισαν να βρίζουν τους πρωτευουσιάνους και τους ευγενείς —η γένεση της κωμωδίας αυτήν την αφορμή έχει— και να παρουσιάζουν τον Ησίοδο σαν διανοούμενο που ήταν ο πνευματικός ηγέτης των αγροτών. Οι αγρότες δηλαδή για να δείξουν πως κι' αυτοί είναι εκλεκτό γένος και πως έχουν πολιτισμό βάφτισαν τον Ησίοδο τσοπάνο. Κι' ακόμα έπλασαν την παράδοση, πως σ' αυτόν πρώτα τον τσοπάνο, που έβοσκε τα πρόβατά του στον άγιο Ελικώνα, οι θέαινες Μούσες έδωκαν το χάρισμα του έμμετρου λόγου (στίχ. 22-24). Απαντώντας όμως οι αριστοκράτες στην καυχησιολογία αυτή των αγροτών “έβαλαν” τις Μούσες να λένε: “Τσομπάνηδες χωριαταρέοι, θλιβερά ντροπιάσματα που μόνο για την κοιλιά σας ζήτε, ξέρομε ψέμματα πολλά να σας λέμε όμοια μ' αλήθειες (δηλαδή ξέρομε να να σας πατούμε κοροϊδίες), μα άμα θέλομε ξέρομε κι' αληθινά να μιλούμε”. Και φυσικά, οι Μούσες “μιλούσαν αληθινά” μόνο στους ποιητές των αριστοκρατών. Θαρρώ πως μόνο αυτή η ερμηνεία στέκει στους στίχους 22-28 της “Θεογονίας”. Το ότι το κείμενο είναι ταραγμένο και οι στίχοι 26 - 28 ξένη παρεμβολή το παρατήρησαν και άλλοι. Δεν βγαίνει όμως κανένα νόημα αν δεν χαρακτηρίσουμε σαν προσθήκη όλους τους στίχους 22-35, που δεν έχουν καμμιά θέση στο κείμενο έτσι που είναι βαλμένοι. Σαν τελικό συμπέρασμα της άποψης που υποστηρίζομε βγαίνει πως τον ποιητή στα τελευταία ίσως χρόνια της ζωής του να τον τύφλωσαν οι εχθροί του. Για να επιμένη η αρχαία παράδοση πως ήταν τυφλός θα πη πως κάτι είχε συμβή. Στη βιογραφία του Ομήρου που αποδίδεται στον Πλούταρχο (Α, 2) σημειώνεται πως ο ιστορικός Έφορος που ήταν από την Κύμη της Μικρασίας έγραψε πως ο ποιητής της “Ιλιάδας” “ἐπηρώθη τὰς ὄψεις”. Δεν μας λέει όμως πως και πότε. Ωστόσο η μαρτυρία αυτή δεν μπορεί να είναι από την αρχή ως το τέλος θρύλος. Έχει τη βάση της σε κάποιο ιστορικό γεγονός 80. Και δεν είναι καθόλου απίστευτο να τύφλωσαν τον ποιητή εκείνοι που τόνε χαρακτήρισαν για αποστάτη και επικίνδυνο νεωτεριστή. Εξ άλλου ο τέτοιος τρόπος της τιμωρίας δεν ήταν άγνωστος στα παλιά εκείνα τα χρόνια, μα ίσα-ίσα νόμιμος. Από την Ιλιάδα (Β, 594 και παρ.) μαθαίναμε πως κάποιος παλαιός ποιητής που τον έλεγαν Θάμυρι, επειδή τάβαλε με τις Μούσες (που θα πή πως ήρθε σε σύγκρουση με το ιερατείο) τυφλώθηκε 81. Κάτω από το θρύλο αυτόν δεν είναι απίθανο κάποιος μεταγενέστερος ραψωδός να θέλησε να περιγράψη το πάθημα (=τιμωρία) του Ομήρου. Εξόν απ' αυτά που είπαμε παραπάνω πρέπει να προσέξουμε πολύ και τα όσα γράφει ο Πλάτων στους “Νόμους” του. Ο φιλόσοφος συζητώντας πάνω στο ζήτημα πως πρέπει να μορφώνουνται (εκπαιδεύουνται) οι νέοι μαζί με άλλα λέει πως πρέπει να καθορισθούν από τα πριν και οι θρησκευτικοί ύμνοι που θα ψάλλωνται για τον κάθε θεό όταν γίνωνταιοι ιεροτελεστίες. Τονίζει όμως πως: (Νόμοι 799b). (Νόμοι 801d). (Νόμοι 801d). Από τα γραφόμενα αυτά του Πλάτωνα βγαίνει πρώτα πως στην Ελλάδα υπήρχαν ποιητές που ήρθαν σε σύγκρουση με τους ιερείς και δεύτερο πως οι τέτοιοι παραβάτες πρέπει, στο μέλλον να τιμωρούνται αυστηρά. Αν ο φιλόσοφος δεν είχε υπ' όψη του τις παλιές ελληνικές παραδόσεις δεν θα προσπαθούσε να διορθώση τα κακώς κείμενα. * * * Άμα όμως συντελέστηκε η κοινωνική διαφοροποίηση που έφερε τις τέτοιες αναστατώσεις και πολιτειακές μεταβολές στις πολιτείες του Αιγαίου, όχι μοναχά τα ομηρικά έπη είχαν γίνει πολύ λαϊκά, μα και δημιουργήθηκε και σχολή ολόκληρη που εξακολούθησε την ομηρική παράδοση. Οι ποιητές (μεταφραστές) αυτοί λέγονταν: Ομηρίδαι ή ραψωδοί. Για μιαν ωρισμένη περίοδο οι λέξεις ομηρίδαι και ραψωδοί είχαν την ίδια έννοια 82. Σήμαιναν τους “μεταφραστές”, αυτούς που μετέγραφαν τα παλιά ιερατικά κείμενα 83 στη νέα γραφή. Αυτό δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν οι νεώτεροι φιλόλογοι και ελληνιστές και από το στραβό τους προσανατολισμό πάνω στο όλο ζήτημα θέλησαν καλά και σώνει να ετυμολογήσουν τη λέξη ραψωδός. Πήγε χαμένος όμως ο κόπος τους γιατί δεν κατέληξαν σε κανένα συμπέρασμα. Μου φαίνεται πως αν προσέξουμε στα όσα γράφει ο Πίνδαρος θα μπουμε στο νόημα, γιατί ο μεγάλος λυρικός που ήταν λάτρης των παλιών αριστοκρατικών παραδόσεων ξεκαθαρίζει το ζήτημα. Μιλώντας για τους ομηρίδες τους λέει με ειρωνικό και πειραχτικό τρόπο: ἀοιδοὺς ραπτῶν ἑπέων (Νεμ. II, 1). Εδώ όμως το ράπτω έχει τη σημασία του μηχανεύομαι, επινοώ, κατασκευάζω. Οι παλαιοί τέτοια έννοια έδιναν στο ρήμα ράπτω. Αν πάρουμε αυτή την ερμηνεία δεν υπάρχει δυσκολία να καταλάβουμε τί σήμαινε η λέξη ραψωδός 84. Σήμαινε αρχικά εκείνον που μετέγραφε από τα ιερά χρονικά τις παλιές ωδές (παλιούς ύμνους, παλαιές ιστορίες κλπ.). Εκείνον που δεν ήταν εμπνευσμένος απ' τις Μούσες. Εκείνον που έφτιαχνε ύμνους χωρίς να έχη θεϊκή έμπνευση. Άρα οι τέτοιοι αοιδοί ήταν παραβάτες της ιερατικής παράδοσης. Ήταν κατασκευαστέςωδών που δεν είχαν καμμιά σχέση με τα ιερά βιβλία, ήταν ιερόσυλοι. Γι' αυτό και οι ραψωδοί στην πρώτη εμφάνιση τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι ξεπεσμένοι αοιδοί. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνούμε και κάτι άλλο. Οι αοιδοί έπαυσαν να υπάρχουν ως επαγγελματίες ιερείς από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι ραψωδοί (ομηρίδαι). Αυτό σημαίνει πως το ιερατείο έχασε την προνομιούχα θέση του και πως δεν λογαριάζονταν πια. Αοιδοί που να ψάλλουν “κλέη ἀνδρῶν καὶ ἡρώων” δεν υπήρχαν. Το έργο αυτό ήταν πια ειδική απασχόληση των ραψωδών 85. Εξ άλλου μιά που καθιερώθηκε η νέα γραφή, οι αοιδοί ήταν πια άχρηστοι. Κι' ακόμα αφού η κοινωνική διαφοροποίηση και τα πολιτικά γεγονότα που μεσολάβησαν στις ελληνικές πολιτείες από τον Η' αιώνα και δώθε έδωκαν δύναμη και αξία στο δήμο, τα “κλέη ανδρών και ηρώων” δεν υπήρχε πια λόγος να τα ψάλλουν οι αοιδοί στις ιεροτελεστίες, στα δώματα των αρχηγών. Έπρεπε να τα τραγουδούν στις μεγάλες γιορτές και τελετές όπου ήταν θεατής όλος ο λαός. Το ότι ο ρόλος των ραψωδών ως τον ΣΤ' τουλάχιστο αιώνα ήταν τέτοιος που σημειώσαμε παραπάνω, βγαίνει και από κάποια άλλη αρχαία μαρτυρία. Λένε μερικές αρχαίες πηγές πως ο Σόλων έβαλε ειδικό νόμο και καθώρισε πότε πρέπει να απαγγέλλουνται από τους ραψωδούς τα έπη. Ο Διογένης ο Λαέρτιος (Α, 2, 57) μάλιστα μας πληροφορεί πως ο Σόλων “τά τε Ὁμήρου ἐξ ὑποβολῆς γέγραφε ραψῳδεῖσθαι, οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν ἐντεῦθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον”. Η μαρτυρία αυτή, όπως είναι γνωστό, έβαλε σε μεγάλο μπελά τους φιλολόγους Τι θέλει να πη η φράση ἐξ ὑποβολῆς; Πολλοί (Χέρμανν κ. ά.) παραδέχονται πως η φράση αυτή έχει την έννοια πως τα ομηρικά κείμενα πρέπει να απαγγέλλουνται (από τους ραψωδούς) βάσει γραπτού κειμένου, άλλοι (Μπέκ κλπ.) υποστηρίζουν πως το ἐξ ὑποβολῆς σημαίνει κατ' αλληλουχία ν' απαγγέλλουνται οι ραψωδίες, θαρρώ πως η γνώμη του Χέρμανν είναι η πιο σωστή, με τη διαφορά πως το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαρισθή ακόμα καλύτερα. Ο Σόλων δεν ήταν επαναστάτης και νεωτεριστής, όπως λένε μερικοί ιστορικοί. Ήταν συμβιβαστής. Ήθελε να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες και ήταν μάλλον συντηρητικός. Επειδή λοιπόν το ιερατείο της Αττικής 86 στα χρόνια του είχεν ακόμα κάποιο κύρος, έβαλε λογοκρισία, όπως θα λέγαμε σήμερα, στα λεγόμενα των ραψωδών. Ωδές που ήταν “μεταγραμμένες” από τα παλαιά-ιερά αρχεία και που σε ωρισμένα σημεία τους απ' αυτό το περιεχόμενο τους, έδιναν όπλα στο δήμο για να δείχνη απειθαρχία στα κελεύσματα των αρχόντων και των ιερέων της Ελευσίνας δεν έπρεπε να απαγγέλλουνται 87. Γι' αυτό θέσπισε νόμο οι ομηρικές ωδές “ἐξ ὑποβολῆς ραψῳδεῖσθαι” δηλαδή να απαγγέλλουνται αφού λογοκρίνονται πρώτα, όπως θα λέγαμε σήμερα 88. * * * Με τον καιρό, όταν πια μερικές από τις ελληνικές πολιτείες έφτιαξαν αξιόλογο ναυτικό και το Αιγαίο και τα παράλια της Μικρασίας είχαν σχεδόν ελληνοποιηθή, τα ομηρικά έπη άρχισαν να παίρνουν πολιτικό χαρακτήρα. Από τη μιά μεριά χρειάζονταν παραδόσεις που να δικαιολογούν και να προπαγανδίζουν την εξοπλιστική πολιτική των Ιώνων 89 στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, και από την άλλη οι λαϊκές μάζες, που έγιναν στο αναμεταξύ η κυρίαρχη δύναμη στις περισσότερες ελληνικές πολιτείες, είχαν ανάγκη από μιά ιδεολογία στην οποία έπρεπε να στηριχθούν για να οργανώσουν το νέο κράτος του δήμου. Από τις δυό αυτές βασικές αιτίες άρχισεν η “παραποίηση” των ομηρικών επών. Ενώ δηλαδή στην αρχή-αρχή, τα ομηρικά έπη ήταν άλλα μεν αυτοτελείς ύμνοι και ιστορίες γύρω στον Τρωικό “πόλεμο”, άλλα δε περιγραφή των μεσογειακών παραλίων και συγκοινωνιακών κέντρων, σιγά-σιγά με τις προσθήκες κι' αλλαγές πήραν τη μορφή δυό μεγάλων τραγουδιών 90. Φαίνεται όμως πως η μεγαλύτερη συμπληρωματική και διορθωτική εργασία έγινε στας Αθήνας. Πρώτα στον καιρό του Σόλωνα και σύστημα· τικώτερα πιο υστέρα στα χρόνια των Πεισιστρατιδών. Ο Σόλων θέλοντας να δικαιολόγηση την κατοχή της Σαλαμίνας από τους Αθηναίους προσπάθησε να βρή “ιστορικά” επιχειρήματα, για να μεταχειρισθούμε έκφραση διπλωματική του καιρού μας, (βλ. Πλουτάρχ. Σόλων 10). Έτσι η αρχή έγινε. Η διασκευή και συναρμολόγηση των ομηρικών κειμένων στα χρόνια του Πεισιστράτου. Ίσως πριν από το Σόλωνα να είχαν κάμει το ίδιο οι πολιτείες εκείνες που προηγήθηκαν στην εμπορική και ναυτική τους ανάπτυξη 91. Η μεγάλη όμως “συμπληρωματική” και “κωδικοποιητική” εργασία έγινε στα χρόνια του Πεισιστράτου. Όταν ο τύραννος αυτός κατέλαβε την εξουσία αφού πρώτα τσάκισε κάθε αντίδραση και υπονομευτική ενέργεια των ευγενών και μεγαλοκτηματιών της Αττικής, άρχισε να βάζη τις βάσεις του εκπολιτιστικού του έργου. Παράλληλα όμως εγκαινίασε και την πολιτική που υστέρα από έναν αιώνα έφερε τους καρπούς της και έδωσε την θαλασσοκρατορία στους Αθηναίους. Ο δικτάτωρ που στηρίχτηκε κυρίως στους αγρότες της Αττικής, κατάλαβε πως οι Αθηναίοι πρέπει να κατέχουν διάφορα σημαντικά πόστα στο Αιγαίο και για να τοποθετούν τα προϊόντα τους και για να φέρνουν σιτάρι από τον Πόντο. Η εποχή του Πεισιστράτου ήταν μιά εποχή μεταβατική μεν αλλά δημιουργική. Στα χρόνια αυτά έγιναν μεγάλες εσωτερικές ζυμώσεις και μιά πολύ σημαντική εκπολιτιστική δράση. Ήταν η εποχή που στην Αττική είχαν συντελεστή μεγάλες μεταβολές κοινωνικές και πολιτικές και η Αθηναϊκή Πολιτεία ετοιμάζονταν για την εξόρμηση της στο Αιγαίο. Επειδή δε από τον καιρό ακόμα του Σόλωνα είχε καλλιεργηθή η ιδέα πως η Αττική ήταν η μητρόπολις των Ιώνων και στα ομηρικά έπη όχι μόνον δεν γίνονταν λόγος για τους Ίωνες μα υπήρχαν μόνο περιγραφές για τους Αχαιούς και εξυμνούντανε η Θεσσαλία και το Άργος, ο Πεισίστρατος βάλθηκε να δημιουργήση νέες ιστορικές παραδόσεις και παράλληλα να σπάση την παλιά ιερατική παράδοση, γιατί του στέκονταν εμπόδιο στην παραπέρα δράση και εκπολιτιστική του εξόρμηση. Γι' αυτό έπρεπε να ρίξη νέα συνθήματα, να διαπαιδαγώγηση το λαό με νέες αρχές και ιδέες και να του δώση νέα ιδανικά. Στην προσπάθεια του αυτή τα ομηρικά έπη του ήσαν πολύ χρήσιμα. Έπρεπε όμως πρώτα να εκλαϊκευθούν και να διασκευασθούν, γιατί περιγράφανε αιολικό βίο και ιστορούσανε την αχαϊκή παράδοση. Και έπρεπε ακόμα ν' αλλάξη και η γλωσσική τους φόρμα, γιατί ήταν γραμμένα σε αιολικό ιδίωμα. Εδώ παρουσιάστηκε κάποια δυσκολία. Η διασκευή και η αναπροσαρμογή έπρεπε να γίνη κατά τέτοιον τρόπον που να μην αλλάζη ο βασικός πυρήνας των έπων. Και πρώτα απ' όλα χρειάζονταν να δημιουργήση επιτελείο από μερικούς διανοουμένους που να προέρχωνται από την ιερατική τάξη, επειδή μόνο αυτοί ήξεραν καλά τις παλιές παραδόσεις. Κι' επειδή είχε θέληση και ήταν αποφασιστικός κυβερνήτης, βρήκε τους ανθρώπους που του χρειάζονταν γι' αυτή τη δουλειά. Φαίνεται πως επί κεφαλής της εργασίας αυτής ο Πεισίστρατος έβαλε τον Ονομάκριτο 92 που ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, Ίσως και τα παιδιά του Πεισιστράτου να συνέχισαν την “κωδικοποιητική” αυτή εργασία 93 μα το κυριώτερο μέρος συντελέσθηκε το δίχως άλλο στα χρόνια που κυβέρνησε το κράτος της Αττικής ο Πεισίστρατος, γι' αυτό και η παράδοση έλεγε: δῆμος Ἀθηναίων καὶ τρὶς ἐπηγάγετο, τὸν μέγαν ἐν βουλῇ Πεισίστρατον, ὃς τὸν Ὅμηρον ἤροισε, σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενον ἡμέτερος γὰρ κεῖνος ὁ χρύσεος ἦν πολιήτης εἴπερ Ἀθηναῖοι Σμύρναν ἀπῳκίσαμεν”. (Παλ. Ανθολ. XI, 442) Παρ' όλες όμως τις προσπάθειες του Πεισιστράτου και των διαδόχων του για να κάμουν τα ομηρικά έπη την εθνική βίβλο των ιώνων, η “Ιλιάς” και η “Οδύσσεια” άσκησαν μεγάλη επιρροή και στις έξω από την Αττική χώρες, και έγιναν σ' όλη σχεδόν την Ελλάδα το θησαυροφυλάκιο των ελληνικών παραδόσεων. Η “Ιλιάδα” και “Οδύσσεια” μαζί με τη “Θεογονία” του Ησιόδου έγιναν η ιερά βίβλος των Ελλήνων 96. Είν' αλήθεια πως στην αρχή παρουσιάσθηκε κάποτε αντίδραση. Επειδή λ χ. γίνεται ολοένα λόγος για το Άργος και τους Αργίτες, ο Κλεισθένης ο τύραννος της Σικυώνας, απαγόρευσε ν' απαγγέλλουνται τα ομηρικά έπη στους εκεί αγώνες. Τον καιρό εκείνο οι δυό πολιτείες, Άργος και Σικυών, δεν τα επήγαιναν καλά και γι' αυτό ο Κλεισθένης απαγόρευσε την απαγγελία των Ομηρικών επών στη χώρα του (βλ. Ηροδ. V, 67). Μα στα κατόπιν χρόνια τα πράγματα άλλαξαν πολύ και η “Ιλιάς” και η “Οδύσσεια” ήταν για τους περισσοτέρους Έλληνες το “ευαγγέλιό” τους, όπως θα λέγαμε σήμερα. Μόνο στις δωρικές χώρες ρες παρουσιάστηκε επίμονη η αντίδραση. Σ' αυτές, και μάλιστα στη Σπάρτη, άργησαν πολύ να εισαχθούν. Υπάρχει μιά μαρτυρία που λέει πως πολύ αργά οι Δωριείς δέχθηκαν στις χώρες τους τα ομηρικά έπη. (Μάξιμος Τύριος, ΧΧΙΙΙ, 5) Κι' αυτό γιατί τα ομηρικά έπη, όπως είπαμε, υμνούν και περιγράφουν ιωνικά ήθη και έθιμα. Ύστερα παντού αναφέρουν το Άργος σαν την πρώτη πόλη της Πελοποννήσου, ενώ το Μενέλαο τον παρουσιάζουν για αρχηγό που δεν έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον Τρωικό “πόλεμο”. Ο Αγαμέμνων, ο βασιλιάς του Άργους, ήταν ο πιο μεγάλος βασιλιάς και ο Μενέλαος υποτακτικός του. Η Σπάρτη που ποτέ δεν τα είχε καλά με το Άργος δεν μπορούσε να χωνέψη την παράδοση αυτή. Μαζί με τις αιτίες αυτές και μιαν άλλη θα συνετέλεσε κατά τη γνώμη μου για να μην έχουν πέραση στη Σπάρτη τα ομηρικά έπη. Σ' αυτά, όπως ξέρομε, εγκωμιάζεται και περιγράφεται η πολιτικοκοινωνική οργάνωση του Γένους που έχει λαϊκό χαρακτήρα. Οι ιδέες όμως αυτές ήταν ασυμβίβαστες με το πολίτευμα της Σπάρτης. Πιο υστέρα, στα χρόνια του Άγι, Κλεομένη και Νάβι, άλλαξαν τα πράγματα και στη Σπάρτη. Τότε ίσως ο Όμηρος να έγινε κ' εκεί ο “εθνικός” ποιητής. Γι' αυτό τα όσα γράφει ο Πλούταρχος (βίος Λυκούργου 4) πως τάχα ο Λυκούργος είναι: ο πρώτος συλλέκτης των ομηρικών επών, θαρρώ πως είναι παράδοση πολύ υστερόχρονη. Οι Σπαρτιάτες, απ' τα χρόνια του Άγι κι' ύστερα, για να δικαιολογήσουν και στηρίξουν τις νέες ιδέες τους έπρεπε να παρουσιάσουν το μυθικό Λυκούργο σαν τον πρώτο θαυμαστή του Ομήρου. Στα νέα πολιτικά ιδανικά τους έπρεπε να βρουν ιστορικές κυρώσεις, κι' αυτές τις αναζήτησαν στα ομηρικά έπη. Εδώ τελειώνει η μελέτη μας. Άλλο τίποτα δεν έχομε να προσθέσουμε. Προσπαθήσαμε να δώσουμε όσο το δυνατό αναλυτική την ιστορία του ομηρικού ζητήματος και παράλληλα να δώσουμε νέες απόψεις και νέες ερμηνείες. Είδαμε την ιστορία του Ομήρου και των ομηρικών επών από μιαν άλλη σκοπιά. Αυτό είναι το νέο που προσθέταμε στην τόσο πλούσια βιβλιογραφία του ομηρικού ζητήματος. ΓΙΑΝΗΣ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ |
[<< Μέρος 4] | [Άρθρα-Μελέτες] |
0 comments: