Οι ήρωες υπηρετούν το Ελληνικό έθνος. Τολμούν-κινδυνεύουν υπόκεινται σε βασανιστήρια βάζοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα.
Η αυτοθυσία, η αγάπη, η πίστη σε ανώτερες Ελληνικές αξίες και ιδανικά, είναι τα μέσα του ανθρώπου για να αντιμετωπίσει την πνευματική κατάπτωση, την βαρβαρότητα, την ισοπέδωση, την σκλαβιά θεσμούς τους οποίους εκπροσωπεί ο Διονυσιακός πολιτισμός.Οι Άγιοι, οι Σοφοί και οι Ήρωες του Ελληνισμού και της Ορθοδόξου πίστεως, είναι οι αψευδείς μάρτυρες της παρουσίας του Χριστού στην ανθρωπότητα. Αυτό συμβαίνει διότι σύμφωνα με τον ύπατο των φιλοσόφων ο Θεός-δημιουργός ήταν και είναι αιτία μόνον για ότι καλό συμβαίνει. Η παρουσία των Ηρώων και των Αγίων είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι μόνον ο Χριστός θέλει τους Έλληνες όπως είπε ο μέγιστος στρατηλάτης του έθνους, ο οποίος ξεπέρασε σε επιτεύγματα ακόμη και τον Μέγα Αλέξανδρο.
Με τον θάνατο του Έλληνα που αναπαύεται στο Έβδομον ξεκινά μια μεθοδευμένη και παρατεταμένη παρακμή για τον Ιmperium Romanum του Βοσπόρου η οποία υπήρξε καταλυτική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Οι ένδοξες νίκες της περιόδου που βρισκόταν στον Ρωμαϊκό θρόνο η θρυλική τριανδρία των Pallida Mors Saracenorum, Ι. Τσιμισκής και Βουλγαροκτόνος με τον Ελληνισμό να φτάνει στο απόγειον της πολιτικής-στρατιωτικής και οικονομικής του δυνάμεως είχαν δημιουργήσει μια εντύπωση αιωνίου παντοδυναμίας με συνέπεια οι επόμενοι αυτοκράτορες να επαναπαυτούν στις δάφνες των τριών προαναφερθέντων.
Ενδεικτικό γεγονός είναι ότι 42 χρόνια πριν από τον θάνατο του Βασίλειου Β, η Ελλάδα είχε φτάσει στο απόγειον της δυνάμεως της, σε ηθικό, πολιτικό-στρατιωτικό και κοινωνικό επίπεδο παράλληλα, από την ημέρα που είχε δημιουργηθεί το έθνος των Ελλήνων. Όμως δυστυχώς εκείνα τα χρόνια, η πολιτική “αριστοκρατία, είχε διαλύσει ολοσχερώς τον Ελληνικό στρατό.
Είχαν αφαιρέσει την ανωτάτη πολιτική-στρατιωτική εξουσία από της Ελληνικές στρατιωτικές οικογένειες της Μ. Ασίας. Κατέστρεψαν όλες της υποδομές του στρατού και του κράτους. Επέτυχαν μέχρι να βάλουν στον αυτοκρατορικό θρόνο έναν δικό τους, τον Κωνσταντίνο Δούκα. Όταν ανέλαβε εκ νέου αυτοκράτορας ένας εκ των Ελληνικών στρατιωτικών οικογενειών της Μ. Ασίας, ο Ρωμανός ο Δ. Διογένης βρήκε εντελώς διαλυμένο τον Ελληνικό στρατό. Οι στρατιώτες χωρίς ασπίδες, σπαθιά, και άλογα, ήταν απλήρωτοι, με σκισμένες σημαίες, με κουρελιασμένες στολές.
Έκτοτε είχαν εδραιωθεί οριστικά και αμετάκλητα, οι αλλοδαποί πολιτικοί στην διοίκηση του Ελληνικού-Ρωμαϊκού αυτοκρατορικού κράτους. Συνδιοικούν πλέον μαζί με τους Έλληνες στρατιωτικούς. Η συνδιοίκηση της αυτοκρατορίας, μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών, επισφραγίστηκε με τον γάμο ανάμεσα σε ένα πολύ επιφανές μέλος της Ελληνικής στρατιωτικής αριστοκρατίας τον Ρωμανό Διογένη και την χήρα του Κωνσταντίνου Δούκα, την Αυγούστα Ευδοκία την Μακρεμβολίτισσα.
Πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά, έχουμε έναν τέτοιο γάμο, ανάμεσα στις δύο πλευρές, Όλους τους προηγούμενους αιώνες, οι Ήρωες, Έλληνες στρατιωτικοί παντρευόταν μόνον με μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Όμως ήταν τόσο κρίσιμη η κατάσταση του Ρωμαϊκού κράτους, ώστε οι πρόγονοί μας να μην έχουν το χρονικό περιθώριο να εκτοπίσουν τους πολιτικούς-προδότες από την εξουσία. Η οριστική επισφράγιση της συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών, έγινε μερικά χρόνια αργότερα, με τον γάμο τους Αλέξιου Κομνηνού (Ελληνική ηρωική, στρατιωτική αριστοκρατία της Μικράς Ασίας, και της Ειρήνης Δούκα (πολιτική, Σημιτική αριστοκρατία).
Χωρίς αυτούς τους δύο γάμους, δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν, οι Έλληνες στρατιωτικοί στην διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους. Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου οι Ανατολικές επαρχίες ήταν στο έλεος των Σελτζούκων, τους οποίους παραδόξως αποκαλεί Ούννους ένας αξιόλογος ιστορικός της εποχής. Οι διεφθαρμένοι αλλοδαποί-πολιτικοί αξιωματούχοι έκαναν κατάχρηση των χρημάτων του αυτοκρατορικού Θησαυροφυλακίου, και παράλληλα αδιαφορούσαν για τον Τουρκικό κίνδυνο και επεκτατισμό.
Οι πολιτικοί εκτιμούσαν ότι δεν υφίσταται κανένας απολύτως κίνδυνος από τους Σελτζούκους και ότι όλα ήταν φαντασιώσεις των φίλαρχων Ελλήνων στρατιωτικών. Το θλιβερό ήταν ότι οι ασυλλόγιστες σπατάλες από το αυτοκρατορικό ταμείο προέρχονταν από τους φόρους των αδύνατων Ελλήνων, οι οποίοι έβλεπαν τις περιουσίες τους να χάνονται είτε να πυρπολούνται, τους συγγενείς τους να σφάζονται, και να καταλήγουν στα σκλαβοπάζαρα των Αγαρηνών.
Δυστυχώς το υστέρημα των εξασθενημένων οικονομικά Ελλήνων-Ρωμαίων υπηκόων, δινόταν σε πολυτελείς επαύλεις και άλλες επενδύσεις των αλλοδαπών-συγκλητικών της Βασιλεύουσας. Η Ελληνική από τα πανάρχαια χρόνια Μικρά Ασία ήταν το πολυπληθέστερο και πλουσιότερο κομμάτι της αυτοκρατορίας. Ήταν ο πιο σημαντικός πυλώνας σε γεωστρατηγικό, οικονομικό, πνευματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η Μικρά Ασία ήταν αγροτική-κτηνοτροφική κατά βάση και παρείχε επί αιώνες στρατιώτες-άλογα στην Κωνσταντινούπολη. Η Καππαδοκία και η Παφλαγονία ήταν οι βάσεις των ισχυροτέρων οικογενειών της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Στα παράλια της Μικράς Ασίας στο Αιγαίο, άκμαζε το εμπόριο και η ναυτιλία. Η κατοχή των Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών ακτών του Αιγαίου, έδινε έναν επαρκή χώρο εσωτερικών υδάτων, πολύ σημαντικό σε θέματα γεωστρατηγικής, οικονομίας και πολιτικής-στρατιωτικής κυριαρχίας.
Η μάχη του Μαντζικέρτ εδραίωσε τους Σελτζούκους στην επί χιλάδων χρόνων Ελληνική Μικρά Ασία. Λίγο αργότερα η έξοδος των Τούρκων στο Αιγαίο, ξύπνησε τους εφιάλτες του παρελθόντος, τότε που οι Άραβες είχαν κατακτήσει την Κρήτη και λεηλατούσαν το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Το Ελληνικό-Ρωμαϊκό κράτος ήταν υπό διάλυση και κύματα προσφύγων συνέρρεαν έντρομα στην Βασιλεύουσα. Επικρατούσαν άθλιες συνθήκες διαβιώσεως για τον Ελληνικό λαό με πείνα και ασθένειες. Η καταστροφή του Ορθοδόξου-Χριστιανικού κόσμου της Μικράς Ασίας υπήρξε τεράστια. Ούτε στις επιδρομές των Αράβων δεν υπήρξε μαζική κατάκτηση περιοχών και πόλεων.
Φοβερές λεηλασίες, σφαγές, εμπρησμοί, βιασμοί και εξανδραποδισμοί. Οι ανίκανοι αυτοκράτορες μαζί με τους αλλοδαπούς πολιτικούς, εχθρευόταν επί πολλούς αιώνες τους Ήρωες- Έλληνες Στρατιωτικούς. Για αυτό ως αντίδραση όταν ανέλαβαν την εξουσία άρχισαν να διαλύουν τον θεματικό-Ρωμαϊκό στρατό τον οποίο θεωρούσαν αχρείαστο και επικίνδυνο. Αυτές οι Τραγικές συνθήκες επικρατούσαν μέχρι να αναλάβει την εξουσία ο Ήρωας Ρωμανός Δ. Μεταξύ άλλων με την θάνατο του Παγκόσμιου Φαινομένου για τον Ελληνισμό και την ανθρωπότητα, προέβησαν σε ανελέητες και κατάπτυστες-προδοτικές διώξεις των Ελλήνων στρατηγών που υπηρέτησαν τον κορυφαίο αυτοκράτορα όλων των εποχών στην ανθρώπινη ιστορία.
Κωνσταντίνος Διογένης και ο Ευστάθιος Δαφνομήλης πολέμησαν στο πλευρό του κορυφαίου Έλληνα αυτοκράτορα όλων των εποχών. Για αυτό υπέστησαν ανελέητες διώξεις από τους αλλοδαπούς-πολιτικούς του Ρωμαϊκού κράτους. Δυστυχώς ένα συνοθύλευμα διεφθαρμένων-ανίκανων κρατικών λειτουργών και αυτοκρατόρων διέλυσε σε χρονικό διάστημα, το οποίο αποτελεί παγκόσμιο ιστορικό ρεκόρ, την παγκόσμια Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (1025-1071μ.Χ).
Οι ανίκανοι αυτοκράτορες μαζί με τους αλλοδαπούς πολιτικούς, εχθρευόταν επί πολλούς αιώνες τους Ήρωες- Έλληνες Στρατιωτικούς. Για αυτό ως αντίδραση όταν ανέλαβαν την εξουσία άρχισαν να διαλύουν τον θεματικό-Ρωμαϊκό στρατό, τον οποίο θεωρούσαν αχρείαστο και επικίνδυνο !!! Σύμφωνα με την Σημιτική-πολιτική αριστοκρατία αυτό το οποίο έκαναν στην πραγματικότητα, οι Έλληνες στρατιωτικοί, ήταν να διαιωνίζουν “άσκοπους” πολέμους. Κατά την γνώμη των πολιτικών αλλοδαπών αξιωματούχων οι Τούρκοι και οι άλλοι εχθροί αποτελούσαν εκείνη την εποχή, μία μακρινή απειλή. Ακόμα και με την πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη, θα χρειαζόταν πολλά χρόνια για να φτάσουν να απειλήσουν την Μικρά Ασία.
Οι αλλοδαποί πολιτικοί ισχυριζόταν ότι μόνον οι στρατιωτικοί όπως οι Κωνσταντίνος και Ρωμανός Διογένης, Ευστάθιος Δαφνομήλης, Γεώργιος Μανιάκης, Νικηφόρος Βρυέννιος, Νικηφόρος Βασιλάκιος και Θεόδωρος Αλυάτης, μέσα στα “άρρωστα”-πατριωτικά μυαλά ήταν μονίμως προσηλωμένοι στους αμυντικούς πολέμους, τις σφαγές των αντιπάλων και την “αρχομανία” τους.
Οι Έλληνες στρατηγοί σύμφωνα με τους πολιτικούς αξιωματούχους θεωρούσαν ότι έρχεται η εθνική καταστροφή για την Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος Διογένης ξεκίνησε την καριέρα του ως διοικητής σε ένα στρατιωτικό τάγμα του Βασιλείου Β΄. Συμμετείχε στην μάχη του Κλειδιού και έπειτα ανέλαβε την εκκαθάριση των Βουλγαρικών κέντρων αντίστασης. Κατέκτησε το Σίρμιο και έγινε διοικητής του, ο τίτλος που είχε ήταν στρατηγός της Σερβίας. Το 1022 η 1025 ως στρατηγός του Βουλγαρικού θέματος, απέκρουσε την εισβολή των Πετστενέγων το 1027. Προσωπικά ο Αυτοκράτορας το μοναδικό φαινόμενο στην Ελληνική και την παγκόσμια ιστορία (Βασίλειος Β΄), τον είχε συγχαρεί για τα κατορθώματα του και τον είχε ασπαστεί έμπροσθεν των στρατευμάτων.
Ο Δούκας Κωνσταντίνος Διογένης ήταν ένας από τους Έλληνες στρατιωτικούς ο οποίος είχε αντιληφθεί τον επερχόμενο κίνδυνο από τους αλλοδαπούς-προδότες πολιτικούς. Γνώριζε καλά την πολιτική σήψη που επικρατούσε. Στην Κωνσταντινούπολη οι Αυτοκράτορες που είχαν διαδεχθεί τον Βουλγαροκτόνο, έκαναν διασκεδάσεις, μεθούσαν και έκαναν ανταλλαγές ερωτικών συντρόφων και συζύγων. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την Ελληνική επαρχία που υπέφερε από την αβάσταχτη φορολογία και τις βαρβαρικές επιδρομές. Η εξουσία είχε περιέλθει στα χέρια των αλλοδαπών-πολιτικών ευνούχων.
Ένας από αυτούς σκοπίμως κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο Διογένη και τον Ευστάθιο Δαφνομήλη, ότι σχεδίαζαν κίνημα εναντίον του θρόνου, στο οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα του ήταν "αναμεμιγμένοι" και άλλοι τέσσερις συμπολεμιστές του Βουλγαροκτόνου.
Οι συνωμότες συνελήφθησαν και μαστιγώθηκαν-ξυλοκοπήθηκαν. Διαπομπεύθηκαν συρόμενοι σαν να ήταν οι χειρότεροι εγκληματίες, κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου στην Κωνσταντινούπολη, και στην συνέχεια φυλακίσθηκαν. Ο Κωνσταντίνος Διογένης υποχρεώθηκε να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Η τιμωρία και ο εξευτελισμός του Ήρωα-βασανισμένου στρατηγού, δεν ικανοποίησε την κακία των αλλοδαπών της Βασιλεύουσας, καθώς ο στόχος τους ήταν να απομακρύνουν δια παντός τους στρατιωτικούς από την εξουσία. Ακόμα και έγκλειστος στην Μονή Στουδίου ο Κ. Διογένης κατηγορήθηκε σαν συνωμότης για δεύτερη φορά !!!
Ο Κωνσταντίνος Διογένης αυτοκτόνησε πηδώντας από τα βράχια του μοναστηριού, για να αποφύγει τα χειρότερα. Ο μικρός του γιος ο Ρωμανός Δ Διογένης ήταν εκείνη την εποχή πέντε ετών.
Οι αλλοδαποί Σημίτες-πολιτικοί μισούσαν θανάσιμα του Έλληνες στρατιωτικούς. Ακόμη περισσότερο φθονούσαν εκείνους τους Έλληνες αξιωματικούς, που στάθηκαν δίπλα στον Βασίλειο και έφεραν την Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο απόγειο της σε στρατιωτικό, πολιτικό και ηθικό επίπεδο. Συνεπώς η μοίρα του Ρωμανού Δ, από την στιγμή που ανέβηκε στον θρόνο ήταν προδιαγεγραμμένη και το μαρτυρικό τέλος αναπόφεκτο όπως αποδείχτηκε καθώς προδόθηκε και εν συνεχεία τυφλώθηκε με πολύ μαρτυρικό τρόπο. Ο Κωνσταντίνος Διογένης διακρίθηκε σε πολλές ιστορικές μάχες. Μια εξ αυτών ήταν η θρυλική μάχη του Αξιού.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΤΟΥ ΑΞΙΟΥ 1006 Μ.Χ. Κάθε λίγο έφθαναν ειδήσεις Βουλγαρικό στρατόπεδο πως ο αυτοκράτορας Βασίλειος είχε κυριεύσει και άλλα κάστρα-πόλεις στο πέρασμα του. Ο Σαμουήλ επιθυμούσε να συναντήσει τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, νομίζοντας πως μια μάχη θα ανακόψει τον Βουλγαροκτόνο. Ο Βούλγαρος τσάρος έφθασε στον Αξιό, πέρασε στην δεξιά όχθη και στρατοπέδευσε, περιμένοντας να γυρίσουν οι ανιχνευτές για να αναφέρουν που ήταν ο Βασίλειος. Οι στρατιώτες-ανιχνευτές είπαν πως τα αυτοκρατορικά στρατεύματα ήταν στο βουνό και κατευθυνόταν στα στενά των Σκοπίων. Μόλις το έμαθε ο Σαμουήλ, διέλυσε ευθύς το στρατόπεδο, και έστειλε τα λάφυρα και τους Έλληνες αιχμαλώτους με ισχυρή στρατιωτική φρουρά στο Πρίλαπο,
Ο τσάρος πήρε τον στρατό του και ανέβηκε κατά μήκος του Αξιού μέχρι τα Σκόπια. Εκεί θέλησε να περάσει στην άλλη όχθη. Εν τούτοις από τις βροχές, που αδιάκοπα έπεφταν εκείνες τις ημέρες, ο Αξιός είχε γίνει αδιάβατος, και ο Σαμουήλ διαπιστώνοντας τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τον αριθμό των στρατιωτών και τις πολεμικές αποσκευές, αποφάσισε να στήσει τις σκηνές στη δεξιά όχθη αναμένοντας τον Βασίλειο.
Η βροχή όμως εξακολουθούσε να πέφτει ορμητική και τα νερά του ποταμού να φουσκώνουν περισσότερο. Όταν έφθασαν οι Έλληνες-Ρωμαίοι στα Σκόπια, ο Αξιός ήταν απροσπέλαστος, και ο Βασίλειος αναγκάστηκε να στρατοπεδεύσει στην αριστερή όχθη απέναντι από τα Κουμανικά-Βουλγαρικά στρατεύματα. Με την βεβαιότητα ότι τα αυτοκρατορικά στρατεύματα θα ήταν σε θέση να περάσουν τον Αξιό και να τους χτυπήσουν, οι Βούλγαροι πήραν θάρρος και άρχισαν ψυχολογικό πόλεμο με ύβρεις και ειρωνείες.
Στο απέναντι στρατόπεδο ο Βουλγαροκτόνος ήταν με τους στρατηγούς Βοτανειάτη και Κωνσταντίνο Διογένη στους οποίους έκανε ανάλυση του σχεδίου επιθέσεως ενάντια στους Βούλγαρους. Ένας γενναίος και ριψοκίνδυνος αξιωματικός από την Ρωμαϊκή κατασκοπεία, ο Νικήτας που έκανε εξαιρετική δουλειά, ενημέρωσε τον Βασιλιά ότι υπάρχει σημείο στον Αξιό το οποίο ήταν προσβάσιμο.
Οι Βούλγαροι επαναπαυόμενοι στο φυσικό οχυρό κοιμόταν. Αμέσως ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι θα επαναληφθεί η πανωλεθρία του Σπερχειού. Ο Βασίλειος έδωσε εντολή η συνάθροιση να γίνει γρήγορα-σιωπηλά και να μην ανάψουν φώτα. Ο Στρατηγός Διογένης θα περνούσε πρώτος στην απέναντι όχθη και θα τον ακολουθούσε ο Βοτανειάτης.
Οι εντολές ήταν να μην ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες εάν δεν περνούσαν και τα δύο σώματα στρατού. Οι δυο στρατηγοί έφυγαν βιαστικά και ο Αυτοκράτορας πρόσταξε έναν υπασπιστή του, να φωνάξει τον Ευστάθιο Δαφνομήλη. Ο Στρατηγός Δαφνομήλης θα ήταν ο τρίτος στρατηγός του Ρωμαϊκού στρατού που θα περνούσε απέναντι για να υποστηρίξει τους Κωνσταντίνο Διογένη και Βοτανειάτη.
Οι περισσότεροι Βούλγαροι σαστισμένοι από την ξαφνική επίθεση δεν αντιστεκόταν. Πολλοί προσπαθούσαν να ξεφύγουν σαν τον Τσάρο Σαμουήλ που διέφυγε στα βουνά. Άλλοι έπεφταν στον Αξιό και πνιγόταν. Το Βουλγαρικό στράτευμα είχε χιλιάδες νεκρούς και αρκετοί αιχμαλωτίστηκαν όπως στον Σπερχειό. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΔΑΦΝΟΜΗΛΗΣ.
Η επανάσταση των Βουλγάρων το έτος 1018 μ.Χ. βρισκόταν προς το τέλος της. Εν τούτοις ένας Βούλγαρος στρατηγός άλλαξε τα δεδομένα, καθώς αποφάσισε να συνεχίσει τις επαναστατικές δραστηριότητες. Ο Βασίλειος ήταν μεγάλος στρατηγός και λαμπρός πολιτικός, για αυτό από την αρχή του πολέμου, τους Βούλγαρους στρατηγούς που συνθηκολόγησαν τους δέχθηκε με τιμές- αξιώματα ανάλογα με την θέση και την αξία του καθενός.
Επίσης κάποιους εξ αυτών τους πάντρεψε με Ελληνίδες, Εν τούτοις δύο Βούλγαροι στρατηγοί δεν επιθυμούσαν να παραδοθούν. Νικολιτσάς και Ιβάτζης ήταν αποφασισμένοι να μην υποταχθούν. Ο Ιβάτζης ήθελε να συγκεντρώσει στρατό και να συνεχίσει την επανάσταση, με στόχο να γίνει Τσάρος της Βουλγαρίας. Στην πλαγιά ενός απόκρημνου όρους, βρισκόταν ένα κτήμα των Τσάρων, η Πρόνιστα. Ήταν μέρος ωραιότατο σε φυσικό κάλος και παράλληλα φυσικά προστατευμένο από μια στενή κλεισούρα. Υπήρχε μόνος δρόμος που ανέβαινε στο κτήμα. Ακόμη και ένας μικρός αριθμός ανδρών, ήταν αρκετός άντρες για να σταματήσει ολόκληρο στράτευμα.
Εκεί είχε καταφύγει ο Ιβάτζης και είχε κατορθώσει να μαζέψει γύρω του αρκετό στρατό, με αποτέλεσμα να μη φοβάται την επίθεση του Αυτοκράτορα. Μόλις το έμαθε ο Βασίλειος έφυγε από την Αχρίδα, όπου άφησε στην θέση του, τον στρατηγό Ευστάθιο Δαφνομήλη και πήγε στη Διαβολή για να βρίσκεται πιο κοντά στην απόρθητη επαναστατική εστία. Ο στρατηγός Δαφνομήλης ανέμενε πληροφορίες σχετικά με την περιοχή που είχε καταφύγει ο Ιβάτζης, από έναν αξιωματικό του Ρωμαϊκού στρατού, που υπηρετούσε στην Ρωμαϊκή αντικατασκοπεία. Με βάση τις πληροφορίες που έδωσε ο αξιωματικός στον στρατηγό, κάθε στρατιωτική επιχείρηση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, λόγω της φυσικής οχυρώσεως του κτήματος που βρισκόταν το Βουλγαρικό αρχοντικό.
Τότε ο γενναίος Δαφνομήλης αποφάσισε να κινηθεί μόνος του, σε μια αποστολή αυτοκτονίας. Σε αυτό το απονενοημένο διάβημα θα τον ακολουθούσαν και δύο αξιωματικοί της Ρωμαϊκής αντικατασκοπείας ο Νικήτας και ο Μιχαήλ Ιγερινός. Ήταν παραμονές Δεκαπενταύγουστου. Οι τρεις Έλληνες στρατιωτικοί ήταν αποφασισμένοι να επιτύχουν την αποστολή τους, ενάντια σε κάθε λογική. Η αποστολή ήταν να συλλάβουν τον Βούλγαρο στρατηγό Ιβάτζη μέσα στο κτήμα του, και να τον οδηγήσουν στον Βασίλειο.
Ο Ιβάτζης ήταν περιστοιχισμένος από χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς. Παρά την αγριότητα ο Ιβάτζης ήταν "θεοσεβής". Αυτό ήταν εντελώς αντιφατικό με βάση τις σφαγές και τις καταστροφές που είχε προκαλέσει στους αθώους Έλληνες υπηκόους αυτοκρατορίας, ως στρατηγός του τσάρου Σαμουήλ. Ο Βούλγαρος αξιωματούχος αποφάσισε να εορτάσει την ημέρα της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) στο παλάτι της Πρόνιστας, με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια.
Στα πλαίσια των εορτασμών σε μια επίδειξη δύναμης και εντυπωσιασμού κάλεσε τους συγγενείς του στο αρχοντικό. Βασιλικά τους υποδέχθηκε και τους φιλοξένησε στο παλάτι του. Το κτήμα έγινε μια μικρή πόλη εξαιτίας του αριθμού των προσκεκλημένων και των στρατιωτών. Ήταν 15 Αυγούστου του 1018 μ.Χ.
Ο Ιβάτζης δεχόταν τις επευφημίες-συγχαρητήρια των αξιωματικών και των προσκαλεσμένων καθώς ετοίμαζε μια μεγαλοπρεπέστατη τελετή. Τότε έκπληκτοι οι στρατιώτες που φύλαγαν τα στενά που οδηγούσαν στο αρχοντικό, είδαν τρεις Έλληνες στρατιωτικούς που πλησίαζαν άφοβα προς το μέρος τους. Οι φρουροί με απορία τους ρώτησαν τι ήθελαν. "Πηγαίνετε στον Ιβάτζη, διέταξε επιτακτικά ο Ευστάθιος και πείτε του πως ο πατρίκιος Δαφνομήλης, στρατηγός της Αχρίδας ήρθε να εορτάσει μαζί του." Ο Ιβάτζης έμεινε άφωνος από την απίστευτη είδηση. Πως ήταν δυνατόν ένας τόσο μεγάλος αντίπαλος του, να τον επισκεφτεί χωρίς να λάβει μέτρα προστασίας.
Ο Βούλγαρος υπέθεσε ότι ο Δαφνομήλης "επαναστάτησε" ενάντια στον Βασίλειο, καθώς ήταν αδύνατον να παραδοθεί οικειοθελώς στον αντίπαλο, τον οποίο πολεμούσε με τόσο σθένος επί δεκαετίες. Ο Βούλγαρος στρατηγός ήξερε ότι με σύμμαχο τον Δαφνομήλη θα άλλαζε υπέρ του τα δεδομένα και ότι θα έκανε μεγάλα επιτεύγματα. Για αυτό τον υποδέχτηκε θερμά τον Έλληνα στρατηγό και αμέσως τον σύστησε στους σημαντικότερους άρχοντες. Στην συνέχεια πήγαν στην εκκλησία όπου τέλεσαν πανηγυρική θεία λειτουργία.
Όταν τελείωσε η εκκλησία όλοι οι προσκαλεσμένοι σκορπίστηκαν και αποτραβήχθηκαν, στις κατοικίες τους. Τότε ο Δαφνομήλης είπε στον Ιβάτζη, ήρθα για να εορτάσουμε μαζί την Κοίμηση της Θεοτόκου, και για να σου μιλήσω. Η αιτία που με φέρνει είναι σπουδαία και μυστική. Τότε πλέον ο Ιβάτζης ήταν πεπεισμένος, πως ο Δαφνομήλης "πρόδωσε" τον Βουλγαροκτόνο.
Ο Ιβάτζης πρόσταξε τους σωματοφυλακές του να αποσυρθούν και ενθουσιασμένος οδήγησε τον Δαφνομήλη σε ένα μικρό δάσος, όπου τα δέντρα ήταν τόσο πυκνά, που ούτε να τους δει μπορούσε κανένας ούτε να ακούσει τις συνομιλίες τους. Όταν απομακρύνθηκαν οι δύο άνδρες, ο Ιβάτζης κατάλαβε ότι έπεσε σε παγίδα. Προσπάθησε να βγάλει σπαθί του να αμυνθεί. Όμως με τρομερή ταχύτητα του επιτέθηκε ο Δαφνομήλης και τον έριξε κάτω κρατώντας τον καρφωμένο στο έδαφος. Ταυτόχρονα κρατά με το χέρι του κλειστό το στόμα του Ιβάτζη, για να μην καλέσει σε βοήθεια. Την ίδια στιγμή μέσα από τα δέντρα πετιούνται ο Νικήτας και ο Μιχαήλ Ιγερινός.
Ο Ιγερινός με ένα μαχαίρι τρύπησε δυνατά τα μάτια του Ιβάτζη και τον άφησε αόμματο. Ο Ιβάτζης με τα μάτια τρυπημένα, το στόμα φιμωμένο, σχεδόν αναίσθητος και αιμόφυρτος βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρας στα χέρια των αντιπάλων του. Τότε ο στρατηγός Δαφνομήλης έδωσε εντολή να πάρουν τον αόμματο και να κατευθυνθούν στον πύργο.
Οι τρεις Έλληνες πηγαίνουν πίσω στο παλάτι, και με τόλμη περνούν από μέσα από την αυλή, εμπρός σε όλους τους σωματοφύλακες και τους στρατιώτες, οι οποίοι άναυδοι έβλεπαν το παράδοξο και απίστευτο γεγονός. Ανάμεσα στους προσκαλεσμένου σαν αστραπή διαδόθηκε η θλιβερή είδηση. Τύφλωσαν τον Ιβάτζη! Το κτήμα των Τσάρων απέκτησε πολεμική χροιά. Από παντού καταφθάνουν οπλισμένοι Βούλγαροι και περικυκλώνουν τους Έλληνες, φωνάζοντας "Σκοτώστε τους, Θάνατος στους προδότες.
Μερικοί Βούλγαροι έφεραν πίσσα, ξύλα και άχυρα, για να τους κάψουν ζωντανούς. Από το παράθυρο ο στρατηγός Δαφνομήλης κοίταζε ατάραχα το εξαγριωμένο πλήθος. "Εδώ η θα νικήσουμε η θα πεθάνουμε, είπε στους Έλληνες αξιωματικούς." Τότε βγήκε στο παράθυρο αψηφώντας τις πέτρες και τις σαΐτες που ερχόταν εναντίον του και ζήτησε να μιλήσει.
Απευθυνόμενος στους Βούλγαρους τους είπε : "Τον άρχοντα σας δεν τον τύφλωσα από προσωπικό μίσος. Ποιος από σας είναι τόσο ανόητος που νομίζει ότι ήρθα με δική μου πρωτοβουλία να αντιμετωπίσω τέτοιους κινδύνους ; Είμαι εδώ διότι με έστειλε ο αυτοκράτορας. Εκτελώ διαταγές. Αν αποφασίσετε να μας σκοτώσετε, ο Βασίλειος θα εκδικηθεί για τον θάνατο μας, και για κάθε έναν από εμάς θα σκοτώσει χιλιάδες Βούλγαρους." Στο άκουσμα και μόνον του Βουλγαροκτόνου έντρομοι εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια αντιστάσεως.
Τους κυρίευσε δέος και πανικός ενθυμούμενοι την μάχη του Κλειδιού πριν από τέσσερα χρόνια (29/7/1014). Αμέσως οι περισσότεροι Βούλγαροι άρχισαν να αποχωρούν. Λίγο αργότερα συγκλονισμένοι από το αναπάντεχο γεγονός, κάλεσαν τον στρατηγό Δαφνομήλη και του είπαν πως υποτάσσονται στον Έλληνα Βασιλιά και παραιτούνται από κάθε αντίσταση, με την προυπόθεση ο Αύγουστος Βουλγαροκτόνος να τους δώσει αμνηστία. Και τότε έγινε κάτι πρωτάκουστο στην παγκόσμια ιστορία. Οι τρεις τολμηροί Έλληνες κατέβηκαν από το δωμάτιο όπου είχαν κλειστεί, μεταφέροντας τον τυφλωμένο Ιβάτζη, και εξήλθαν χωρίς να τολμήσει να τους επιτεθεί κανείς. Έφυγαν εντελώς ανενόχλητοι !!! Στις 16 Αυγούστου 1018 ο Βουλγαροκτόνος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό το οποίο έβλεπε. Οι τρεις Έλληνες αξιωματικοί κρατούσαν στα χέρια τους αόμματο, τον Βούλγαρο στρατηγό Ιβάτζη.
Ο αυτοκράτορας διόρισε στρατηγό του θέματος του Δυρραχίου τον Δαφνομήλη και του χάρισε όλη την περιουσία του Ιβάτζη. Για πολλοστή φορά βλέπουμε ότι ο Ιησούς Χριστός και η Υπεραγία Θεοτόκος ευλογούν και επιτρέπουν την νόμιμη άμυνα στο Ελληνικό έθνος. Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα επέτρεπε η Παναγία την ημέρα που την εορτάζουν άπαντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, να συλλάβουν οι Έλληνες τον Ιβάτζη και να τον τυφλώσουν. Επίσης δεν θα επέτρεπε να πολεμήσουν οι Έλληνες για να πάρουν πίσω από τους Αγαρηνούς το Άγιο Μανδήλιο στις 15 Αυγούστου με τον στρατηγό Κουρκουά.
Στις 15 Αυγούστου εισήλθε νικητής ο Αργαλέος θάνατος των Σαρακηνών στην Κωνσταντινούπολη, για να γίνει αυτοκράτορας. Ο Αλλοδαπός-ευνούχος και πολιτικός Ιωσήφ Βρίγγας είχε προβάλει ένοπλη αντίσταση, με σκοπό να ι την άνοδο στον Ρωμαϊκό θρόνο του μεγάλου Έλληνα στρατηλάτη. Οι ένδοξοι στρατηγοί Κωνσταντίνος Διογένης και Ευστάθιος Δαφνομήλης, είναι δύο ακόμη Έλληνες που πολέμησαν για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδας την ελευθερία. Για αυτό και είχαν μαρτυρικό τέλος από τους διαχρονικούς διώκτες του Ελληνισμού, τους παράγοντες του Διονυσιακού πολιτισμού.
ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΜΕΙΝΕ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Το πιο καθοριστικό γεγονός στην Ελληνική ιστορία ήταν ο θάνατος του Έλληνας που αναπαύεται στο Έβδομον. Το μέγιστον ιστορικό γεγονός καθόρισε την τύχη του Imperium Romanum και του Ελληνικού έθνους μέχρι και σήμερα. Όσα χρόνια κυβέρνησε οι Αυτοκρατορικοί Αετοί πετούσαν νικηφόρα από την Κάτω Ιταλία μέχρι την Αρμενία, και από την Μακεδονία μέχρι την Συρία. Κατά την διάρκεια της Βασιλείας του, οι αιώνιοι και μεγαλύτεροι εχθροί του Ελληνικού έθνους, οι Γερμανοί από τα Δυτικά και οι Σελτζούκοι από τα Ανατολικά ζούσαν υπό το καθεστώς του απόλυτου τρόμου.
Έτρεμαν ακόμη και στο άκουσμα του αυτοκράτορα Βουλγαροκτόνου, για αυτό και ανέμεναν να αποβιώσει για να επιτεθούν στην Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατος. Σχεδίαζε να επιτεθεί στην υπό Γερμανική κατοχή Ιταλία. Είχε ήδη στείλει στρατιωτική προπομπή με επικεφαλής τον Ορέστη. Όσο ζούσε οι Γερμανοί (Φράγκοι-Νορμανδοί, Λογγοβάρδοι) και οι Σελτζούκοι δεν τολμούσαν ούτε να αναπνεύσουν.
Έντρομοι περίμεναν να πεθάνει για να ολοκληρώσουν τα ανθελληνικά σχέδια τους. Γνώριζαν πολύ καλά ότι αν τολμούσαν να επιτεθούν στην αυτοκρατορία θα είχαν την ίδια τύχη με τους Βούλγαρους και τους Άραβες. Οι ανθέλληνες Γερμανοί επί της Βασιλείας του Βουλγαροκτόνου γνώρισαν τον απόλυτο τρόμο.
Για αυτό και κατά την τέταρτη-εωσφορική Σταυροφορία, όταν κατέκτησαν την αυτοκρατορία και την πρωτεύουσα της, άνοιξαν τον τάφο του Βουλγαροκτόνου, τοποθέτησαν τον σκελετό επάνω σε ένα δέντρο και έβαλαν στο στόμα του μια φλογέρα. Ουδέποτε το έκαναν αυτό σε άλλο αυτοκράτορα. Τόσο μεγάλο ήταν το μίσος των Γερμανών για τον Βασίλειο, ο οποίος ελάχιστα έλειψε να ματαιώσει τα εθνοκτόνα σχέδια τους. Με βάση αυτήν την εωσφορική ενέργεια των Γερμανών, ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς έγραψε την “Φλογέρα του Βασιλιά”.
Είναι βέβαιον ότι σε περίπτωση που είχε παραμείνει στην ζωή ο Μέγας Βουλγαροκτόνος ότι οι Γερμανοί και οι Σελτζούκοι θα είχαν την ίδια τύχη με τους Βούλγαρους και δεν θα ήταν σε θέση να κατακτήσουν διαδοχικά την αυτοκρατορία. Κανένας άλλος βασιλιάς σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία δεν πήγε να πολεμήσει σε ηλικία 69 ετών, παρά μόνον ο Βασίλειος Β.
Η ενέργεια αυτή μας δείχνει το πόσο επικίνδυνη ήταν η Γερμανική αυτοκρατορία και οι συν αυτώ (Σελτζούκοι). Μετά από τόσες δεκαετίες με νίκες-δόξες και κακουχίες, ο ακαταπόνητος Έλληνας μονάρχης ετοιμαζόταν για μια ακόμη εκστρατεία, σε τόσο μεγάλη ηλικία. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι είχε αντιληφθεί τα ανθελληνικά σχέδια των Γερμανών. Εκτός από τους Γερμανούς και οι Σελτζούκοι ανέμεναν τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου, για να επιτεθούν στο Ρωμαϊκό κράτος.
Αυτοί ήταν οι "ατρόμητοι" πρόγονοι του Ρετζέπ-Ταγίπ Ερτνογάν τους οποίους τιμά με την εορτή του Μαντζικέρτ. Όλες οι αυτοκρατορίες έχουν ακμή και παρακμή. Για αυτό θα ήταν αδύνατον, να υπήρχε αιωνίως η Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Όμως εάν δεν πέθαινε ο Βασίλειος και κατακτούσε τους Γερμανούς, η τύχη της αυτοκρατορίας και ολόκληρου του Ελληνισμού, μέχρι και της ημέρες μας, θα ήταν πάρα πολύ διαφορετική. Μεταξύ πολλών άλλων δεν θα είχαμε γνωρίσει ούτε την Οθωμανική κατοχή των 400 και περισσότερων ετών.
Με τον θάνατο, του κορυφαίου Έλληνα αυτοκράτορα όλων των εποχών, οι Φράγκοι-Λογγοβάρδοι πήραν ανάσα ζωής και έδρασαν αμέσως. Οι Γερμανοί σε 75 χρόνια από την κοίμηση του Βασίλειου, έκαναν την πρώτη εωσφορική σταυροφορία και μέσα σε 179 χρόνια είχαν κατακτήσει ολόκληρη την αυτοκρατορία. ΓΙΑΤΙ ΕΝΟΧΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΕΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ;
Ο Βασίλειος επέτυχε το απόλυτο σε όλα. Πολεμούσε πολύ γενναία στην πρώτη γραμμή στα πεδία των μαχών. Έκανε τις μεγαλύτερες επιτυχίες, τα μεγαλύτερα επιτεύγματα από όλους τους υπόλοιπους Έλληνες, σε πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό επίπεδο. Oι επιτυχίες του Βουλγαροκτόνου δεν ήταν ποτέ βασισμένες, επάνω στην βαρύτατη φορολογία των φτωχών-Ελλήνων υπηκόων. Ουδέποτε το έκανε άλλος βασιλιάς αυτό το πράγμα, στον υπέρτατο βαθμό.
Μια στρατιωτική, μια πολιτική, μια κοινωνική επιτυχία για να έχει ηθική αξία, δεν πρέπει ποτέ να επιτυγχάνεται, εις βάρος της οικονομικής ευημερίας, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας των πολιτών η των υπηκόων. Στον αντίποδα ο Λατίφωνος Ιουστιανιανός ο Α, εισέπρατε τους ετήσιους, ακόμη και με ξυλοδαρμούς των υπηκόων. Όλα αυτά για να κάνει άσκοπους, επιθετικούς πολέμους, στα πλαίσια της υστεροφημίας του.
Υπήρξε μέγας προστάτης όλων των φτωχών και των αδικημένων. Για αυτό τους έδωσε πλήρη φοροαπαλλαγή, όσα χρόνια κυβερνούσε. Όλες της ετήσιες φορολογικές υποχρεώσεις των αδυνάτων Ελλήνων, όλα τα χρόνια που ήταν Βασιλιάς, της πλήρωναν οι πλούσιοι. Ενδεικτικό ήταν ότι, από τους ισχυρούς πήρε πίσω όλα τα κτήματα, που είχαν αποσπάσει άδικα από τους φτωχούς, και τα έδωσε πίσω στους δικαιούχους. Το ίδιο έκανε και με τα Εκκλησιατικά κτήματα.
Όμως ο Βασίλειος δεν σταμάτησε εκεί. Όσοι πλούσιοι εξακολουθούσαν να είναι άδικοι άνθρωποι, ανάλογα με την περίσταση είτε τους αφαιρούσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας, είτε τους αφαιρούσε ολόκληρη την περιουσία. Τους απολύτως κακούς-πλούσιους που δεν άλλαζαν τακτική, τους κατάντησε ζητιάνους στα καπηλειά και στα πανδοχεία της Μικράς Ασίας. Ανάμεσα σε όλα αυτά κατάργησε ακόμη και το δικαίωμα των δυνατών σε περίπτωση φόνου, να εξαγοράζουν την θανατική ποινή.
Μεγάλωσε με δικά του έξοδα όλα τα ορφανά των σκοτωμένων Ελλήνων στρατιωτών. Σπούδαζε τα αγόρια και εν συνεχεία τα έκανε στρατιώτες-αξιωματικούς, για να πολεμούν δίπλα του στα πεδία των μαχών. Διότι πολεμούσε για περισσότερο από τριάντα συνεχόμενα χρόνια, με Βούλγαρους, Άραβες, Χάζαρους, επαναστάτες κλπ. Το αποτέλεσμα ήταν εκείνες οι γενιές των ορφανών παιδιών, να μεγαλώσουν και να πολεμούν δίπλα, στον Βασίλειο, στα πεδία των μαχών.
Αυτό ήταν πολύ καθοριστικό στοιχείο για τις στρατιωτικές, επιτυχίες του Βασίλιεου. Επίσης όλα τα ορφανά κορίτσια που οι γονείς του σκοτώθηκαν στις μάχες, τα έδινε προίκα και τα πάντρευε. Κανένας άλλος βασιλιάς στον κόσμο δεν έχει κάνει τόσες πολλές ελεημοσύνες-φιλανθρωπίες όπως είχε κάνει ο Βουλγαροκτόνος. Υπήρξε ο μέγιστος προστάτης των φτωχών και των κατατρεγμένων. Κανένας άλλος Βασιλιάς, δεν εξίσωσε κοινωνικά τους φτωχούς με τους πλούσιους.
Η νομοθεσία του ήταν εξίσου δίκαιη και πολύ σκληρή για την κοσμική και την Εκκλησιαστική εξουσία. Καμία διαμαρτυρία δεν τον έκανε ποτέ να αλλάξει γνώμη. Όσες φορές του ζήτησε πίσω ο Πατριάρχης Σέργιος τα κτήματα της Εκκλησίας και των πλουσίων, ο Βασίλειος ήταν ανένδοτος και δεν δεχόταν ούτε καν να συζητήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Επί των ημερών του δεν υπήρχαν οφίκια-αξιώματα, για ιστορικές προσωπικότητες όπως οι Πατριάρχες Πολύευκτος, Κηρουλάριος και για πολιτικούς όπως ο Βασίλειος Λεκαπηνός, ο Ιωσήφ Βρίγγας και ο Μιχαήλ Ψελλός. Ενδεικτικό ήταν ότι άφησε δύο φορές κενό τον Πατριαρχικό θρόνο στην Κωνσταντινούπολη.
ΟΛΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΝ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Ο Βασίλειος Β από τα 18 του χρόνια μέχρι τον θάνατο του, έζησε χωρίς καθόλου γυναίκες. Δεν παντρεύτηκε ποτέ ώστε να είναι σε θέση να απελευθερώσει την Μακεδονία και παράλληλα να προστατέψει από οποιονδήποτε κίνδυνο την Ελλάδα. Ο Βασίλειος στερήθηκε κάθε ανθρώπινη χαρά, για να προστατέψει την Μακεδονία και την Ελλάδα από τους θανάσιμους κινδύνους, που αντιμετώπιζε εκείνη την εποχή. Θυσίασε όλη του την ζωή, για τον Χριστό, την Ελλάδα και την Μακεδονία.
Αυτό διότι είδε το πόσο επικίνδυνη ήταν η κατάσταση για την αυτοκρατορία και το έθνος. Κοιμόταν σε όλη την ζωή του στο έδαφος ενώ έτρωγε το ίδιο φαγητό με τους στρατιώτες. Ουδέποτε πολέμησε κάποιος βασιλιάς στην πρώτη γραμμή, της κάθε μάχης-πολέμου μέχρι τα 69 του χρόνια, για να απελευθερώσει την Μακεδονία και οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελληνικής-Ρωμαϊκής επικράτειας. Ποτέ δεν υπήρξε άλλος βασιλιάς να πολεμήσει σε ηλικία πάνω από τα 60 και να κάνει επιθέσεις ολομόναχος χωρίς σωματοφύλακες για να κερδηθεί η εκάστοτε μάχη-πόλεμος, για να απελευθερωθεί η Μακεδονία μας.
Όσα χρόνια κυβέρνησε οι Αυτοκρατορικοί Αετοί πετούσαν νικηφόρα από την Κάτω Ιταλία μέχρι την Αρμενία, και από την Μακεδονία μέχρι την Συρία. Εξαιτίας του δυναμισμού, της αποφασιστικότητας και της Φιλοπατρίας του Βουλγαροκτόνου το Ρωμαϊκό κράτος είχε μεγαλύτερη έκταση, δύναμη και ασφάλεια από την ημέρα, που δημιουργήθηκε.
Πότε άλλοτε δεν είχε ξαναγίνει κάτι παρόμοιο με το μοναδικό επίτευγμα του Βασίλειου. Από το Αζερμπαϊτζάν μέχρι την Κροατία ο Βασιλιάς ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος. Το ίδιο και στο εσωτερικό της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι πλούσιοι βρισκόταν υποταγμένοι και ανίσχυροι κάτω από την πανίσχυρη εξουσία του Αυτοκράτορα. Η στρατιωτική υπεροχή του Ρωμαϊκού κράτους εφέρε την αύξηση της πολιτικής ισχύος, την εδραίωση του Χριστιανισμού και του Ελληνικού πολιτισμού, εντός και εκτός των συνόρων στις χώρες που ασπάστηκαν την Ορθοδοξία. Από όλους τους ηγεμόνες μόνον ο Βασίλειος εφάρμοσε πιστά το απόλυτο αυτοκρατορικό Ελληνικό-Ρωμαϊκό ιδεώδες, της απεριόριστης δύναμης και πρόνοιας του Χριστού.
Κυριολεκτικά φαινόταν να είναι απεσταλμένος του Χριστού για να αποδείξει ότι ήταν εφικτό να γίνει η πολιτική θεωρία της Pax Romana πράξη. Αυτή ήταν ένωση των Ορθοδόξων λαών κάτω από την εξουσία του Έλληνα- Χριστιανού μονάρχη της βασιλεύουσας, ένα αξίωμα το οποίο έθεσαν ως στόχο οι προηγούμενοι αυτοκράτορες, το επέτυχε μόνον ο Βασίλειος. Ήταν ο απόλυτος παντοκράτορας του στρατού, των πολιτικών και των Εκκλησιαστικών αξιωματούχων.
Η εξουσία του ήταν πλαισιωμένη με Θεϊκή παντοδυναμία και ευλογία. Ενδεικτικό ήταν το θαύμα της Υπεραγίας Θεοτόκου κατά την διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, για να προστατέψει τον νεαρό αυτοκράτορα Βασίλειο Β, κατά την επανάσταση του Βάρδα Φωκά. Πραγματικά δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει όμοιος του Βουλγαροκτόνου. Mε μια εντολή του Έλληνα αυτοκράτορα Ρώσοι και Σλάβοι σταμάτησαν τους εχθρούς των Ελλήνων στην Κάτω Ιταλία. Αρμένιοι πολεμούσαν στον Δούναβη και Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στο Βασπρακάν.
Όταν βρισκόταν στην πρωτεύουσα ντυνόταν απλά. Για μια και μοναδική φορά ένας Έλληνας βασιλιάς συγκέντρωσε τόσες πολλές ικανότητες. Υπήρξε ο πιο αφοσιωμένος και φιλόπονος-φιλόπατρις ηγεμόνας.
Ήταν ο βασιλιάς-αυτοκράτορας με την ακατάλυτη αποφασιστικότητα, την στρατηγική ετοιμότητα του Δομέστικου των σχολών και την σχολαστική ακρίβεια, του λοχία εκπαιδευτή. Ήταν πολύ γενναίος στα πεδία των μαχών, και ήταν ακαταπόνητος στις σωματικές κακουχίες.Μέχρι και προσωρινό πάπα στην Ρώμη, επέτυχε να διορίσει, με στόχο να προστατέψει το Ελληνικό-Ρωμαϊκό κράτος, από τις επερχόμενες σταυροφορίες που προετοίμαζαν οι Γερμανοί. Η τύχη του Ελληνικού-Ρωμαϊκού κράτους και του έθνους κρίθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1025 μ.Χ. Ήταν η ημέρα που έφυγε από την ζωή ο κορυφαίος Έλληνας όλων των εποχών. Δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατος. Σχεδίαζε να επιτεθεί στην υπό Γερμανική κατοχή Ιταλία. Είχε ήδη στείλει στρατιωτική προπομπή με επικεφαλής τον Ορέστη. Ο Μέγας Βουλγαροκτόνος ήταν και έμεινε φαινόμενο μοναδικό.
Την δεκαετία του 990, ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες με τους Άραβες στη Συρία, στις οποίες ενεπλάκη και το φόρου υποτελές (στο Βυζάντιο) κράτος του Χαλεπίου που ελεγχόταν από την δυναστεία των Χαμδανιδών. Το έτος 993/994 ο Τούρκος στρατηγός Μαντζουτακίν πολιόρκησε την Απάμεια και ο στρατηγός Μιχαήλ Βούρτζης προσέτρεξε σε βοήθεια των Χαμδανιδών του Χαλεπίου. Τα αντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν ανάμεσα σε δυο ρηχά περάσματα του ποταμού Ορόντη, κοντά στην Απάμεια, στις 15 Σεπτεμβρίου 994.
Οι Άραβες παρακάμπτουν τους Χαμδανίδες με αποτέλεσμα να βρεθούν στις πλάτες του Ρωμαϊκού στρατού, ο οποίος ηττήθηκε με μεγάλες απώλειες. Οι Φατιμίδες συνέχισαν την πολιορκία του Χαλεπίου ενώ κατέλαβαν και το Αζάζιον. Η ήττα αυτή προκάλεσε την άμεση επέμβαση του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ με την απόλυση του Βούρτζη από την θέση του και την αντικατάστασή του από τον Δαμιανό Δαλασσηνό.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας τον επόμενο χρόνο εκστράτευσε με επιτυχία στην περιοχή. Δυστυχώς όλοι οι ιστορικοί πλήν ελαχίστων αποκρύπτουν την συντριβή του Τούρκου στρατηγού Μανγιουτακίν και των 80000 Μωαμεθανών, οι οποίοι και μόνον στην θέα του Βασίλειου Β και των 17000 ανδρών του ετράπησαν σε φυγή.
Το ένδοξο και συνάμα παράδοξο αυτού του τρομερού επιτεύγματος ήταν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στρατιωτών που είχε στην διάθεση του ο Βασιλιάς ήταν Βούλγαροι αιχμάλωτοι πολέμου. Ο Έλληνας αυτοκράτορας δεν ήθελε να αποδυναμώσει σε ισχύ τα στρατεύματα που πολεμούσαν στο βόρειο μέτωπο με τον Σαμουήλ. Πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά πετυχαίνει αυτοκράτορας τόσο μεγάλες νίκες, με τόσο μικρό στράτευμα αριθμητικά και το οποίο στην συντριπτική του πλειοψηφία αποτελούνταν από αιχμάλωτους πολέμου. Ουδέποτε το τόλμησε αυτό στα παγκόσμια χρονικά άλλος αυτοκράτορας-ηγεμόνας και αν το επιχειρούσε θα είχε ήδη δολοφονηθεί μαζί με τους λίγους αριθμητικά στρατιώτες του. Την πλειοψηφία του Ρωμαϊκού στρατεύματος αποτελούσαν Βούλγαροι αιχμάλωτοι πολέμου.
Το σωτήριο έτος 1017 το μοναδικό φαινόμενο της παγκόσμιας ιστορίας εκστράτευσε για πολλοστή φορά ενάντια στους Κουμάνους. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας στην Καστοριά έφτασαν πληροφορίες από την Ρωμαϊκή αντικατασκοπεία με επικεφαλής τον στρατηγό Δαφνομήλη και τον Νικήτα, ότι ο κυβερνήτης Κρακράς σχεδίαζε να επιτεθεί στη βορειοανατολική Βουλγαρία με σκοπό να ανακτήσει τα κατακτημένα εδάφη. Η κίνηση αυτή έγινε με την συνεργασία των ομοεθνών που τότε ζούσαν βόρεια του Δούναβη. Ο Βουλγαροκτόνος όταν έμαθε για αυτήν την δυσμενή εξέλιξη, έλυσε την πολιορκία της Καστοριάς και έσπευσε προς τα βόρεια για να προστατέψει τα Ρωμαϊκά εδάφη.
Εν τούτοις οι Πετσενέγοι στο άκουσμα ότι θα αντιμετωπίσουν τον Έλληνα αυτοκράτορα ανακάλεσαν την αρχική τους απόφαση και αρνήθηκαν να πολεμήσουν μαζί με τους Βουλγάρους, οπότε ο Βουλγαροκτόνος πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Κατά την επιστροφή του από τον βορρά, τον φθινόπωρο του 1017, ο Μέγας Βασίλειος επιτέθηκε και κατέλαβε το φρούριο της Σέτινας το οποίο βρίσκεται ανατολικά από το χωριό Σκοπός της Φλώρινας. Το κάστρο ήταν μικρό αλλά οι αποθήκες του ήταν γεμάτες σιτάρι.
Ο αυτοκράτορας μοίρασε το σιτάρι στους κατοίκους και ότι περίσσεψε το έκαψε. ΟΙ Βούλγαροι αντέδρασαν και υπό την ηγεσία του τσάρου Ιβάν Βλαντισλάβ βάδισαν εναντίον των Ρωμαϊκού στην Σέτινα. Ο Βασίλειος έστειλε εναντίον των Βουλγάρων που πλησίαζαν ένα τάγμα με επικεφαλής τον στρατηγό-Δούκα Κωνσταντίνο Διογένη. Η μονάδα αυτή έπεσε σε ενέδρα των Βουλγάρων και περικυκλώθηκε. Θρυλικά έμειναν τα λόγια του όταν σε ηλικία 60 ετών τον ενημέρωσαν ότι ο Στρατηγός Κων. Διογένης, στις εσχατιές της Μακεδονίας έπεσε σε ενέδρα των Βουλγάρων, και δεν έχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. Τότε ο ηλικιωμένος Αυτοκράτορας Βασίλειος Β ανέβηκε στο πρώτο άλογο που βρήκε μπροστά του λέγοντας : «ὅστις πολεμιστής, ἀκολουθείτω μοι» και όρμησε εναντίον των εχθρών. Μόλις τον είδαν οι Βούλγαροι έντρομοι άρχισαν να κραυγάζουν «βεζεῖτε ὁ τζέσαρ» (τρέξτε ο βασιλιάς) και τράπηκαν σε άτακτη φυγή, συμπεριλαμβανομένου και του τσάρου.
Ο Βασίλειος έφτασε πρώτος με συνέπεια να πολεμήσει, στην μάχη για αρκετά λεπτά ολομόναχος. Ο Ελληνικός Στρατός έτρεξε από πίσω του, όλοι οι Έλληνες για να πολεμήσουν, όμως έπρεπε πρώτα να ετοιμάσουν τα άλογα, και να βάλουν τον πολεμικό τους εξοπλισμό. Με την άτακτη υποχώρηση άρχισε να τους καταδιώκει το τάγμα του Διογένη, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτίσουν ένα τμήμα του Βουλγαρικού στρατεύματος.
Στην συνέχεια ο Ρωμαϊκός στρατός αποχώρησε από την περιοχή και λίγο μετά τον Ιανουάριο του 1018, ο Αύγουστος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Κανένας άλλος Βασιλιάς στην παγκόσμια ιστορία δεν τόλμησε να επιτεθεί ολομόναχος σε παρόμοια περίπτωση. Εν τούτοις οποιοσδήποτε αν το επιχειρούσε θα είχε χάσει την ζωή του. H γεωγραφική θέση και η μορφολογία του εδάφους (Χαράδρα) δεν άφηναν κανέναν περιθώριο.
Ο Μέγιστος του Ελληνισμού όχι μόνον έβαλε για πολλοστή φορά σε κίνδυνο την ζωή του στα πεδία των μαχών για την Ελλάδα, αλλά αν σκοτωνόταν θα άλλαζαν εντελώς τα γεωστρατηγικά και τα γεωπολιτικά δεδομένα. Οι Βούλγαροι θα είχαν την ψυχολογία με το μέρος τους και θα χανόταν δια παντός η Μακεδονία και η Θεσσαλία από το Imperium Roanum.
Ο Βουλγαρικός στρατός αποδείχτηκε ότι ήταν ο πιο σκληροτράχηλος και επικίνδυνος κατά την αρχαία και την μεσαιωνική εποχή. O Μέγας Βουλγαροκτόνος αντιμετώπισε την πιο σκληροτράχηλη φυλή της ανθρωπότητας, η οποία υποστηριζόταν από την τότε νέα τάξη πραγμάτων. Ανεξάντλητα ήταν τα Βουλγαρικά στρατεύματα. Πρώτη φορά παγκοσμίως μέχρι και σήμερα συνέβη κάτι τέτοιο. Ακόμη και οι Άραβες με τα επί αιώνες ανεξάντλητα στρατεύματα τους, μετά την ήττα στο Ακροϊνόν το 740 μ.Χ. σταμάτησαν εντελώς για μερικά χρόνια τις επιδομές-επιθέσεις ενάντια στην Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Εν τούτοις οι κατώτεροι σε πολεμικές δεξιότητες και λιγότεροι αριθμητικά Βούλγαροι, είχαν ατελείωτα αποθέματα στρατιωτικού δυναμικού !!! Για αυτό και μετά από τις τρεις συντριπτικές ήττες στον Σπερχειό, στον Αξιό και στο Κλειδί συνέχιζαν απτόητοι τις πολεμικές συγκρούσεις. Στις τρεις αυτές μάχες οι απώλειες των Βούλγαρων ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές που υπέστησαν οι Άραβες στο Ακροϊνόν.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι στις μάχες του Σπερχειού-Κλειδιού τέθηκαν οριστικά εκτός μάχης 26 χιλιάδες Βούλγαροι. Οι Άραβες με απώλειες 6000 Ισμαηλιτών στο Ακροϊνόν και έκαναν κάποια χρόνια για να ανακάμψουν. Κυριολεκτικά οι Κουμάνοι-Βούλγαροι αποτελούν παγκόσμιο φαινόμενο. Αν και πληθυσμιακά ήταν πολύ μικρότερο έθνος σε σχέση με τους Μωαμεθανούς, δεν τελείωναν ποτέ οι άνδρες του Βουλγαρικού στρατού !!!
Το μεγαλύτερο αριθμητικά στράτευμα την αρχαία και την μεσαιωνική περίοδο το είχε η Περσική αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών-Σασσανιδών, με 150000 εως 2000000 στρατιώτες. Όμως μετά τις συντριπτικές ήττες σε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Πλαταιές, Μυκάλη, σε συνδυασμό με τα Διονυσιακά αξιώματα, μέσα σε έντεκα χρόνια η κορυφαία αυτοκρατορία του κόσμου, από την σφοδρότητα των πολέμων οδηγήθηκε στην παρακμή και όχι μόνον δεν εκστράτευσε ξανά εναντίον του Ελληνικού έθνους, αλλά εν συνεχεία κατακτήθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και τον μεσαίωνα από τον Μέγα Ηράκλειο. Ο Αυτοκράτορας από την Αγιοτόκο Καππαδοκία κατέκτησε την Περσική αυτοκρατορία μέσα σε έξι χρόνια και την οδήγησε στον οριστικό αφανισμό, και στην Αραβική κατάκτηση. Από την ένταση του πολέμου και την σκληρότητα των μαχών με τους Έλληνες του Ρωμαϊκού κράτους, μια παγκόσμια αυτοκρατορία χάθηκε οριστικά μέσα σε τριάντα χρόνια. Δυο φορές από την σφοδρότητα των πολέμων διαλύθηκε μια παγκόσμια αυτοκρατορία, από τον Αλέξανδρο και τον Ηράκλειο. Στον αντίποδα οι Βούλγαροι παρέμειναν πάντοτε με ακμαίο το ηθικό και με αναρίθμητο στράτευμα, χωρίς να καταπονούνται και να εγκαταλείπουν τον πόλεμο μετά από τρεις δεκαετίες πολέμου και τρεις συντριπτικές ήττες !!!
ΕΝΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ. Η Βουλγαρία ήταν Ρωμαϊκή επαρχία επί αυτοκράτορος Ιωάννη Ά Τσιμισκή. Κατόπιν λανθασμένης διπλωματικής κινήσεως του Αγίου-αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά, με στόχο να προστατέψει την αυτοκρατορία από τους Βούλγαρους, άλλαξαν ριζικά τα γεωστρατηγικά δεδομένα στα Βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας.
Οι Ρώσοι του Σβιατοσλάβου εισέβαλαν στα Βουλγαρικά εδάφη, στην συνέχεια αρνήθηκαν να αποχωρήσουν και έγιναν πολύ απειλητικοί προς την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τους Ρώσους είχε καλέσει σε βοήθεια ο Άγιος-αυτοκράτορας Νικηφόρος Β Φωκάς, καθώς δεν ήταν σε θέση να διεξάγει πολέμους σε δύο μεγάλα μέτωπα παράλληλα (Ανατολή-Άραβες και Βοράς-Βούλγαροι). Εντούτοις οι Ρώσοι αθέτησαν την συμφωνία με και έγιναν κατακτητές της Βουλγαρίας.
Ο Ελληνοαρμένιος Ι. Τσιμισκής νίκησε τους Ρώσους και τους απομάκρυνε από την Βαλανική χερσόνησο. Η Βουλγαρία επί αυτοκράτορος Ιωάννη Α Κουρκουά, έγινε Ελληνική-Ρωμαϊκή επαρχία και ήταν φόρου υποτελής. Εντούτοις με το που έγινε αυτοκράτορας ο Βασίλειος επέτυχαν οι Βούλγαροι μέσα σε ελάχιστες ημέρες να “επαναστατήσουν” και να γίνουν ένα πάρα πολύ ισχυρό βασίλειο. Οι Βούλγαροι επί Βασίλειου Β, είχαν κάνει κάτι πρωτόγνωρο καθώς είχαν κατακτήσει το 80% των κάστρων της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Είχαν κόψει την Ελληνική-Ρωμαϊκή επικράτεια στα δύο.
Η Θεσσαλονίκη ήταν εκείνους τους αιώνες η δεύτερη πιο σημαντική πόλη της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το νέο Βουλγαρικό βασίλειο σε σχέση με το προηγούμενο κράτος είχε ως επίκεντρο την Μακεδονία-Θεσσαλία. Η περίεργη επανάσταση ενάντια στον Βασίλειο.
Τις ημέρες κατά τις οποίες έγινε η επανάσταση βρέθηκαν σε θέση να “δραπετεύσουν”, από την Βασιλεύουσα- Κωνσταντινούπολη, οι αδελφοί Κομητόπουλοι. Αυτό έγινε με την παρέμβαση της αλλοδαπής-πολιτικής αριστοκρατίας, της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Διαχρονικά ουδέποτε στην παγκόσμια ιστορία επέτυχε οποιοδήποτε έθνος, το οποίο υπήρξε προηγουμένως σκλαβωμένο σε άλλο κράτος, να γίνει ένα πολύ ισχυρό βασίλειο μέσα σε ελάχιστους μήνες. Αυτό είναι τελείως αφύσικο πράγμα από κάθε άποψη.
Ακόμη και εμείς οι Έλληνες, με τόσο υψηλό πολιτισμό κάναμε 400 συναπτά έτη, για να απελευθερωθούμε από τους Τούρκους και αντίστοιχα άλλα τόσα από τον Ρωμαϊκό ζυγό. Οι Βούλγαροι δεν είχαν τον πολιτισμό, την διοίκηση, την οργάνωση, και την ισχύ, για ένα τέτοιο επίτευγμα. Όμως το επέτυχαν με την υποστήριξη των νεοταξιτών-παγανιστών εκείνης της εποχής. Αν και οι συνθήκες σκλαβιάς των Βουλγάρων ήταν τελείως διαφορετικές από τις συνθήκες τις οποίες ήταν σκλαβωμένο το Ελληνικό έθνος, στους Ρωμαίους και στους Τούρκους όμως και πάλι δεν υπάρχει καμία λογική-τεκμηριωμένη επιστημονική εξήγηση.
Οι Έλληνες ως κατακτητές απέναντι στους Βούλγαρους υπήρξαν πάρα πολύ ευγενικοί. Οι Έλληνες με τον κορυφαίο πολιτισμό στον κόσμο, τον οποίο ουδέποτε δημιούργησε είτε θα δημιουργήσει οποιοδήποτε άλλο έθνος, και εν τούτοις χρειάστηκε να περάσουν αιώνες για να είναι σε θέση να επαναστατήσουν, ενάντια στους Οθωμανούς. Φυσικά δεν ήταν μόνον ο Ελληνικός πολιτισμός αλλά και ο Χριστιανισμός ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην Ελληνική επανάσταση του 1821. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο από καταβολής κόσμου, ένας λαός ο οποίος είναι σκλαβωμένος, να επιτύχει μέσα σε μερικούς μήνες να επαναστατήσει και να γίνει ένα πανίσχυρο βασίλειο, παίρνοντας πίσω όχι μόνον τα δικά του εδάφη, αλλά και κατακτώντας ένα μεγάλο μέρος των εδαφών του έθνους στο οποίο προηγουμένως ήταν σκλαβωμένος.
Είναι φανερό ότι πίσω από την “επανάσταση” ήταν η πολιτική αριστοκρατία της Πόλης, με τους παράγοντες του Διονυσιακού πολιτισμού εκείνης της εποχής. Στο “επίτευγμα” των Βουλγάρων, συνέβαλε και ο Ελληνικός εμφύλιος, τον οποίο δημιούργησε, η πολιτική αριστοκρατία, με την εσκεμμένη και εντελώς άδικη αφαίρεση, των αξιωμάτων του Ελληνοαρμένιου στρατηγού Βάρδα Σκληρού. Η πιο ολοκληρωμένη ιστορική παρουσίαση των πολέμων του Βασιλείου Β΄ με τους Βούλγαρους, γίνεται στο λογοτεχνικό αριστούργημα της Πηνελόπης Δέλτα, με την ονομασία “Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου”
Ο βασικός στόχος της Δέλτα, ήταν να διδάξει μέσα από το μυθιστόρημά της, την πραγματική ιστορία, με σκοπό να διαποτίσει με τα ιδανικά της αγάπης για την πατρίδα, τον Χριστό και το έθνος. Σε αυτό το πλαίσιο, χρησιμοποίησε το μνημειώδες έργο του Γάλλου ιστορικού Gustave Schlumberger, την “Βυζαντινή Εποποιία”. Γραμμένα μέσα από το εθνικιστικό πρίσμα της πρώτης γενιάς των δημοτικιστών, τα μυθιστορήματα της Δέλτα είναι απαραίτητα και θεωρούνται από τα πιο σημαντικά αναγνώσματα για όλες τις γενιές των Ελλήνων.
Η εθνική παιδεία της εποχής του “Μακεδονικού αγώνα”, περνούσε μέσα από την εικόνα του κορυφαίου Έλληνα αυτοκράτορα όλων των εποχών. Ο Ευστάθιος Δαφνομήλης ήταν ένας στρατηγός Κομάντο, την εποχή του Βουλγαροκτόνου, ο οποίος εκτέλεσε μια από τις πιο παράτολμες στρατιωτικές αποστολές στην παγκόσμια ιστορία. Να περάσουμε να δούμε πως περιγράφει την ασύλληπτη ενέργεια του, η Πηνελόπη Δέλτα : “Πέντε – έξι αξιωματικοί πλησίαζαν καβάλα. Παρακάτω, στο φως των αναμμένων δαυλών, πλήθος πυκνό κυμάτιζε. Ήταν οι Βούλγαροι αιχμάλωτοι που έφθαναν στο στρατόπεδο. Οι αξιωματικοί χαιρέτησαν τον Αυτοκράτορα και πήδησαν από τ’ άλογα.
Ο Βασίλειος αναγνώρισε τον Κωνσταντίνο Διογένη και τον Νικηφόρο Ξιφία μ’ ένα δυο άλλους στρατηγούς. Ο Ιβάτζης; ρώτησε ο Βασίλειος με σκοτεινιασμένα φρύδια, δείχνοντας μερικούς στρατιώτες που έφθαναν, σέρνοντας έναν αιχμάλωτο πισθάγκωνα δεμένο. –Όχι, Δέσποτα, είπε με λύπη ο Διογένης, δεν τον βρήκαν ακόμα! Δυο σώματα τον γυρεύουν, καθώς και τον Νικουλιτσά που μας ξέφυγε. Αυτός εδώ είναι ο ανεψιός του Βλαδισλάβ.
Τον πιάσαμε με όλες τις αποσκευές του Τσάρου και του Κρακρά. – Λύσετε τον και φερθείτε του σαν βολιάς που είναι, είπε ο Βασίλειος. Πολέμησε παλικαρίσια και νικήθηκε. Τιμή σε τέτοιους νικημένους. Τον Ιβάτζη όμως… Δεν τελείωσε τη φράση του. Ο τόνος όμως μαρτυρούσε την έχθρα που φούσκωνε την καρδιά του. Όταν γύρισε στη σκηνή του, βρήκε την Αλεξία και τον Μιχαήλ όπως τους είχε αφήσει. Σιωπηλά πέρασε σε άλλο χώρισμα, και πλάγιασε σε μια προβιά. Χαρά για την επιτυχία του καμιά δεν ένιωθε.
Η νίκη, που είχε καταστρέψει τους εχθρούς του, του κόστιζε ακριβά. Την είχε πληρώσει με τη ζωή του Γίνου Βούγα. Λίγο – λίγο, σε όλο το στρατόπεδο η σιωπή απλώθηκε. Τα φώτα έσβησαν. Αποκαμωμένοι οι στρατιώτες είχαν πέσει να κοιμηθούν. Και μόνο στη βασιλική σκηνή, αργά αποκαίουνταν οι λαμπάδες.
Και η τρεμουλιάρικη φλόγα πένθιμα φώτιζε το ασάλευτο πρόσωπο του νεκρού και τις γαλάζιες δίπλες του μανδύα, στερνό δώρο του Αυτοκράτορα που το είχε ρίξει, σάβανο βασιλικό, απάνω στο πεθαμένο παλικάρι. Και γονατισμένοι πλάγι – πλάγι, μέσα στη νυχτερινή σιγή, ο Μιχαήλ και η Αλεξία, ενωμένοι στη φρικτή τους λύπη, ως την ψυχή συντριμμένοι, αγρυπνούσαν κοντά στο νεκρό.
Η μεγάλη αυτή μάχη του καλοκαιριού του 1017, που κατέστρεψε το στρατό του Βλαδισλάβ, τελείωσε και το μακρύ βουλγάρικο πόλεμο, που είχε αρχίσει στα 986 και βάσταξε τριανταδυό χρόνια. Ύστερα από την τρανή του νίκη, ο Βασίλειος πήγε στα Βοδενά, και ως το τέλος του χρόνου κατέγινε να διοικήσει και να διοργανώσει στρατιωτικά τις νέες κατακτήσεις. Ύστερα γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου λαός και αρχές τον δέχθηκαν με μεγάλες τελετές, τον Ιανουάριο του 1018. Εκεί έμαθε, σε λίγο, πως ο αδάμαστος Βλαδισλάβ όχι μόνο δεν είχε χάσει το θάρρος του, αλλά και κατόρθωσε να μαζέψει πάλι στρατό και να πολιορκήσει το Δυρράχιο. Λίγο όμως βάσταξε η στάση αυτή.
Η τύχη είχε παρατήσει πια το γενναίο μα και δόλιο βολιά. Μόλις άρχισε η πολιορκία του Δυρραχίου, κάποιος στρατιώτης Βούλγαρος, ίσως ένας από τους αφοσιωμένους στο κόμμα του Ρωμανού, μαχαίρωσε τον Βλαδισλάβ, εκδικώντας έτσι τη δολοφονία του γιου του Σαμουήλ. Σαν το έμαθε, ο Βασίλειος μάζεψε το στρατό του και ξεκίνησε για τη Μακεδονία, κρίνοντας σωστά πως ο θάνατος αυτός θ’ απέλπιζε και τους τελευταίους επαναστάτες, και πως η ώρα ήταν κατάλληλη να ειρηνεύσει πια τον τόπο. Και αλήθεια, σε όλο το δρόμο, ούτε μια φορά δε χρειάστηκε να χτυπηθεί ο στρατός του με τους Βουλγάρους. Από παντού έφθαναν άρχοντες και φρούραρχοι, και προσκυνούσαν και παρέδιδαν χώρες και φρούρια. Τέλος ήλθε και ο ανδρείος και αλύγιστος Κρακράς με τα κλειδιά των τριάντα τελευταίων κάστρων, και προσκύνησε και αυτός.
Ο Βασίλειος, που ήταν όχι μόνο μεγάλος στρατηγός αλλά και λαμπρός πολιτικός, όλους αυτούς τους δέχθηκε με τιμές, και τους έδωσε αξιώματα και μεγαλεία ανάλογα με τη θέση και την αξία του καθενός. Έτσι έφθασε στην Αχρίδα, όπου ήλθε και παραδόθηκε η χήρα του Ιωάννη Βλαδισλάβ με πλήθος πριγκιπόπουλα, ορφανά των δύο τελευταίων Τσάρων. Δυο μόνο βολιάδες έλειπαν ακόμα.
Ο Νικουλιτσάς και ο Ιβάτζης. Είχαν πάρει και οι δυο τα βουνά, αποφασισμένοι να μην υποταχθούν. Ο Ιβάτζης όμως, που ήταν από μεγάλη αρχοντική οικογένεια, έβαλε με το νου του να μαζέψει γύρω του στρατό, και όχι μόνο να ξαναξυπνήσει την επανάσταση, αλλά και να γίνει αυτός Τσάρος της Βουλγαρίας. Στην πλαγιά του Βροχωτού, βουνού απόκρημνου, βρίσκουνταν τότε ένα κτήμα των Τσάρων, η Πρόνιστα. Ήταν σε μέρος ωραιότατο και κατάφυτο, και συνάμα οχυρότατο, φυσικά προστατευμένο από μια στενή κλεισούρα όπου περνούσε ο μόνος δρόμος που ανέβαινε στο κτήμα, και όπου λίγοι άντρες αρκούσαν για να σταματήσουν στρατόν ολόκληρο.
Εκεί είχε αποτραβηχτεί ο Ιβάτζης με μερικούς τολμηρούς συντρόφους. Και λίγο – λίγο είχε κατορθώσει να μαζέψει γύρω του αρκετό στρατό, ώστε να μη φοβάται την επίθεση του Αυτοκράτορα. Μόλις το έμαθε, ο Βασίλειος έφυγε από την Αχρίδα, όπου άφησε στρατηγό τον Ευστάθιο Δαφνομήλη, και πήγε στη Διαβολή, για να βρίσκεται πιο κοντά στην απόρθητη φωλιά της επανάστασης. Με όλη του την έχθρα και το θυμό, έγραψε του Ιβάτζη ένα γράμμα όπου του απέδειχνε πόσο τρελή ήταν πια η αντίσταση. Και με την ελπίδα ν’ αποφύγει καινούριες αιματοχυσίες, του πρότεινε να υποταχθεί, δίνοντας του την υπόσχεση πως θα τον δεχθεί και αυτόν με τιμές και δόξες, όπως τους άλλους γενναίους βολιάδες.
Ο πονηρός Βούλγαρος, για να κερδίσει καιρό, αποκρίθηκε με κολακείες κι ευγένειες και μισές υποσχέσεις, χωρίς όμως και να δεθεί με τελειωτική απάντηση. Και στο μεταξύ, κρυφά εξακολουθούσε να ετοιμάζεται για την επανάσταση. Ο Βασίλειος το ήξερε και φουρκίζουνταν και αδημονούσε. Μα ο θυμός του πήγαινε χαμένος, γιατί σ’ εκείνα τα κορφοβούνια στρατός δεν μπορούσε ν’ ανέβει. Ήταν παραμονές του Δεκαπενταύγουστου.
Στο παλάτι του μέσα της Αχρίδας, ο Ευστάθιος Δαφνομήλης πήγαινε κι έρχουνταν απάνω – κάτω νευρικά στο δωμάτιο του. Κάθε λίγο σταματούσε στο τραπέζι του, έπαιρνε ένα ανοιγμένο γράμμα, το ξαναδιάβαζε, και πάλι το έριχνε στο τραπέζι και ξανάρχιζε τον ανήσυχο περίπατο του. Κάπου – κάπου πήγαινε στην πόρτα, έριχνε μια ματιά στο διάδρομο, και πάλι με σουφρωμένα φρύδια γύριζε στο τραπέζι του, ξαναχώνουνταν στη μελέτη της περγαμηνής, και πάλι την άφηνε και ξανάρχιζε να πηγαινοέρχεται. Και όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο νευρικός γίνουνταν. Τέλος η πόρτα άνοιξε απέξω κι ένας άντρας μπήκε.
Ο Δαφνομήλης έβγαλε μια φωνή ανακουφισμένη και άπλωσε τα δυο του χέρια. – Επιτέλους! φώναξε. Έλεγα πως έπαθες τίποτα, Νικήτα, και άργησες τόσο! Ο Νικήτας πήρε το χέρι του στρατηγού και έσκυψε και το φίλησε. – Άργησα Ευστάθιε Δαφνομήλη, γιατί ήθελα να σου φέρω τις πληροφορίες που μου ζήτησες, είπε. Έμαθες τίποτα; Λέγε γρήγορα! αναφώνησε ο στρατηγός παίρνοντας από το τραπέζι την απλωμένη περγαμηνή. Οι δικές μου ειδήσεις είναι πως ο καταραμένος αυτός Ιβάτζης μας παίζει με τα λόγια του, και με ψευτοϋποσχέσεις γυρεύει να πουλήσει τον Αυτοκράτορα. Ξέρεις όμως ποια είναι η αλήθεια; – Ξέρω, αποκρίθηκε ο Νικήτας. Η φάρα του ολόκληρη βρίσκεται μαζεμένη στην Πρόνιστα, επίσης και πλήθος βουνίσιοι που του έμειναν πιστοί.
Τους εκάλεσε όλους, τάχα πως θα εορτάσει την Κοίμηση της Παναγίας, μα πραγματικά στο παλάτι του ετοιμάζεται καινούρια επανάσταση. – Και ο Αυτοκράτορας το ξέρει; – Το ξέρει και τρώγεται και οργίζεται. Μα τι να κάνει; Στρατός δεν μπορεί ν’ ανέβει εκεί απάνω, στο αετοβούνι του Βουλγάρου. – Στρατός, όχι βέβαια, είπε ο Δαφνομήλης. Ένας όμως μπορεί. Και θα πάγω εγώ. Τα μάτια του Νικήτα έλαμψαν. – Το ήξερα, είπε. Και γι’ αυτό ήλθα. Μα δε θα πας μόνος σου, Ευστάθιε Δαφνομήλη. Θα πάρεις και δυο συντρόφους, και ή θα νικήσομε μαζί σου ή θα πέσομε και οι τρεις. Ο Δαφνομήλης χαμογέλασε. – Εσύ, καλά, πιστέ μου Νικήτα, είπε. Έλα, θα σ’ έχω ανάγκη. Μα ποιος είναι ο άλλος που θα θελήσει να μπει σ’ αυτή τη σφηκοφωλιά; – Ο Ιγερινός. – Ο Μιχαήλ; Με απορία κοίταξε ο στρατηγός τον αφοσιωμένο του κατάσκοπο. – Ναι, στρατηγέ, ήλθε μαζί μου. Είχα μισομαντέψει το σκοπό σου από το γράμμα σου, και του το είπα. – Και θα δεχθεί να έλθει; – Θα σε παρακαλέσει. – Και η αρραβωνιαστική του; Ο Νικήτας στέναξε. – Η κακομοίρα! Μουρμούρισε. –
Τι τρέχει; Τα χάλασαν; – Τι, τον αρραβώνα; Όχι, δεν τον χάλασαν, ούτε θα τον χαλάσουν. – Λοιπόν; – Τι τα θέλεις, στρατηγέ, είπε πάλι ο Νικήτας. Τέτοιος αρραβώνας χειρότερος είναι και από θάνατο. – Δεν ξέχασε η κόρη τον άλλο; ρώτησε ο Δαφνομήλης χαμηλώνοντας τη φωνή του. – Ούτε θα τον ξεχάσει ποτέ. – Μα λοιπόν γιατί αρραβωνιάστηκαν; – Γιατί τους το άφησε παραγγελιά πριν πεθάνει… ο άλλος. – Ο Κρηνίτης; – Ναι! Πριν φύγει εκείνη τη μέρα, έβαλε τον Ιγερινό να ορκιστεί μαζί του, πως όποιος από τους δυο γυρίσει ζωντανός θα έπαιρνε την Αλεξία Αργυρή, και συνάμα έγραψε της Αλεξίας πως της άφηνε παραγγελιά να πάρει το φίλο του. Και από κει που ήθελε η κόρη να κλειστεί σε μοναστήρι, άλλαξε γνώμη. Δε θέλει, λέγει, να παρακούσει του πεθαμένου. Στο λείψανο του ορκίστηκε να κάνει το θέλημα του. Με βαριά καρδιά τους αρραβώνιασε λοιπόν ο Αυτοκράτορας.
Μα ήταν αληθινή κηδεία εκείνος ο αρραβώνας! Και από τότε χωρίστηκαν, και δεν την ξαναείδε ο Ιγερινός. – Πώς αυτό; – Εκείνη πήγε στη Θεσσαλονίκη όπου μένει με την αδελφή του. Κι εκείνος κυνηγά τον Ιβάτζη. – Και είναι τώρα εδώ; – Ναι, στρατηγέ. – Πες του να έλθει. Καθώς μπήκε ο Μιχαήλ στην κάμαρα, ο Δαφνομήλης σηκώθηκε να τον καλωσορίσει. Μα κοντοστάθηκε ξαφνισμένος. Ο Μιχαήλ ήταν σχεδόν γέρος. Το αναίματο ισχνό του πρόσωπο ασάλευτο και αγέλαστο, ήταν σα μαρμαρωμένο, σαν άψυχο. Μόνο στα βουλιαγμένα τους κοιλώματα, σκοτεινά και ισκιωμένα, τα μάτια του φύλαγαν ακόμα ζωή. Το αργό του περπάτημα, οι κυρτοί του ώμοι, τα ψαρά του μαλλιά, κάτασπρα στα μηνίγγια, τον έκαμναν αγνώριστο. Ο Δαφνομήλης, κάπως συγκινημένος, θέλησε να κρύψει την εντύπωση του. – Κάθησε νά ξεκουραστείς, του είπε με συμπάθεια, φαίνεσαι κουρασμένος. Αργότερα μιλούμε. –
Δεν είμαι κουρασμένος, αποκρίθηκε ήσυχα ο Μιχαήλ, και ίσως είναι καλύτερο να μη χάνομε καιρό, Ευστάθιε Δαφνομήλη. – Τι εννοείς; – Πως αν έχεις καμιάν ελπίδα να εκτελέσεις το σχέδιο σου, τώρα είναι περίσταση, στην εορτή μέσα. – Ξέρεις λοιπόν το σχέδιο μου; ρώτησε ο Δαφνομήλης. – Ξέρω πως είσαι άξιος να πας να μαχαιρώσεις τον Ιβάτζη στο παλάτι του μέσα. – Ναι… Μα το σχέδιο μου είναι λίγο διαφορετικό. Ο Αύγουστος τον θέλει ζωντανό, είπε ο Δαφνομήλης. Και γυρνώντας στον Νικήτα: – Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να γνωρίζομε τα μέρη εκείνα, είπε. Πήγες ποτέ; – Όχι, είπε ο Νικήτας, μα πήγε ο Ιγερινός. Ο Δαφνομήλης αναπήδησε. – Εσύ; αναφώνησε. – Έρχομαι από κει, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ. – Πήγες να κατασκοπεύσεις; Μίσος έντονο ζωντάνεψε το άψυχο πρόσωπο του νέου. – Όχι, είπε, πήγα να τον σκοτώσω. –
Τι; Η φλόγα που άναψε μια στιγμή το πρόσωπο του έσβησε πάλι, και με την άτονη φωνή, που του ήταν πια σα φυσική, πρόσθεσε: – Δεν τον πέτυχα. Ήταν πάντα περιτριγυρισμένος, και ξένους δε δέχεται. Ο Δαφνομήλης έμεινε μια στιγμή συλλογισμένος. Ύστερα είπε με απόφαση: – Εμένα θα με δεχθεί. – Ίσως, είπε ο Μιχαήλ, αν πεις τ’ όνομα σου. – Και θα έλθεις μαζί μου; – Θα έλθω, Ευστάθιε Δαφνομήλη. Και την καρδιά του θα του την πάρω εγώ. – Θα κάνεις ό,τι σου πω, Μιχαήλ. – Δεν ξέρω. – Θα κάνεις ό,τι σου πω! Ο Μιχαήλ δεν αποκρίθηκε. Με σφιγμένα χείλια κοίταζε τη λίμνη που απλώνουνταν γυαλιστερή και ολόφωτη κάτω από το παράθυρο. – Μιχαήλ, μια μέρα μου ζήτησες μια χάρη, είπε ο στρατηγός προφέροντας μια – μια τις λέξεις, και σου την έκανα… Και μου είπες τότε πως αν ποτέ έχω ανάγκη από τυφλή αφοσίωση, να έλθω σε σένα. Ήθελες να πας σε κάποιο μοναστήρι όπου βρίσκουνταν πληγωμένος…
Το στόμα του Μιχαήλ συσπάστηκε. Σήκωσε το χέρι και σταμάτησε το στρατηγό. – Καλά, είπε, θα έλθω. – Και θα κάνεις ό,τι σου πω; – Θα κάνω ό,τι θέλεις. Ο Δαφνομήλης ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του νέου και με συγκίνηση είπε: – Όποιος έλθει μαζί μου πρέπει ν’ αποφασίσει πως δε θα γυρίσει ζωντανός. – Το ξέρω. – Σκέφθηκες την Αλεξία; Απότομα πήρε ο Μιχαήλ το χέρι του Δαφνομήλη και το έβγαλε από τον ώμο του. – Ναι, είπε, τη σκέφθηκα. Και γύρισε να φύγει. – Και αν σκοτωθείς; έκανε ο Δαφνομήλης. Ο Μιχαήλ είχε φθάσει στην πόρτα. Σήκωσε την κουρτίνα και χωρίς να γυρίσει ρώτησε: – Πότε φεύγομε; – Αμέσως, είπε ο Δαφνομήλης. – Σε περιμένω έξω, είπε ο Μιχαήλ. Και βγήκε. Σαν όλους τους ορθόδοξους εκείνης της εποχής, είτε Έλληνες ήταν είτε Βούλγαροι ο Ιβάτζης, με όλη του τη σκληρότητα, ήταν όμως πολύ θεοφοβούμενος. Αποφάσισε την εορτή του Δεκαπενταύγουστου να την εορτάσει, εκείνο το χρόνο του 1018, στο παλάτι του της Πρόνιστας, μ’ εξαιρετική πολυτέλεια. Όλους του τους συγγενείς, ως και τους πιο απομακρυσμένους, τους κάλεσε και τους μάζεψε γύρω του για να δείξει το μεγαλείο και τη δύναμη της φάρας του.
Βασιλικά τους υποδέχθηκε και τους φιλοξένησε στο παλάτι του. Και τόσος κόσμος μαζεύθηκε, που το εξοχικό αυτό κτήμα κατήντησε σα μικρή πόλη. Ξημέρωσε ο Δεκαπενταύγουστος. Ενόσω απάνω στην Πρόνιστα ο Ιβάτζης δέχουνταν τα συγχαρητήρια των αξιωματικών και των προσκαλεσμένων του, κι ετοίμαζε πολυτελέστατη τελετή, κάτω, στη ρίζα του Βροχωτού, οι στρατιώτες που φύλαγαν τα στενά είδαν έξαφνα με μεγάλη απορία τρεις Έλληνες που πλησίαζαν άφοβα, χωρίς καμιά προσπάθεια να κρυφθούν. Ο ένας φορούσε λαμπρή στολή Βυζαντινού στρατηγού. Οι φρουροί σαστισμένοι τους σταμάτησαν και τους ρώτησαν τι θέλουν. – Πηγαίνετε στον Ιβάτζη, διέταξε ο στρατηγός, και πείτε του πως ο πατρίκιος Ευστάθιος Δαφνομήλης, στρατηγός της Αχρίδας, ήλθε να πανηγυρίσει μαζί του. Τρεχάτος ανέβηκε ένας στρατιώτης κι έφερε του αφέντη του την απίστευτη είδηση. Σαν το άκουσε ο Ιβάτζης έμεινε άφωνος. Δεν του χωρούσε στο κεφάλι πως μπορούσε να έλθει έτσι, ασυλλόγιστα, ο Έλληνας στρατηγός, χωρίς συνοδεία, να παραδοθεί στα χέρια του.
Γιατί όσο και αν είχαν διακοπεί οι εχθροπραξίες, αφότου άρχισε η αλληλογραφία του με τον Αυτοκράτορα, πώς ήταν δυνατό να υποθέσει ο Δαφνομήλης πως θα τον άφηνε ποτέ ο Ιβάτζης να φύγει ζωντανός από τα χέρια του; Τόσο ανόητο να φαντασθεί τον Δαφνομήλη δεν μπορούσε. Άρα άλλη αιτία πρέπει να έφερνε τον Έλληνα στρατηγό στα νύχια του. Και τι μπορούσε η αιτία αυτή να είναι άλλο από προδοσία; Ευθύς έδωσε διαταγή ο Ιβάτζης να οδηγήσουν τον Δαφνομήλη στο παλάτι του. Απάνω και κάτω στο δωμάτιο του περπατούσε ο βολιάς, γυρνώντας και ξαναγυρνώντας στο νου του ρωτήματα και απαντήσεις. Και όλο στο ίδιο συμπέρασμα έφθανε. Πως για να τολμήσει ο Δαφνομήλης με τόση αστοχασιά να παραδοθεί στον εχθρό, που αμείλικτα τον είχε πολεμήσει τόσα χρόνια, θα πει πως παρατούσε, πως πρόδινε το Βασιλέα του… ποιος ξέρει ακόμα τι άλλες προτάσεις του έφερνε! Η καρδιά του φούσκωνε από υπερηφάνεια και χαρά. Χίλιες – μύριες χρυσές ελπίδες έλαμψαν μπροστά του.
Με το λαμπρό Δαφνομήλη σύμμαχο, τι δε θα καταπιάνουνταν, τι δε θα κατόρθωνε! Η πόρτα άνοιξε και ο στρατηγός μπήκε. Ήταν μόνος. Αρματωμένος ήταν, βέβαια, τα λαμπρά του όπλα έλαμπαν από τα πολύτιμα πετράδια στη ζώνη και στο πλευρό του. Μα ήταν μόνος, μόνος στα χέρια του θανάσιμου εχθρού του. Από τη χαρά που χύθηκε μέσα του, ο Ιβάτζης δεν μπόρεσε να βαστάξει. Έτρεξε στον Δαφνομήλη, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, τον καλωσόρισε με λόγια κολακευτικά, και αμέσως τον πήρε και του σύστησε τους σημαντικότερους άρχοντες της συντροφιάς του, και μαζί πήγαν στην εκκλησία όπου πανηγυρικά άρχισε η λειτουργία.
Με περιέργεια κοίταζαν οι Βούλγαροι τη μόνη αυτή ελληνική στολή ανάμεσα τους, και γύρευαν να μαντέψουν τα σχέδια του αρχηγού τους. Πως ο Δαφνομήλης δε θα έβγαινε ζωντανός από την Πρόνιστα, το ήξεραν όλοι όσοι γνώριζαν τον Ιβάτζη. Μα γι’ αυτό ίσα – ίσα τους φαίνουνταν ανεξήγητοι οι ευγενικοί τρόποι του βολιά και τα ζαχαρένια λόγια που δεν έπαυε να μουρμουρίζει του Έλληνα στρατηγού. Αφού τελείωσε η εκκλησία, όλοι οι προσκαλεσμένοι σκορπίστηκαν και αποτραβήχθηκαν, ο καθένας στην προσδιορισμένη του κατοικία. Τότε ο Δαφνομήλης σίμωσε το βολιά. – Ιβάτζη, είπε χαμηλόφωνα, ήλθα για να πανηγυρίσομε μαζί την Κοίμηση της Θεοτόκου, μα ήλθα και για να σου μιλήσω.
Η αιτία που με φέρνει είναι σπουδαία και μυστική. Και όσα έχω να σου πω, άλλος δεν πρέπει να τ’ ακούσει. Τότε πια πείστηκε ο Ιβάτζης πως οι υποψίες του αλήθευαν, πως ο Δαφνομήλης, προδότης του βασιλέα του, ήλθε να συνεννοηθεί μαζί του, ίσως να του παραδώσει την Αχρίδα. Πρόσταξε τους σωματοφυλακές του ν’ απομακρυνθούν και, καταχαρούμενος, παίρνοντας από το χέρι τον Δαφνομήλη, τον κατέβασε στα περιβόλια και τον οδήγησε σ’ ένα μικρό δάσος, όπου τα δέντρα ήταν τόσο πυκνά, που ούτε να τους δει μπορούσε κανένας ούτε ν’ ακούσει τις ομιλίες τους. Πήγαιναν κουβεντιάζοντας, και με καρδιόχτυπο περίμενε ο Iβάτζης ν’ αρχίσει ο Δαφνομήλης την ξεμολόγησή του.
Του φάνηκε έξαφνα σα να κούνησε κάτι μες στα κλαδιά. Μεμιάς του μπήκαν υποψίες. Έριξε γύρω μιαν ανήσυχη ματιά, και βλέποντας την τέλεια μοναξιά και τη σιωπή του απόκεντρου εκείνου μέρους, τον έπιασε φόβος, και αυτόματα άρπαξε του σπαθιού του τη λαβή. Δεν πρόφθασε όμως να το σύρει. Σαν αστραπή ορμά ο Δαφνομήλης απάνω του, τον ρίχνει χάμω, τον πλακώνει κάτω από το γόνατο του, και με τα σιδερένια χέρια του κρατώντας τον καρφωμένο στο χώμα, βουλώνει το στόμα του και του πνίγει τις φωνές. Την ίδια στιγμή, από μέσα από τα δέντρα δυο άντρες πετιούνται, τυλιγμένοι σε σκοτεινές κάπες. Ο ένας, με σηκωμένο το σπαθί, ακράτητος ρίχνεται στον Ιβάτζη να τον σχίσει. – Όχι, Μιχαήλ, όχι! φώναξε ο Δαφνομήλης γυρεύοντας ν’ απομακρύνει το όπλο. Μην τον σκοτώσεις, θυμήσου το λόγο σου! Τα μάτια του μόνο! Μεθυσμένος όμως από το μίσος, ο Μιχαήλ ούτε άκουε ούτε έβλεπε. – Νικήτα! φώναξε ο Δαφνομήλης. Μεμιάς ο κατάσκοπος τον ξαρμάτωσε.
Μα τότε ο Μιχαήλ έγινε έξω φρενών, και ξεφεύγοντας από τα χέρια του Νικήτα, έσυρε το μαχαίρι του, ξαναρίχθηκε του Ιβάτζη, που αγωνίζουνταν να ξετινάξει τον Δαφνομήλη από το στήθος του, και σήκωσε το όπλο του. Μια φορά… δυο φορές κατέβηκε το μαχαίρι… και το άγριο πράμα έγινε. Ο Ιβάτζης, με τα μάτια τρυπημένα, το στόμα στουμπωμένο για να μην ακούονται οι στριγλιές του, αναίσθητος σχεδόν και σκεπασμένος αίματα, βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα, τυλιγμένος στο μανδύα του, ακίνητος στα χέρια των εχθρών του. – Γρήγορα, ψιθύρισε ο Δαφνομήλης. Στον πύργο. Τότε τον αρπάζουν οι τρεις Έλληνες, τρέχουν πίσω στο παλάτι, και με τόλμη απίστευτη περνούν από μέσα από την αυλή, εμπρός σε όλους τους σωματοφύλακες, που σαστισμένοι, αποβλακωμένοι, τους αφήνουν να περάσουν, μπαίνουν στο σπίτι, ανεβαίνουν τη σκάλα τρεχάτα πάντα, φθάνουν με τον τυφλωμένο τους αιχμάλωτο στο απάνω πάτωμα, κι εκεί ξεσπαθώνουν, αποφασισμένοι να μην παραδοθούν ζωντανοί.
Ανάμεσα στους προσκαλεσμένους, από σπίτι σε σπίτι, σαν αστραπή μεταδίνεται η φρικτή είδηση: – Τύφλωσαν τον Ιβάτζη! Σε μια στιγμή, το χαριτωμένο κτήμα των Τσάρων γέμισε φωνές και αταξία, πήρε όψη επαναστατημένης χώρας. Από παντού βγαίνουν Βούλγαροι, τρέχουν, φθάνουν οπλισμένοι, ποιος με σπαθί, ποιος με λόγχη ή τόξο, άλλοι με πέτρες, με ξύλα, με αναμμένους δαυλούς, και περικυκλώνουν τους Έλληνες ξεφωνίζοντας: – Σκοτώσετε τους! Κάψετε, κομματιάσετε τους! Θάνατος στους προδότες! Σπαράξετε τους κακούργους! Μερικοί τρεχάτα έφεραν πίσσα και ξύλα και άχυρα, για να τους κάψουν στην κάμαρα μέσα όπου είχαν κλειστεί. Από πάνω από το παράθυρο ο Δαφνομήλης κοίταζε ατάραχα το εξαγριωμένο πλήθος. Το ξέσπασμα αυτό, το θυμό, την αγανάκτηση, τα περίμενε. Μα όχι τόσο γρήγορα. Είχε λογαριάσει πως θα πρόφθαινε κάπου να οχυρωθεί, ίσως και να συνθηκολογήσει. Εμπρός όμως στο πάθος των λυσασμένων Βουλγάρων, ούτε στιγμή δεν έχασε την ψυχραιμία του. –
Εδώ θα πεθάνομε, παιδιά, είπε στους συντρόφους του, μα έλεος δε θα ζητήσομε. Και σκύβοντας στο παράθυρο, αψηφώντας τις πέτρες και τις σαΐτες που σφύριζαν γύρω του, έκανε νόημα πως θέλει να μιλήσει. – Ακούσετε δω! Σας μιλώ φρόνιμα λόγια! Τον άρχοντα σας δεν τον τύφλωσα από μίσος προσωπικό. Αυτός είναι Βούλγαρος, το ξέρετε, κι εγώ Έλληνας, μα Έλληνας όχι της Μακεδονίας ή της Θράκης, παρά της απομακρυσμένης Ανατολής. Τι λοιπόν θέλετε να έχομε, ο Ιβάτζης κι εγώ, να μοιράσομε μεταξύ μας; Και βλέποντας πως μερικοί Βούλγαροι σώπαιναν λίγο – λίγο ν’ ακούσουν, εξακολούθησε: –
Ποιος από σας είναι τόσο μωρός, που να φανταστεί πως ήλθα από αμυαλιά ή από έχθρα δική μου να ριχθώ σε τέτοιον κίνδυνο; Για εκδίκηση δεν ήλθα! Μ’ έστειλε ο Βασιλέας μου! βροντοφώνησε. Στα λόγια αυτά οι Βούλγαροι σα να μούδιασαν κάπως. Φοβισμένα μουρμουρίσματα πέρασαν από στόμα σε στόμα, οι βρισιές λιγόστεψαν, άλλοι έριξαν ανήσυχες ματιές στο παράθυρο, μερικοί δαυλοί έσβησαν. – Μ’ έστειλε ο Βασιλέας μου! επανέλαβε πιο δυνατά ο Δαφνομήλης. Και ό,τι έκανα, το έκανα για τον Άρχοντα μου. Αν θέλετε να μας σκοτώσετε, σας είναι εύκολο. Εδώ είμαστε! Να μην ελπίζετε όμως πως θα παραδοθούμε στο έλεος σας! Τη ζωή μας θα την πάρετε, μα αφού την ακριβοπληρώσετε.
Μερικές θυμωμένες φωνές ακούστηκαν πάλι, μερικά χέρια σηκώθηκαν απειλητικά. Πολλοί όμως Βούλγαροι δείλιασαν, μερικοί έφυγαν, άλλοι αποτραβήχθηκαν παράμερα, και τρομαγμένοι στάθηκαν ν’ ακούσουν τα λόγια που σαν κεραυνούς τα έριχνε πάνω από το παράθυρο του ο ατρόμητος στρατηγός του Αυτοκράτορα. – Αν πεθάνομε, όπως το περιμένομε, φώναξε, θα πεθάνομε χαρούμενοι πως κάναμε το καθήκον μας! Θα πεθάνομε ευχαριστημένοι, γιατί ξέρομε πως ο Αφέντης μας και Βασιλέας μας φρικτά θα μας εκδικήσει! Για κάθε κεφάλι δικό μας, χιλιάδες δικά σας θα πέσουν, και ποτάμι το αίμα σας θα ξεπλύνει το δικό μας…
Πανικός έπιασε τους Βουλγάρους στα λόγια αυτά. Τη σκληρή εκδίκηση του Αυτοκράτορα τη γνώριζαν! Ακόμα δεν είχαν ξεχάσει τις δέκα χιλιάδες τυφλωμένους που στα 1014 τους έστειλε του Σαμουήλ. Φρικιασμένοι, τρέμοντας, ένας – ένας άρχιζαν κι έφευγαν, τρύπωναν στα σπίτια, κρύβουνταν.
Οι γεροντότεροι, που θεωρούνταν και πιο φρόνιμοι, αυτοί που είχαν δει τις περισσότερες καταστροφές και που στην καρδιά τους δε φύλαγαν πια ούτε τόλμη ούτε ελπίδα, πήγαν τότε από τον ένα στον άλλο, και με λόγια πειστικά απέδειξαν στους νεότερους πόσο περιττή ήταν η αντίσταση, αφού είχε τυφλωθεί και ο Ιβάτζης. Σαν έπεισαν και ησύχασαν ακόμα και τους πιο τολμηρούς, φώναξαν τον Δαφνομήλη και του είπαν πως υποτάσσονται στον Αυτοκράτορα και παραιτούνται από κάθε αντίσταση. Φθάνει ο Αύγουστος να τους δώσει αμνηστία γενική. Και τότε έγινε κάτι πρωτάκουστο στην ιστορία, κάτι απίστευτο.
Οι τρεις τολμηροί Έλληνες κατέβηκαν από το δωμάτιο όπου είχαν κλειστεί. Κουβαλώντας πάντα τον τυφλωμένο Ιβάτζη, πέρασαν από μέσα από τους προσκαλεσμένους και τους δαμασμένους σωματοφύλακες του βολιά, βγήκαν από το παλάτι και από τα περιβόλια, χωρίς να τολμήσει ένας από το πλήθος αυτό των Βουλγάρων να εκδικήσει τον αρχηγό τους, ούτε καν ν’ αγγίξει τους Έλληνες. Κατέβηκε ο Δαφνομήλης με τους δυο του συντρόφους και τον αιχμάλωτο του, πέρασε την κλεισούρα, και τράβηξε για τη Διαβολή ανενόχλητος.
Απίστευτο του φάνηκε του Αυτοκράτορα όταν, την αυριανή, είδε τον Δαφνομήλη να παρουσιάζεται μπροστά του με τον αιματωμένο τυφλό, τον ακίνδυνο πια Ιβάτζη, και άκουσε το τολμηρό ανδραγάθημα που τον ξεφόρτωνε επιτέλους από τον αδάμαστο εχθρό του. Για να δείξει του Δαφνομήλη την ευγνωμοσύνη του, τον διόρισε στρατηγό του θέματος του Δυρραχίου, που ήταν από τις σημαντικότερες θέσεις και τις τιμητικότερες, και του χάρισε όλα τα πλούτη του Ιβάτζη. Πέρασαν μερικές μέρες και ο Βασίλειος ετοιμάζουνταν πια να φύγει από τη Διαβολή, όταν ένα βράδυ κάποιος χτύπησε την εξώπορτα του παλατιού. Ήταν ο Νικουλιτσάς. Οι σύντροφοι του όλοι και οι φίλοι του τον είχαν εγκαταλείψει ένας – ένας ή είχαν πεθάνει.
Μέρες και νύχτες μόνος, καταδιωγμένος, πεινασμένος, απελπισμένος, είχε γυρίσει ο Νικουλιτσάς σαν κυνηγημένο αγρίμι από κορφοβούνι σε κορφοβούνι. Ώσπου η ψυχή του ανυπότακτου βολιά απέκαμε, η θέληση του έσπασε, και μόνος ήλθε και παραδόθηκε, ζητώντας έλεος από το Βασιλέα, τον οποίο τόσες φορές είχε γελάσει. Ο Αυτοκράτορας όμως δε θέλησε πια ούτε να τον συγχωρήσει ούτε καν να τον δει."
0 comments: