Στην σημερινή εργασία μου θα δούμε την λανθασμένη παρατήρηση του καθηγητή Κ. Παπαγεωργίου.
Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος Γεωστρατηγικός αναλυτής και αρχισυντάκτης του Mytilenepress. Contact : survivroellas@gmail.com-
Πάγια προσωπική μου αρχή είναι ότι όλα τα έθνη έχουν το δικαίωμα να έχουν τις δικές τους πολιτικές-οικονομικές, θρησκευτικές και γεωπολιτικές πεποιθήσεις, με την προϋπόθεση να μην τις επιβάλουν με πλάγιους τρόπους είτε δια της βίας σε λαούς και ανθρώπους που δεν συμφωνούν. Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες που από μονοθεϊστές της Παλαιάς Διαθήκης έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές του Διονυσιακού πολιτισμού. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την έγγραφη έγκριση του συγγραφέα.
ΙΒΑΝ : GR 1502635980000240200012759-ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ 0026.3598.24.0200012759 ΕUROBANK Η ΜΕ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΗ-ΑΠΛΗ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ. EΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ : SURVIVORELLAS@GMAIL.COM KAI 6945294197. ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΚΟΨΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ.
Σας ενημερώνω ότι το Mytilenepress λειτουργεί κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες που έχει βρεθεί ποτέ συνάνθρωπος μας. Οι αιτίες είναι γνωστές και τα ατράνταχτα στοιχεία αναρτημένα στην προσωπική μου ιστοσελίδα και σε άλλες ιστοσελίδες. Οι παράγοντες του Διονυσιακού πολιτισμού εδώ και δεκαετίες επιχειρούν την ηθική-κοινωνική, οικονομική, βιολογική μου εξόντωση για να σταματήσω το λειτούργημα που επιτελώ. Εάν κλείσει το ηλεκτρονικό περιοδικό ειδικού σκοπού η ζημιά θα είναι τεράστια για το έθνος και όχι για το Mpress. Σας καλώ να διαβάσετε προσεκτικά ολόκληρη την εργασία που ακολουθεί. Κλικ επάνω στο κόκκινο πλαίσιο.
Ο κ. Παπαγεωργίου κάνει μια εντελώς λανθασμένη παρατήρηση περί Ορθοδοξίας και πολέμων. Ο καθηγητής αγνοεί τον στυλοβάτη του Ελληνισμού, του Imperium Romanum και της Ορθοδοξίας Άγιο Γρηγόριο (Ναζιανζηνός), τον Μέγα Αθανάσιο και τον κορυφαίο στρατιωτικό του Χριστιανισμού Pallida MOrs Saracenorum. Eπίσης στην σημερινή επιστημονική μου εργασία θα δούμε όλα τα σχετικά με τις εμπόλεμες συρράξεις σε γεωπολιτικό-φιλοσοφικό και θεολογικό επίπεδο. Όμως πριν ξεκινήσω την επιστημονική μου εργασία, για να μην υπάρχουν εσφαλμένες εντυπώσεις σχετικά με αυτά που έχει αναφέρει, θα παραθέσω ένα μεγάλο μέρος από την συνέντευξη που έχει παραχωρήσει :
"Υπάρχει Ηθική στο πεδίο του πολέμου; Ποιo είναι το εννοιολογικό φάσμα μιας πολεμικής σύγκρουσης;
Μπορεί να προσδιοριστεί το σημαντικότερο καθήκον εν καιρώ πολέμου; Πώς θα πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στους πολέμους δι΄αντιπροσώπων; Με σφοδρές συγκρούσεις γύρω μας, από τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας ως τη σύρραξη στην περιοχή της Γάζας, ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς, η συνέντευξη του Καθηγητή της Φιλοσοφίας του Δικαίου Κωσταντίνου Παπαγεωργίου στην Montserrat Abad Castelos, Καθηγήτρια του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Κάρολος της Μαδρίτης, δεν είναι απλώς ενδιαφέρουσα επίκαιρη: συνιστά γόνιμη σκέψη. Η συνέντευξη, την οποία μετέφρασε για το NB Daily o Γιώργος Γούλας, παραχωρήθηκε στο πλαίσιο σεμιναρίου που διοργάνωσε το Κέντρο Πολιτικών και Συνταγματικών Μελετών σε συνεργασία με την Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δίνοντας μεστές απαντήσεις σε προβληματισμούς και διλήμματα μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος, για μια συνθήκη που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο κανένα συνειδητοποιημένο πολίτη.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για έναν «δίκαιο πόλεμο» στις μέρες μας; Μπορούν να υπάρξουν επιτρεπτοί πόλεμοι βάσει των εθνικών συνταγμάτων; Είναι η Ηθική, το Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο εναρμονισμένα ως προς το ζήτημα αυτό;
Η «Θεωρία του Δικαίου του Πολέμου» επιχειρεί ήδη από τον Μεσαίωνα να συμβιβάσει την απόλυτη απαγόρευση της αφαίρεσης ζωής (Κατά Ματθαίον, 5:9) με την ανάγκη ρύθμισης των βίαιων ανταγωνισμών ανάμεσα στα ισχυρά κράτη της νεωτερικότητας που διεκδικούν μερίδιο από την κατάκτηση άλλων λαών και ηπείρων.
Έτσι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το ζήτημα σχετικά με τη νομιμότητα (και τον περιορισμό) του πολέμου έχει τις ρίζες του στην ανάπτυξη της ηθικής και θρησκευτικής συνείδησης στην κοινωνία των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άγιος Αυγουστίνος και ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης έθεσαν τα θεμέλια για μια θεωρία που να ταιριάζει στα ανθρώπινα μέτρα.
Διακινδυνεύοντας να εμφανιστώ ως κάποιος που κομίζει γλαύκα στην Αθήνα, θα ήθελα να ξεχωρίσω δύο κορυφαίες μορφές και στιγμές στην ανάπτυξη του δόγματος του δικαίου πολέμου στη νεωτερικότητα: τον Fransisco de Vitoria (περίπου 1483 – 1546) και τον Grotius (1583 – 1645). Ο Vitoria υπέβαλε την κατάκτηση της Αμερικής σε ένα ενδελεχή θεολογικό, νομικό και ηθικό «έλεγχο», και έθεσε υπό αμφισβήτηση την ανεξέλεγκτη βία κατά των γηγενών πληθυσμών και τη συστηματική ιδιοποίηση ξένων εδαφών. Ο Γκρότιους διατύπωσε, με τη μορφή μιας νομικής πραγματείας, κανόνες που πρέπει διέπουν τον πόλεμο και την ειρήνη μεταξύ των εθνών.
Θα πρέπει, όμως, να διακρίνουμε την άσκηση βίας χάριν της επιβολής κανόνων που (δεχόμαστε ότι) είναι ορθοί από την την άσκηση βίας ως μέθοδο επίλυσης διαφορών («ρυθμισμένος» πόλεμος). Αυτές οι δύο δεσπόζουσες μορφές αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του δόγματος του δικαίου πολέμου. Η εν στενή εννοία προσέγγιση του δικαίου πολέμου αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ως ένα είδος διαδικασίας επιβολής του δικαίου με στόχο την αποκατάσταση μιας αδικίας ή την αποτροπή μιας απειλής για ένα υφιστάμενο δικαίωμα.
Επομένως, ο πόλεμος πρέπει πάντα να διεξάγεται για τους σωστούς λόγους, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που κάνουμε πρέπει να αποφασίζεται και να εκτελείται σύμφωνα με έναν κατάλογο κατάλληλων κριτηρίων για τον περιορισμό της βίας. Ο πόλεμος θεωρείται έτσι ως η (ορθή) «εκτέλεση μιας (ορθής) απόφασης» (Arthur Ripstein). Στην αντίπερα όχθη, η εν ευρεία εννοία προσέγγιση του «ρυθμισμένου πολέμου» αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ως μέθοδο επίλυσης διαφορών, όταν δεν υπάρχει ανώτερη αρχή για να αποφανθεί και να επιβάλλει την ειρήνη.
Αυτό που είναι εδώ ουσιώδες δεν είναι τόσο η δικαιοσύνη ή το δίκαιο, όσο μια «αιτία δράσης» για τον ενάγοντα, η οποία πρέπει, και πάλι, να ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες προκειμένου να τελεσφορήσει. Αυτό οδήγησε στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη που διήρκεσε μέχρι τον 20ο αιώνα ότι ο πόλεμος ήταν προνόμιο του κυρίαρχου. Αυτή η λεγόμενη Βεστφαλιανή αντίληψη των προνομίων της απόλυτης κυριαρχίας των κρατών καταγγέλθηκε επίσημα από το Σύμφωνο Kellogg-Briand (1928), αλλά πρακτικά αμφισβητήθηκε μόνο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Παρά την τεράστια πνευματική προσπάθεια και την ηθική ειλικρίνεια της θεωρίας και της παράδοσης του δικαίου πολέμου, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες προφανείς ελλείψεις και στις δύο προσεγγίσεις: Από τη μία, η εν στενή εννοία παράδοση του δικαίου πολέμου προσφέρει ένα πλαίσιο που απευθύνεται στην καλύτερη περίπτωση στη συνείδηση των ηγεμόνων. Δεν είναι δεσμευτική.
Εκτός αυτού, προβλέπει ένα είδος παγκόσμιας δικαιοδοσίας των αυτοκρατοριών, μια υπερβολικά φιλόδοξη και τολμηρή κίνηση. Oυσιαστικά παριστάνει ότι συντρέχουν οι όροι νομιμότητας μιας έννομης τάξης. Όμως η αντικειμενικότητα είναι φαινομενική και μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο κατάχρησης. Από την άλλη, η προσέγγιση του «ρυθμισμένου πολέμου» έχει επίγνωση της έλλειψης μιας τέτοιας τάξης, αλλά τελικά καθαγιάζει την ωμή δύναμη και το δικαίωμα του ισχυροτέρου. Η επιλογή του πολέμου ως μεθόδου επίλυσης διαφορών εγκαθιδρύει μια τάξη εις βάρος της δικαιοσύνης και της ειρήνης.
To έργο «Δίκαιοι και Άδικοι Πόλεμοι» του Μάικλ Γουόλτσερ (1977)συνέβαλε σημαντικά στην επιστροφή του δόγματος του δικαίου πολέμου. Ο Γουόλτσερ έγραψε αυτό το διάσημο βιβλίο στον απόηχο του Βιετνάμ, αλλά και υπό την επίδραση των ωμοτήτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου που επακολούθησε.
«Οι βασικοί όροι ενός δίκαιου πολέμου είναι οι ακόλουθοι και πρέπει να πληρούνται συζευτικά. Αφορούν την απόφαση για πόλεμο (jus ad bellum) αλλά και τον τρόπο διεξαγωγής του (jus in bello)»
Οι βασικοί όροι ενός δίκαιου πολέμου είναι οι ακόλουθοι και πρέπει να πληρούνται συζευτικά. Αφορούν την απόφαση για πόλεμο (jus ad bellum) αλλά και τον τρόπο διεξαγωγής του (jus in bello). Έτσι απαντούν σε δύο σχετικές ερωτήσεις. Πότε είναι ηθικοπολιτικά δικαιολογημένο να προσφύγουμε στον πόλεμο και πώς πρέπει να διεξάγεται ένας πόλεμος κατά τρόπο που να είναι ηθικοπολιτικά δικαιολογημένος;
Παραδοσιακά, οι βασικοί όροι του jus ad bellum περιλάμβαναν πρώτα και κύρια την προϋπόθεση της justa causa. Αλλά τι μπορεί να δικαιολογεί τον πόλεμο; Η άμυνα είναι η πιο προφανής περίπτωση παρά την ευρύτητα της έννοιας , όπως και η αποκατάσταση μιας αδικίας. Η τιμωρία θεωρούνταν επίσης “δίκαιη αιτία” στο παρελθόν. Η προϋπόθεση της legitima auctoritas θεωρούσε κατάλληλες για πόλεμο μόνο «οργανωμένες κοινωνικές οντότητες», όχι μικρές ομάδες με ρευστή ταυτότητα.
Σήμερα ο όρος αυτός εγείρει ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με την εξουσία μιας οντότητας που χρησιμοποιεί θανάσιμη βία (π.χ. αντάρτες).
Και έπειτα ακολουθεί ως τρίτη προϋπόθεση η recta intentio η οποία δηλώνει την ειλικρίνεια των προθέσεων ως προς τους λόγους που επικαλείται μια εμπόλεμη δύναμη, αλλά αυτό φαίνεται να είναι μια απαίτηση που είναι δύσκολο να εκπληρωθεί. Η φιλοσοφικά αλλά και νομικά πιο περίπλοκη προϋπόθεση είναι η αναλογικότητα. Οι αξίες που προστατεύονται με τη διεξαγωγή ενός πολέμου πρέπει να υπερτερούν σημαντικά εν συγκρίσει με τα δεινά που αυτός επάγεται, επιπλέον δε ο πόλεμος πρέπει να επιλέγεται μόνο μετά την αποτυχία των εναλλακτικών λύσεων (ultima ratio). Ορισμένοι υποστηρίζουν επίσης ότι ο πόλεμος πρέπει να έχει «εύλογες προοπτικές επιτυχίας».
Όσον αφορά τις αρχές του jus in bello, η διάκριση μεταξύ στρατιωτών και αμάχων (πολιτών, ιατρικού προσωπικού ή αιχμαλώτων πολέμου) είναι ένας πολύ σημαντικός κανόνας που αποτελεί μέρος του δικαίου του πολέμου από τις συμβάσεις της Γενεύης και της Χάγης. Είναι φυσικά μια αρχή που εγείρει πολλά κανονιστικά ζητήματα.
Μπορούμε να βομβαρδίσουμε ή να εκτοξεύσουμε έναν πύραυλο εναντίον στρατιωτικού στόχου που βρίσκεται κοντά σε αμάχους; Ήταν δικαιολογημένοι οι τρομοκρατικοί βομβαρδισμοί γερμανικών πόλεων και αμάχων προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Συχνά οι δημοκρατίες αναγκάζονται να προστατεύουν περισσότερο τους στρατιώτες τους εις βάρος των αμάχων του εχθρού. Η τελευταία σημαντική προϋπόθεση είναι η αναλογικότητα στην επιλογή των στρατιωτικών μέσων για την επίτευξη του στόχου. Ήταν οι μάχες γύρω από το Στάλινγκραντ ή το Βερντέν στρατηγικά σημαντικές;
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα κράτη έχουν καθήκον να προστατεύουν τους πολίτες τους. Πώς, όμως, πρέπει να σκεφθούμε στο ερώτημα εάν μπορούν να υπάρξουν ηθικοπολιτικά δικαιολογημένοι, νόμιμοι και επιτρεπτοί πόλεμοι σε μια συνταγματική δημοκρατία; Αν πούμε ότι ο σκοπός ενός κράτους και η απόλυτη νομιμοποίησή του εδράζεται στην ικανότητά του να είναι κυρίαρχο στην επικράτειά του και να προστατεύει τις ελευθερίες, τα δικαιώματα και την ευημερία των πολιτών του (κατά μία έννοια σε ένα κράτος που δεν είναι πολιτικά ελεύθερο το δικαίωμά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του εξασθενεί), τότε ένα καλό και δίκαιο κράτος πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να διεξαγάγει έναν πόλεμο για το σκοπό αυτό.
Αλλά, όπως επισημαίνει ο Ρουσσώ, ο μόνος δίκαιος πόλεμος, δηλαδή ο μόνος νομιμοποιημένος πόλεμος για μια δημοκρατία, είναι ο αμυντικός πόλεμος κατά μιας άδικης επίθεσης. Ένα δημοκρατικό πολίτευμα πρέπει επίσης να φροντίζει για τη δημοκρατική ακεραιότητα των αξιών που προάγει πολεμώντας. Πρέπει να μεριμνά για τη νομιμότητα ενός πολέμου και τις παρενέργειές του στο ζήτημα της ειρήνης στον κόσμο. Μια συνταγματική δημοκρατία δεν είναι ένα ψυχρό χομπσιανό κατασκεύασμα, υπέχει ευθύνη όχι μόνο για την ανεξαρτησία και κυριαρχία της αλλά κατά κάποιο τρόπο και για όλο τον κόσμο. Ωστόσο, το ενδιαφέρον της για τις δημοκρατικές αξίες δεν συνεπάγεται ένα «δικαίωμα» να επιβάλλει τη δημοκρατία με τη βία, ωστόσο η προοπτική αυτή θα πρέπει να συνυπολογιστεί όταν τα δημοκρατικά κράτη σταθμίζουν την ηθικοπολιτική νομιμότητα επέμβασης υπέρ της μιας πλευράς σε έναν εμφύλιο πόλεμο ή σε μια δικαιολογημένη εξέγερση.
Τέλος, δεν θα έλεγα ότι η Ηθική, το Συνταγματικό και το Διεθνές Δίκαιο ευθυγραμμίζονται, ούτε θα έπρεπε να ευθυγραμμίζονται. Αντιπροσωπεύουν οργανωτικά και ρυθμιστικά συστήματα που δημιουργούνται και συγκροτούνται για διαφορετικούς λόγους και σκοπούς. Μπορούν όμως σίγουρα να εκληφθούν ως αλληλοσυμπληρούμενα. Η Ηθική του Πολέμου προέρχεται από εποχές κατά τις οποίες δεν υπήρχε Συνταγματικό και Διεθνές Δίκαιο με τη σημερινή έννοια. Αυτό όμως δεν την καθιστά ένα ξεπερασμένο σύστημα, και αυτό διότι μας παρέχει τα εργαλεία για έναν συστηματικό αναστοχασμό πάνω σε όλα τα θεμελιώδη ηθικά και πολιτικά ζητήματα που εγείρει ο πόλεμος.
Βέβαια, οι θεωρητικές συζητήσεις φαίνεται ότι μερικές φορές μάς απομακρύνουν πολύ από την καθημερινή πραγματικότητα, αλλά ακόμη και όταν η φιλοσοφία καταλήγει σε μη ρεαλιστικά συμπεράσματα, αποκαλύπτει και αναδεικνύει κατά κάποιον τρόπο τις βαθύτερες αξιακές συγκρούσεις στις οποίες είμαστε εκτεθειμένοι. Ίσως, κάνοντάς μας πιο στοχαστικούς, μας καθιστά και πιο φιλειρηνικούς. Μια αποστολή που μοιράζονται και τα τρία πεδία είναι να ερμηνεύουν και να αξιολογούν με αξιακή και ορθολογική συνοχή τον κόσμο στον οποίο ζούμε και αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ενδεχομένως να πίστευαν οι απανταχού θετικιστές.
Τι στοιχειοθετεί μια πράξη «επίθεσης» ενός κράτους κατά άλλου κράτους; Μπορούν να υπάρξουν ενδιάμεσες κατηγορίες μεταξύ των «δίκαιων πολέμων» και «επιθετικών πολέμων»;
Θα ήθελα να ξεκινήσω την απάντησή μου με ένα απόσπασμα από τον μεγάλο Γερμανό διεθνολόγο του 19ου αιώνα Johan Caspar Bluntschli: «O πόλεμος δεν είναι απλώς μια πράξη άμυνας απέναντι σε μια παραβίαση του δικαίου και μέσο ανάκτησης ενός προσβεβλημένου δικαιώματος: είναι μια ειδική δύναμη που προκαλεί τη δημιουργία νέων δικαιωμάτων». Και συνεχίζει: «Η δημόσια ζωή των κρατών μεταμορφώνεται εν μέσω των αστραπών και κεραυνών των μαχών· η ιστορία προχωράει μέσα από το βουητό της καταιγίδας».
Ο Bluntschli αντιλαμβάνεται εδώ τον πόλεμο σαν ένα στοιχείο της φύσης (ή της ιστορίας) που μπορούμε να αξιοποιήσουμε και να εργαλειοποιήσουμε αναλόγως. Η επίκληση ωστόσο του πολέμου ως ποιητικής μεταφοράς ενέχει πολλούς και σοβαρούς κινδύνους. Οι απόψεις του Γερμανού διεθνολόγου ανήκουν χαρακτηριστικά στην ιδεολογία του 19ου αιώνα. Ωραιοποιούν την υιοθέτηση του πολέμου ως πολιτικής με άλλα μέσα και πίσω από τη στάση αυτή υποκρύπτεται μια ωμή αντίληψη κρατικής κυριαρχίας.
Η εμπειρία του 20ου αιώνα μας οδήγησε σε μια επανεκτίμηση του δόγματος του δικαίου πολέμου. Ο Γουόλτσερ κάνει μια πολύ oξυδερκή παρατήρηση. Επίθεση είναι το όνομα που δίνουμε στο έγκλημα του πολέμου και είναι το μόνο έγκλημα που μπορούν να διαπράξουν τα κράτη εναντίον άλλων κρατών. Κάνει επίσης ένα ειρωνικό σχόλιο. Ενώ το διεθνές δίκαιο έχει μόνο μία λέξη να συνεισφέρει για πράξεις που παραβιάζουν την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία ενός κράτους, το ποινικό δίκαιο έχει πολλές: ενδοοικογενειακή βία, ένοπλη ληστεία, εκβίαση, επίθεση με ανθρωποκτόνο πρόθεση, δολοφονία.
Ποια είναι λοιπόν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επίθεση; Δανείζομαι από την κλασική διατύπωση του Γουόλτσερ: (1) Ας δεχτούμε την ύπαρξη μιας διεθνούς κοινωνίας ανεξάρτητων κρατών. (2) Αυτή η διεθνής κοινωνία διαθέτει ένα σύστημα δικαιικών κανόνων που καθορίζει τα δικαιώματα των μελών της – πάνω απ’ όλα, τα δικαιώματα της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής κυριαρχίας. (3) Οποιαδήποτε χρήση βίας ή άμεση απειλή βίας από ένα κράτος κατά της πολιτικής κυριαρχίας ή της εδαφικής ακεραιότητας ενός άλλου κράτους συνιστά επίθεση και είναι εγκληματική πράξη. (4)
Η επίθεση δικαιολογεί δύο είδη βίαιης αντίδρασης: έναν πόλεμο αυτοάμυνας από το θύμα και έναν πόλεμο επιβολής του νόμου από το θύμα και κάθε άλλο μέλος της διεθνούς κοινότητας. (5) Τίποτε άλλο εκτός από την επίθεση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον πόλεμο. (6) Αφού το επιτιθέμενο κράτος έχει αποκρουστεί στρατιωτικά, μπορεί επίσης να τιμωρηθεί.
Ο Γουόλτσερ ταυτίζει τον άδικο πόλεμο με την επιθετικότητα και τον δίκαιο πόλεμο με την άμυνα κατά της επιθετικότητας. Συνεπώς, η άποψή του είναι παρόμοια με εκείνη που εκφράζεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος απαγορεύει τη χρήση στρατιωτικής βίας από ένα κράτος εναντίον ενός άλλου χωρίς εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας, εκτός αν πρόκειται για «ατομική ή συλλογική αυτοάμυνα σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης» [Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, άρθρα 2 (4) και 51].
Η κλασική αυτή προσέγγιση για το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (ο ίδιος ο Γουόλτσερ μιλάει για legalist paradigm) θέτει ζητήματα πιθανής επέκτασης. Είναι για παράδειγμα αναγκαίο να έχει εκδηλωθεί η επιθετικότητα κατά της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής κυριαρχίας πριν ενεργοποιηθούν τα αντίμετρα ενός κράτους που βρίσκεται υπό απειλή; Αν η επίθεση επίκειται, μπορεί το απειλούμενο κράτος να επιχειρήσει για να προλάβει την εκδήλωση της επίθεσης;
Υπάρχει, ωστόσο, ένα άλλο πεδίο αμφισβήτησης που έχει τεθεί με φιλοσοφική οξυδέρκεια από τον Αμερικανό φιλόσοφο Tζεφ Μακμάαν. Ενώ ο Γουόλτσερ θεωρεί την άμυνα κατά της επιθετικότητας ως τον μοναδικό λόγο που δικαιολογεί τη χρήση βίας, η νέα τάση δεν αντιλαμβάνεται την άμυνα κατά της επίθεσης ως τον κατ’ εξοχήν δίκαιο λόγο, ούτε θα θεωρούσε το πρώτο χτύπημα ως έκφραση επιθετικότητας.
«Μπορεί τώρα να είναι εξίσου επείγον, ή ίσως ακόμη πιο επείγον, να αποτραπούν οι συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν προκύπτουν συγκρούσεις εντός των κρατών»
«Μπορεί επίσης να μην είναι πια αλήθεια ότι το σημαντικότερο πρακτικό καθήκον είναι η αποτροπή του πολέμου μεταξύ των κρατών. Μπορεί τώρα να είναι εξίσου επείγον, ή ίσως ακόμη πιο επείγον, να αποτραπούν οι συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν προκύπτουν συγκρούσεις εντός των κρατών.
Τα πιο σημαντικά ερωτήματα που σχετίζονται με το επιτρεπτό του επιθετικού πολέμου είναι τα εξής. Δεν είναι άραγε ηθικά αποδεκτό άνθρωποι, οι οποίοι άδικα και υπαίτια φυλακίζουν, βασανίζουν και σκοτώνουν τους συμπολίτες τους, να εκτεθούν και αυτοί στον κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους, εάν αυτός είναι μόνος τρόπος για να εμποδιστούν;; Και δεν ευθύνονται άραγε το ίδιο και όσοι ασκούν βία για να προστατεύσουν αυτούς ακριβώς που διαπράττουν αυτές τις άδικες πράξεις;
Εάν η απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα είναι καταφατική, και νομίζω ότι είναι ξεκάθαρα, τότε η επιθετική ανθρωπιστική παρέμβαση μπορεί κατ’ αρχήν να είναι ηθικά δικαιολογημένη, διότι αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ένας ηθικός λόγος που βασίζεται στις γνωστές ηθικές αρχές της αυτοάμυνας και της άμυνας υπέρ τρίτου, και δικαιολογεί την επίθεση σε αυτούς τους ανθρώπους.»
H άνοδος της κουλτούρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά τον ψυχρό πόλεμο και η συνειδητοποίηση της ανάγκης προστασίας των ατόμων από καταπιεστικούς κρατικούς ή κοινωνικούς μηχανισμούς αποτελεί αναμφισβήτητα μια τεράστια ηθική πρόοδο. Το ερώτημα είναι αν ο πόλεμος είναι πάντα ο ορθός και κατάλληλος τρόπος προστασίας των απειλούμενων δικαιωμάτων.
Μήπως επιθετικές στρατιωτικές επεμβάσεις υπερακοντίζουν τον κατά τεκμήριο αγαθό σκοπό της προστασίας; Με εξαίρεση κάποιες προφανείς περιπτώσεις απειλούμενη γενοκτονίας (όπως πχ στη Ρουάντα, στην Καμπότζη, το Ανατολικό Τίμορ και ίσως το Κόσοβο), για τις οποίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επέμβαση για την προστασία ανθρώπινων ζωών ήταν αναγκαία, το ερώτημα διατηρεί στο ακέραιο την αξία του: μπορεί ο πόλεμος να είναι το κατάλληλο μέσο για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Εφόσον (για κάποιους τουλάχιστον συγγραφείς) η άμυνα δεν λογίζεται πλέον ως η μόνη ούτε καν η βασική περίπτωση «δίκαιης αιτίας», πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε μια υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία των κριτηρίων του δικαίου πολέμου;
Το πρόβλημα είναι ότι η θεωρία του δικαίου πολέμου μετά την 11η Σεπτεμβρίου μετατράπηκε σε ένα εγχειρίδιο δικαιολόγησης επεμβάσεων κάθε είδους και χρήσης βίας στο όνομα της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επίκληση του δόγματος είναι βέβαιο ότι υπήρξε καταχρηστική σε ορισμένες περιπτώσεις όπως για παράδειγμα στην αμερικανική και βρεταννική εισβολή στο Ιράκ.
Για να κατανοήσετε τι πήγε στραβά στο πολιτικό πεδίο, φανταστείτε ότι ζείτε σε μια χώρα με ανεπτυγμένο σύστημα ποινικού δικαίου, αλλά χωρίς πολιτικά δικαιώματα, χωρίς κράτος δικαίου, χωρίς ανεξάρτητα δικαστήρια, χωρίς διάκριση εξουσιών, χωρίς αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση. Αυτό συνέβη μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Η θεωρία του δικαίου πολέμου λειτούργησε ως κώδικας ποινικού δικαίου χωρίς Σύνταγμα. Ποιος είναι ο κατάλληλος αποδέκτης των κανόνων, ποιος έχει την εξουσία να τους κρίνει και να τους επιβάλλει; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς. Εντούτοις, στρεβλώσεις δημιουργήθηκαν και σε θεωρητικό επίπεδο. Ενώ η θεωρία του Μάικλ Γουόλτσερ συνδέεται με μια φιλοσοφία κοινωνικής συσχέτισης, η οποία θεμελιώνει τις υποχρεώσεις πρώτα σε «τοπικό» επίπεδο, οι πιο πρόσφατες «αναθεωρητικές» τάσεις εγείρουν αξίωση άμεσης εφαρμογής ηθικών αρχών και αναγνωρίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις ανεξάρτητα από την εθνική ταυτότητα του ατόμου. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες.
Ο Γουόλτσερ και ο Μακμάαν αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές αναγνώσεις του τρόπου με τον οποίο δομούμε τον κόσμο και αντιλαμβανόμαστε τις υποχρεώσεις μας απέναντι στους άλλους. Η «αμιγώς κοσμοπολιτική» προσέγγιση αντιλαμβάνεται τον κόσμο κυρίως ως μια τάξη που δομεί τις διαπροσωπικές ηθικές και νομικές σχέσεις, ως σχέσεις μεταξύ ατόμων. Και από την άλλη η «σύνθετη κοσμοπολιτική» προσέγγιση, ενώ αναγνωρίζει καθολικές ηθικές υποχρεώσεις προς τα άτομα, αντιλαμβάνεται τον κόσμο κυρίως ως μια τάξη που δομεί τις ηθικές, πολιτικές και νομικές σχέσεις μεταξύ κρατών, κοινωνιών και των πολιτών τους.
Αυτές οι διαφορετικές αναγνώσεις οδηγούν σε σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά τον αντίκτυπο του δόγματος του δικαίου πολέμου. Η «αμιγώς κοσμοπολιτική» προσέγγιση, ειδικότερα, ευνοεί μια ηθικιστική εργαλειοποίηση του πολέμου που είναι πολιτικά επικίνδυνη, καθώς δίνει το δικαίωμα σε ισχυρά δημοκρατικά κράτη να αναλάβουν ρόλο αστυνόμευσης.
Για να έρθω λοιπόν στην ερώτησή σας, ναι, μπορούν να υπάρξουν ενδιάμεσες κατηγορίες μεταξύ δίκαιων πολέμων, αμυντικών πολέμων και άδικων επιθετικών πολέμων, αλλά πρέπει να απαριθμηθούν πολύ περιοριστικά. Το πρόβλημα, όπως μου φαίνεται, δεν είναι η εννοιολογική οξύτητα των κριτηρίων αλλά η πολιτική ομίχλη, αν μου επιτρέπετε να το θέσω έτσι, που χαρακτηρίζει τη διεθνή κοινωνία.
Ποιες είναι οι κύριες ηθικές και πολιτικές προκλήσεις που θέτουν οι πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων;
Η έμμεση αντιπαράθεση με τον εχθρό, δηλαδή με αντιπροσώπους, έχει σίγουρα τα πολιτικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Αποφεύγοντας, για οποιονδήποτε λόγο, την άμεση εμπλοκή σε ένοπλες συγκρούσεις, αποφεύγει κανείς επίσης την ανοιχτή έκθεση, παρακάμπτει τους περιοριστικούς κανόνες και τελικά συμβάλλει στην αποφυγή της ευθύνης. Αλλά όπως μας έχει διδάξει η ιστορία της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν και τόσες άλλες περιπτώσεις, δεν ελέγχει κανείς τα πάντα μέχρι τέλους. Το να αφήνουμε τους άλλους να κάνουν τη βρώμικη δουλειά προδίδει έναν βαθμό κυνισμού, ο οποίος βέβαια δεν είναι εντελώς ασυνήθιστος στις διεθνείς υποθέσεις.
Επιπλέον, θα ήθελα να επισημάνω κάποιες πτυχές των πολέμων δι’ αντιπροσώπων που φαίνονται αμφισβητήσιμες και από ηθική άποψη, επικίνδυνα ανεδαφικές και τελικά ολέθριες για τους κατά τα άλλα νόμιμους στόχους της πολιτικής.
Μια ηθικά αμφισβητούμενη πτυχή, που προδίδει κι έναν πολιτικό κυνισμό, είναι η απουσία διαφάνειας, η οποία συνεπάγεται σοβαρά πλήγματα για τους δημοκρατικούς θεσμούς μιας χώρας που διεξάγει μάχες δι’ αντιπροσώπων. Αυτή η έλλειψη ειλικρίνειας εκ μέρους της κυβέρνησης καταχράται την εμπιστοσύνη των πολιτών και επιδεικνύει μια περιφρόνηση για το τι σκέφτονται ή πιστεύουν οι πολίτες. Αυτό ακριβώς συνέβη με την πολιτική των ΗΠΑ στον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ.
Ένα συναφές πρόβλημα είναι η παράκαμψη των κανόνων (jus in bello) που κανονικά θα ίσχυαν αν οι δικές μας δυνάμεις στέλνονταν να πολεμήσουν. Αν προσλάβετε έναν δολοφόνο για να κάνει τη βρώμικη δουλειά, δεν σας ενδιαφέρει πώς εκτελεί τη σύμβαση, αρκεί να είναι αποτελεσματικός. Ακόμη και αν ο πόλεμος είναι καταρχήν δικαιολογημένος, τότε μπορεί κανείς να απορρίψει τους κανόνες του jus in bello και τους σχετικούς περιορισμούς.
Ακολούθως, κρίσιμα ζητήματα εγείρονται και στο πεδίο της νομικής ευθύνης και των ηθικών ενδοιασμών. Ειδικότερα, ό,τι μπορεί να πάει στραβά σε αυτή τη στρατηγική θα επιβαρύνει τον πληρεξούσιο, αυτόν που κάνει τη βρώμικη δουλειά. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να τελειοποιήσει κάθε είδους ηθική και νομική ευθύνη που θα συνεπαγόταν μια άμεση εμπλοκή. Όμως οι πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων, υποβαθμίζοντας ή διαστρεβλώνοντας την απόδοση ευθυνών, έχουν ένα ακόμη ανησυχητικό αποτέλεσμα, που είναι ότι ενθαρρύνουν τον πολλαπλασιασμό των ένοπλων συγκρούσεων και την περαιτέρω εμπλοκή άλλων μερών, φανερά ή κρυφά. Αυτό καθιστά την ειρήνη ακόμη πιο δύσκολη να επιτευχθεί.
Ίσως, όμως, πέραν των παραπάνω, η σοβαρότερη από όλες αυτές τις πτυχές να αφορά τον αντίκτυπο μιας σχέσης των αντιπροσώπων στη μαχόμενη πλευρά. Υπάρχει, σίγουρα, ένα είδος φεουδαρχικής σχέσης μεταξύ χορηγού και αντιπροσώπου, η οποία πυροδοτεί μια διαδικασία διαφθοράς και βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής αποσύνθεσης. Ακόμη και αν, όπως στο Αφγανιστάν, ο πόλεμος των Ταλιμπάν έχει ως στόχο την ανατροπή της εξουσίας του εισβολέα, ο στόχος αυτός τελικά θα διαβρωθεί και θα υπονομευθεί από τη δομική διαφθορά που δρομολογεί η τακτική παράδοση χρημάτων και όπλων. Γιατί το νόημα της υποστήριξης βρίσκεται αλλού και σίγουρα όχι σε κάποιου είδους διατεταγμένη απελευθέρωση. Είναι πολύ δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να ξεφύγουμε από αυτή την παγίδα.
Θα ήθελα, ακόμη, να κάνω ένα τελευταίο σχόλιο σχετικά με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ορισμένοι συγγραφείς προτείνουν ότι η χώρα θα πρέπει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και να αποδεχθεί έναν συμβιβασμό, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται απώλεια εδάφους.
«Αυτό που βρίσκω γενικά εντυπωσιακό είναι η κατανόηση της παγκόσμιας πολιτικής ως σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων παικτών, μερικοί από τους οποίους (π.χ. οι ΗΠΑ) τυχαίνει να είναι πιο κακόβουλοι από άλλους (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Ιράν)».
Αυτό φαίνεται να προτείνουν ο Jeffrey Sachs και άλλοι όταν προσεγγίζουν τη ρωσική εισβολή ως τη συνέχιση ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και απαιτούν διαπραγματεύσεις και τον άμεσο τερματισμό του πολέμου.
Ο Sachs αποδίδει τον πόλεμο αποκλειστικά στις πολιτικές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας. Αλλά ακόμη και αν τρίτοι μοιράζονται την ante bellum πολιτική ευθύνη για μια βίαιη σύγκρουση, το γεγονός αυτό δεν μειώνει από μόνο του το άδικο και τον παράνομο χαρακτήρα μιας επιθετικής πράξης και το δικαίωμα ενός ανεξάρτητου κράτους και του λαού του να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αυτό που βρίσκω γενικά εντυπωσιακό στην εν λόγω προσέγγιση είναι η κατανόηση της παγκόσμιας πολιτικής ως σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων παικτών, μερικοί από τους οποίους (π.χ. οι ΗΠΑ) τυχαίνει να είναι πιο κακόβουλοι από άλλους (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Ιράν). Κατά συνέπεια, η παγκόσμια ειρήνη θα εγκαθιδρυθεί όταν η σύγκρουση φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο ισορροπίας, σε αρμονία με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες ή τους φόβους των μεγάλων παικτών. Ένα σοβαρό μειονέκτημα αυτής της άποψης είναι η παντελής έλλειψη κανονιστικής εκτίμησης της θέσης των μικρότερων ανεξάρτητων κρατών και των δικαιωμάτων των λαών τους. Αυτά τα κράτη και οι λαοί τους δεν λαμβάνονται υπόψη ως συλλογικότητες που πρέπει να γίνουν σεβαστές, αλλά στην καλύτερη περίπτωση ως άνθρωποι που πρέπει να προστατευθούν.
Να, λοιπόν, ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο θα πρέπει να είμαστε επικριτικοί απέναντι στους πολέμους δι’ αντιπροσώπων.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε βιώσει ένα κύμα παρεμβάσεων, άλλες με αμυντική και άλλες με ανθρωπιστική πρόθεση. Οι περισσότερες από αυτές απέτυχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα της αποτυχίας και της επιτυχίας, αυτές οι ανθρωπιστικές παρεμβάσεις προκάλεσαν επίσης θεωρητικές συζητήσεις σχετικά με το κανονιστικό τους υπόστρωμα. Μπορούν οι στρατιωτικές επεμβάσεις να είναι νόμιμες και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Οι περιπτώσεις των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων εκκινούν από ένα είδος σοβαρής εσωτερικής ανισορροπίας που απειλεί θεμελιώδη δικαιώματα ατόμων και ομάδων. Φυσικά, αυτό που συμβαίνει σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου, ιδίως στη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική, οφείλεται στη συνύπαρξη πολλών δυσμενών γεγονότων και συνθηκών (αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός, διαφθορά των ελίτ, απώλεια ή απουσία νόμιμης κρατικής υπόστασης) και εκφράζει βαθιά σημαδεμένες, διχασμένες κοινωνίες που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτές οι εσωτερικές ανισορροπίες χρησιμοποιούνται στη συνέχεια από περιφερειακούς (και όχι μόνο) παράγοντες για να αντλήσουν από αυτές ένα είδος στρατηγικού πλεονεκτήματος. Είναι μια παλιά ιστορία, τίποτα καινούργιο κατά μία έννοια. Αλλά νομίζω ότι είναι πάντα χρήσιμο να εξετάζουμε τις βασικές αρχές και στη συνέχεια να βλέπουμε πώς μπορούν να εφαρμοστούν.
Από την εποχή του Tζον Στιούαρτ Μιλ το ζήτημα των επεμβάσεων έχει εγείρει σημαντικά πολιτικά και φιλοσοφικά ζητήματα, ενόψει του απαραβίαστου χαρακτήρα των δικαιωμάτων της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής κυριαρχίας. Αν τα κράτη είναι σαν τα άτομα, η ακεραιότητά τους πρέπει να γίνεται σεβαστή. Αλλά τα κράτη είναι κατά κανόνα πολύτιμα και άξια προστασίας ακριβώς επειδή εγγυώνται τη συλλογική ζωή με δικαιώματα και ελευθερίες. Στους εμφυλίους πολέμους αυτό ακριβώς είναι το αμφισβητούμενο, τουλάχιστον για μια ομάδα ανθρώπων. Για κάποιους δεν υπάρχει αυτοδιάθεση.
Η κρατούσα άποψη σε τέτοιες περιπτώσεις εισάγει την βοήθεια με ίδια μέσα ως κατάλληλη δοκιμασία για τη σωστή αξιολόγηση. Έχουν οι άνθρωποι που επιδιώκουν την ανεξαρτησία ή τον πολιτικό έλεγχο την απαραίτητη επιρροή για να φέρουν σε πέρας το σχέδιό τους; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Γουόλτσερ ακολουθώντας τον Mιλ εισηγείται τη μονομερή άρση της απαγόρευσης της διέλευσης των συνόρων στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Όταν εντός μιας επικράτειας που περικλείεται από δεδομένα σύνορα περιλαμβάνονται σαφώς δύο ή περισσότερες πολιτικές κοινότητες, εκ των οποίων η μία έχει ήδη εμπλακεί σε στρατιωτικό αγώνα μεγάλης κλίμακας για ανεξαρτησία – δηλαδή, όταν το ζητούμενο είναι η απόσχιση ή η «εθνική απελευθέρωση», όταν τα σύνορα έχουν ήδη παραβιαστεί από τις επεμβάσεις μιας ξένης δύναμης, ακόμη και αν η διέλευση έχει ζητηθεί από ένα από τα μέρη ενός εμφυλίου πολέμου, και όταν η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τόσο εκτεταμένη που κάνει τη συζήτηση περί κοινότητας ή αυτοδιάθεσης ή «κοπιώδους αγώνα» να φαίνεται κυνική και άσχετη, δηλαδή σε περιπτώσεις υποδούλωσης ή σφαγής."
https://daily.nb.org/
Αυτά αναφέρει μεταξύ πολλών άλλων ο καθηγητής Παπαγεωργίου.
Ο διαχρονικός αγώνας των εθνών για την απόκτηση ισχύος καθορίζει τις εξελίξεις σε όλες τις εκφάνσεις ζωής.
Η έννοια του αμυντικού πολέμου στο διεθνές δίκαιο αφορά την πολεμική εμπλοκή μεταξύ των εθνών. Η χρήση όπλων ανάγεται ιστορικά στην αρχαιότητα και προηγείται της εμφάνισης των εθνών-κρατών. Η νόμιμη άμυνα επιτρέπεται και είναι δίκαιη όταν τεθούν σε κίνδυνο οι βασικές ανθρώπινες αξίες η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η τιμή, η επιβίωση και η ζωή.
Τo πώς ορίζεται η έννοια του δικαίου, διαφέρει ανάλογα με τις θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές πεποιθήσεις ενός έθνους, στα πλαίσια μιας ορισμένης ιστορικής περιόδου. Επίσης δύο αντικρουόμενες εκδοχές για τα αίτια του πολέμου, είναι λογικό να παρουσιασθούν ως δίκαιες. με αξιόπιστα επιχειρήματα επιχειρήματα από την κάθε πλευρά.
Οι πόλεμοι αποδοκιμαζόταν εν μέρη στην αρχαία Ελλάδα, εν τούτοις η νομιμότητα τους δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Oι αρχαίες Ελληνικές πόλεις έδιναν μεγάλη βαρύτητα στις αιτίες για την προσφυγή σε πόλεμο.
Το φαινόμενο του πολέμου αποτελεί διαχρονικό αντικείμενο επιστημονικών μελετών στην γεωστρατηγική-γεωπολιτική, τις Διεθνείς σπουδές και τις στρατιωτικές σχολές. Ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας με στόχο την υποταγή-εξαναγκασμό στις επιθυμίες του αντιπάλου.
Ο επεκτατικός πόλεμος είναι το μέσον για την επίτευξη άνομων σκοπών επί του αντιπάλου. Η ειρήνη και η αγάπη υποστηρίζονται και προωθούνται σχεδόν από όλες τις θρησκείες. Εν τούτοις στις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της ανθρωπότητας με πολέμους, την μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν τα ιερατεία των θρησκειών.
Οι πολεμικές αντιπαραθέσεις στο όνομα των θεών γινόταν στην πραγματικότητα για να αποκτούν οι αχριερείς των θρησκειών εξουσία-δύναμη και πλούτο. Η κινητήριος δύναμη της θρησκείας κινητοποιούσε τις μάζες οι οποίες πολεμούσαν για την πίστη, την πατρίδα, την ελευθερία, την περιουσία, και την ζωή. Το περί δικαίου αίσθημα το οποίο επικαλούνταν τα ιερατεία έκανε λιγότερο ειδεχθής και αποκρουστικές τις πολεμικές διαμάχες.
Στην δίκη της Νυρεμβέργης εισήχθη το αξίωμα σχετικά με τους επιθετικούς πολέμους. Οι επιθετικοί πόλεμοι αποτελούν έγκλημα. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών επιτρέπει τους αμυντικούς πολέμους και για αυτό δίνει το δικαίωμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας να επιβάλλει στρατιωτικές κυρώσεις για την διατήρηση της ειρήνης. Τα επιχειρήματα περί δίκαιου πολέμου διδάσκονται στον Αριστόκλειο πολιτισμό και την Ορθοδοξία.
Η νόμιμη άμυνα επιτρέπεται και είναι δίκαιη όταν τεθούν σε κίνδυνο οι βασικές ανθρώπινες αξίες η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η τιμή, η επιβίωση και η ζωή. Τo πώς ορίζεται η έννοια του δικαίου διαφέρει ανάλογα με τις θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές πεποιθήσεις ενός έθνους, στα πλαίσια μιας ορισμένης ιστορικής περιόδου.
Επίσης δύο αντικρουόμενες εκδοχές για τα αίτια του πολέμου, είναι λογικό να παρουσιασθούν ως δίκαιες με αξιόπιστα επιχειρήματα επιχειρήματα από την κάθε πλευρά. Οι πόλεμοι αποδοκιμαζόταν εν μέρη στην αρχαία Ελλάδα, εν τούτοις η νομιμότητα τους δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Oι αρχαίες Ελληνικές πόλεις έδιναν μεγάλη βαρύτητα στις αιτίες για την προσφυγή σε πόλεμο. "Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεοὺς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους."
Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων, ο βασιλεύς των πάντων, και άλλους τους κατέστησε θεούς και άλλους ανθρώπους, άλλους τους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους. (Ηράκλειτος Fragmenta, απόφθεγμα 53, H. Diels and W. Kranz, «Die Fragmente der Vorsokratiker», vol. 1, 6th edn.,Berlin: Weidmann, 1951: 150-182). (1) Στα πλαίσια της αιώνιας σύγκρουσης των δύο παγκόσμιων πολιτισμών του Αριστόκλειου και του Διονυσιακού, παρά τα θαύματα, τις διδασκαλίες και την Ανάσταση του Χριστού, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι κατά κύριο λόγο στρατιωτική, γραμμένη με αίμα και φρικτά μαρτύρια-καταστροφές. Διαχρονικά το μέλλον της ανθρωπότητας καθορίζεται από τα μεγάλα πολεμικά γεγονότα.
Τα υπόλοιπα γεγονότα έχουν δευτερεύουσες συνέπειες, σε σχέση με όσα διαδραματίζονται στα πεδία των μαχών. Πατήρ πάντων ο πόλεμος, όπως δίδαξε ο Μέγας προσωκρατικός Φιλόσοφος Ηράκλειτος. Μερικούς αιώνες αργότερα ο υποστράτηγος των ΗΠΑ Smedley Butler στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έγραψε ότι ο πόλεμος είναι μια απάτη. Σύμφωνα με τον Αμερικανό υποστράτηγο Butler στους πολέμους μόνο μια μικρή ομάδα μυημένων είναι ενημερωμένοι για την πραγματικότητα.
Οι πόλεμοι είναι μια πραγματική απάτη που οργανώνεται προς όφελος ενός μικρού αριθμού ατόμων που ελέγχουν την εξουσία. Όλοι αυτοί οι πόλεμοι πραγματοποιούνται σε βάρος των λαών και παράλληλα δίνουν το δικαίωμα σε έναν μικρό αριθμό να αυξήσει την περιουσία του.
Διαχρονικά οι θρησκευτικές-πολεμικές συρράξεις υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κοινωνίας και στο όνομα των θεών σφαγιάστηκαν, βασανίστηκαν και μετανάστευσαν εκατομμύρια άνθρωποι. Η επίκληση λόγων για τις άγριες εμφύλιες πολεμικές συρράξεις στην αρχαία Ελλάδα, είναι εφικτό να διαπιστωθούν με βάση τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και τους κίβδηλους χρησμούς τους οποίους έδινε το Φοινικικό μαντείο των Δελφών.
Ο Θουκυδίδης αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας του, στις αιτίες του εμφυλίου ανάμεσα στην Αθήνα και την Σπάρτη. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ο τρομερότερος εμφύλιος της αρχαίας Ελλάδος, ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την παρακμή στην αρχαία εποχή, είχε και αυτός όπως όλοι οι εμφύλιοι θρησκευτικά κίνητρα.
Πίσω από αυτή την τρομερή γενοκτονία βρισκόταν για πολλοστή φορά το Δελφικό μαντείο και με τις Φοινικικής καταγωγής Πυθίες παρακινούσε τους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους σε φονικότατες συγκρούσεις και απίστευτες θηριωδίες, μέσα από τους εκατέρωθεν κίβδηλους χρησμούς τους οποίους έδινε σκόπιμα (Θουκιδiδης Ιστορία. Α-4).
Οι σκοτεινοί παράγοντες της αρχαίας θρησκείας υποκίνησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο για να τιμωρήσουν-πλήξουν και να απομακρύνουν από την εξουσία της Αθηναϊκής πολιτείας τον Περικλή και τους σοφούς φίλους του Αναξαγόρα, Ιπποκράτη, Ηρόδοτο, Φειδία οι οποίοι αμφισβητούσαν την ύπαρξη των Ολύμπιων Θεών και με τις διδασκαλίες τους αποδομούσαν την ξενόφερτη θρησκεία από την Αίγυπτο.
Ενδεικτικά αναφέρει ο Ευριπίδης : " Αν οι θεοί κάνουν αισχρές πράξεις δεν είναι θεοί¨ (Martin Nilson, "Η ιστορία της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας", σελίδα 287). Είναι γνωστό σε όλους ότι οι Ολύμπιοι δαίμονες διακατεχόταν από τις πιο ανώμαλες και παρά φύσιν σεξουαλικές επιθυμίες.
Η Επιρροή του Αναξαγόρα, του Ιπποκράτη και των άλλων σοφών-φίλων του Περικλή στους Αθηναίους πολίτες ήταν πολύ μεγάλη και η Ολύμπια θρησκεία κινδύνευε με κατάρρευση. Για αυτό οι σατανικοί ιερείς υποκίνησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο, με στόχο την ανατροπή του Περικλή, την απομάκρυνση των "άθεων" φίλων του και τον περιορισμό της Ελληνικής φιλοσοφίας που άνθιζε στην Αθήνα.
Στον αντίποδα στην Σπάρτη εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τόσο υψηλό φιλοσοφικό επίπεδο. Οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι που κατέστρεψαν την Πελοπόννησο, είχαν θρησκευτικό-πνευματικό κίνητρο. Εκεί έγιναν τρομερές ανθρωποθυσίες, όπως στα εκατομφόνια, από τους Σπαρτιάτες και τους Μεσσήνιους. Ακόμη γινόταν αμέτρητες θυσίες αιχμαλώτων στον Δία. Όμως μετά από τριακόσια χρόνια αγρίων πολέμων, απίστευτης γενοκτονίας, οι Σπαρτιάτες επικράτησαν και έκαναν τους Μεσσήνιους είλωτες. Το 660 π.Χ. οι Κορίνθιοι με αρχηγό τον τύραννο Κύψελο, έσφαξαν τους Κερκυραίους.
Το απόγειον του ανθελληνισμού και του εωσφορισμού, ήταν η αποστολή 300 αιχμαλώτων αγοριών, στις Σάρδεις για να ευνουχιστούν προς τιμήν της Κυβέλης !!! Ο Σπαρτιάτης Κλεομένης το 505 π.Χ. σε μια από τις εκστρατείες του εναντίον των Αργείων, ανάγκασε τον άμαχο πληθυσμό, να καταφύγει στο "ιερό" άλσος. Στην συνέχεια έβαλε φωτιά και έκαψε πέντε χιλιάδες άμαχους. Απανθρακώθηκε-αφανίστηκε το άνθος των νέων του Άργους. Η ιδιότητά τους ως ικέτες των κοινών «θεών», δεν έπαιξε κανέναν απολύτως ρόλο.
Μια ακόμη γενοκτονία προκάλεσαν οι τέσσερις φοβεροί ιεροί πόλεμοι, (595-332 π. Χ.), οι οποίοι για τριακόσια περίπου χρόνια αποδεκάτισαν την Ελλάδα. Ονομάστηκαν ιεροί, διότι έγιναν με υποδείξεις του μαντείου των Δελφών (Θουκυδίδης, Ιστορία Α΄3).
Οι πόλεμοι έγιναν για να έχει την πολιτική-στρατιωτική και την οικονομική ηγεμονία όλων των Ελλήνων. Υπεύθυνοι για μια ακόμη φορά τα αδίστακτα Δελφικά Ιερατεία. Ενδεικτικό της τρομερής γενοκτονίας, ήταν ότι το 219 π. Χ., ο επικεφαλής της Αιτωλικής Συμπολιτείας, ο στρατηγός Σκόπας κυριεύει το Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων και καταστρέφει τα πάντα. Γκρεμίζει όλα τα κτίσματα, και στην συνέχεια, πυρπολεί ακόμη και τους χώρους λατρείας.
Οι ίδιες βαρβαρότητες έγιναν και στο ιερό της Δωδώνης, από τον στρατηγό των Αιτωλών Δωρίμαχο. Στην συνέχεια, ο Φίλιππος με τους Μακεδόνες, πέρασαν σε αντίποινα, «πυρπόλησαν και κατεδάφισαν τα ιερά και ανέτρεψαν η κατέστρεψαν 2.000 ανδριάντες». Όμως δεν περιορίστηκαν στην Αιτωλία, αλλά εισέβαλαν και στην Αττική, το 200 π. Χ., όπως εξιστορεί ο Λίβιος, όπου ισοπέδωσαν, και τα μνημεία και ανέσκαψαν τους τάφους, διασκορπίζοντας τα οστά των νεκρών !!!
Η Μήλος ήταν αποικία των Λακεδαιμονίων και στην αρχή του πολέμου κράτησε ουδετερότητα Ανάμεσα στην Αθήνα και την Σπάρτη. Εν τούτοις οι Αθηναίοι δεν αναγνώριζαν την ανεξαρτησία του νησιού. Αυτό ήταν κάτι υποτιμητικό για την Αθηναϊκή συμμαχία και δημιουργούσε αρνητική εικόνα για την δύναμη των Αθηναίων, στις άλλες πόλεις-κράτη. Η αυτοδιάθεση των Μήλιων θα δημιουργούσε τριγμούς και ρωγμές στην εξουσία των Αθηνών.
Οι απεσταλμένοι της Αθήνας στην Μήλο διαπραγματεύτηκαν σε κλειστό κύκλο με τους ηγέτες του νησιού. Οι Αθηναίοι με ηγεμονικό ύφος τονίζουν ότι στα πλαίσια του πολιτισμού και της Δημοκρατίας, οι Μήλιοι έχουν το δικαίωμα να διαφωνήσουν. Τότε οι άρχοντες της Μήλου απάντησαν ότι οι Αθηναϊκές δυνάμεις που απειλούν το νησί καταργούν κάθε δημοκρατική έννοια διαλόγου, διότι είναι υπό την απειλή των όπλων. Με την στρατιωτική ισχύ επιβάλουν οι Αθηναίοι τους όρους των διαπραγματεύσεων. Δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή για την Μήλο, εκτός από την υποταγή στην Αθήνα.
Στο επιχείρημα των Μήλιων ότι θα φαίνονταν άνανδροι αν παραδοθούν χωρίς να πολεμήσουν, οι επιικεφαλείς των Αθηναίων απάντησαν ότι αν πάρετε συνετές αποφάσεις δεν θεωρείστε ριψάσπιιδες. Γιατί δεν αγωνίζεστε ενάντιά με ίσουςόρους, διότι αντιμετωπίζετε μια ανώτερη στρατιωτικά δύναμη. Η λογική και το μέτρον Άριστον επιβάλλει την αποφυγή της καταστροφής. Σύμφωνα με τους Αθηναίους η γενναιότητα δεν είναι συνετή. Το παράτολμο συνδέεται με το συναίσθημα.
Η λογική συνδέεται με την ψυχρότητα. Αν οι κάτοικοι της Μήλου αποδεχτούν την υποταγή και πληρώνουν το φόρο υποτέλειας που ζητούν οι Αθηναίοι, θα μετατραπούν σε θλιβερά ανδράποδα χωρίς ελευθερία-αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη και καλές συνθήκες διαβίωσης. Όμως οι κάτοικοι της Μήλου επέλεξαν τον πόλεμο, γιατί οι Αθηναίοι δεν τους άφησαν κανένα περιθώριο.
Γιατί επιχείρησαν να τους ισοπεδώσουν. Διαχρονικά υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν επιθυμούν να ζούνε, αν στερηθούν την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους. Κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών υπήρξαν προδότες ανάμεσα στους Μήλιους, για αυτό εξαναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους. Ο μοναδικός όρος που ζήτησαν οι νησιώτες ήταν να αποφασίζουν εκείνοι για τις ζωές τους. Όμως οι κατακτητές Αθηναίοι σκότωσαν όσους ενήλικους Μήλιους έπιασαν και έκαμαν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες. Εγκαταστάθηκαν στο νησί και αργότερα, έφεραν πεντακοσίους αποίκους.
Ο Θουκυδίδης στον περίφημο διάλογό του με τους ΜήλIους αφηγείται τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Μήλου. Εφόσον η Αθήνα είναι η πιο δυνατή, η Μήλος υποχρεούται να υποκύψει για να αποφύγει τα χειρότερα. Η δύναμη της πειθούς και το στρατιωτικό οπλοστάσιο έπεισαν μερικούς Μήλιους ότι ήταν καλύτερο να συνεννοηθούν με τον επιτιθέμενο και να προδώσουν, με στόχο να διαπραγματευτούν μια θέση στη νικήτρια πλευρά.
Το να κερδίζεις χωρίς να πολεμάς αποτελεί πάγια τακτική στα πλαίσια του υβριδικού και συμβατικού πολέμου. Η δημιουργία πανικού στον αντίπαλο με στόχο την αποτροπή οποιαδήποτε αντιστάσεως καθώς ο τρομοκρατημένος αντίπαλος είναι πεπεισμένος ότι είναι καλύτερα να υποταχτεί.
Αυτό που δείχνουν τα έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα, είναι ότι η δύναμη και η πολιτιστική ανωτερότητα αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία στις πολεμικές αναμετρήσεις, στην πολιτική, την οικονομία, τον αθλητισμό και την κοινωνία.
Στον Πελοποννησιακό πόλεμο δεν επεμβαίνουν οι θεοί, αλλά πρωταγωνιστούν οι Περικλής, Θουκυδίδης, Αλκιβιάδης, Νικίας για τους Αθηναίους. Βρασίδας, Λύσανδρος για τους Σπαρτιάτες. Από αυτούς τους άνδρες εξαρτάται η νίκη. Από την παιδεία, τις ικανότητες και την ανδρεία τους
Ό ενάρετος άνθρωπος είναι δυνατός και είναι σε θέση να αντιστέκεται στους πειρασμούς, στις αδυναμίες, στους θρήνους και δεν αφήνει τον εαυτό του να εκτραπεί από το δρόμο του. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Δέκα Χιλιάδων,οι Έλληνες ηγέτες συνελήφθησαν και σκοτώθηκαν από τους Πέρσες, ο Ξενοφών βρίσκεται μόνος και αναγκασμένος να οδηγήσει τους επιζώντες έξω από αυτή την Περσία.
Ο ηγέτης στρατιωτικός-πολιτικός πρέπει να είναι πρώτα από όλα ένας ισχυρός άνδρας, και ένας ενάρετος άνθρωπος. Η αδυναμία και η διονυσιακή κουλτούρα. δημιουργούν παρακμιακές καταστάσεις και ανθρώπους αδύναμους να αντισταθούν. Δύναμη δεν είναι μόνον η γενναιότητα στα πεδία των μαχών
Ο δυνατός ηγέτης ξέρει να προστατεύει τους άνδρες του, να τους ξεκουράζει και να συμμερίζεται τις κακουχίες τους. Επίσης ο σωστός ηγέτης συζητά με τους στρατιώτες του, για τα προβλήματα που τους απασχολούν και ότι άλλο τους επιβαρύνει. Πρώτος διδάξας περί πολιτείας-πολιτικών ήταν ο ύπατος των Φιλοσόφων ο Μέγας Αριστοκλής.
Από κάθε πόλεμο οι αλλοδαπό ιερείς των Δελφών απαιτούσαν ως θέληση του Ιουδαίου Απόλλωνα και του Φρυγικού Διόνυσου-Savaziou την δεκάτη από τα αιματοβαμμένα λάφυρα. Χαρακτηριστικό ήταν ότι είχαν την αναίδεια και την ανεντιμότητα να ζητούν από τις πόλεις ποσοστά ακόμη και από τους Περσικούς πολέμους, κατά τους οποίους το Δελφικό ιερό, ήταν με την πλευρά των ηττημένων και ομόθρησκων Περσών, καθώς έδινε αποτρεπτικούς χρησμούς, για να μην πολεμήσουν οι Έλληνες. Επίσης οι Φοίνικες ιερείς έδιναν χρησμούς παγίδες και υποδαύλιζαν τα μίση μεταξύ των αρχαίων πόλεων.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει και τον επιβεβαιώνει ο Μέγας Αριστοκλής ότι οι Φοίνικες ήρθαν από την Αίγυπτο, από το 1519 π.Χ. και μετά. Εκείνοι κατέκτησαν δια της βίας Στερεά Ελλάδα, και Πελοπόννησο και επέβαλαν το δωδεκάθεο. Η βίαιη επιβολή του Φοινικικού δωδεκαθέου άγγιξε τα όρια γενοκτονίας στην Ελληνική επικράτεια.
Από την αρχαιότητα οι εμπορικές συγκρούσεις έχουν πυροδοτήσει μεγάλους πολέμους, έχουν ανατρέψει αυτοκρατορίες και έχουν αναδιαμορφώσει τον παγκόσμιο χάρτη. Από την αρχαία Αθήνα και την Κόρινθο μέχρι τη σύγχρονη Αμερική και Κίνα, ο αγώνας για αγορές, πόρους και εμπορικές οδούς έχει οδηγήσει σε αιματηρές συγκρούσεις σε περισσότερες από μία περιπτώσεις.
Η «Παγίδα» του Θουκυδίδη είναι μια γεωπολιτική έννοια διεθνών σχέσεων που προέρχεται από το βιβλίο σχετικά με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Εκεί ο Έλληνας στρατηγός-ιστορικός περιγράφει την σύγκρουση μεταξύ της Σπάρτης που ήταν η κυρίαρχη δύναμη και της Αθήνα που ήταν η αναδυόμενη δύναμη.
Η Σπάρτη οδηγείται στον πόλεμο από φόβους για την άνοδο του αντιπάλου της. Αυτό συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα με την άνοδο της Κίνας και της Ρωσίας.
Τον όρο «παγίδα του Θουκυδίδη» επινόησε ο Γκρέιαμ T. Άλλισον στο βιβλίο του Προορισμένοι για πόλεμο. Στο βιβλίο αυτό αναρωτιέται εάν είναι σε θέση ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη. Στο βιβλίο του περιγράψει την ερμηνεία του μεγάλου ιστορικού για τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Το επιστημονικό-γεωπολιτικό δόγμα υποστηρίζει ότι όταν μια ισχυρή κυρίαρχη δύναμη αντιλαμβάνεται την άνοδο μιας άλλης που απειλεί να την επισκιάσει, μοιραίως οδηγείται σε σύγκρουση μαζί της.
Η συνέλευση των πολιτών της Σπάρτης αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην Αθήνα, αντίθετα προς την εισήγηση του βασιλιά Αρχίδαμου. Αντίθετα με ότι πιστεύεται η Σπάρτη ήταν ένα καθεστώς άμεσης δημοκρατίας με εξισορροπητικά όργανα, όπως τους δύο βασιλείς, την γερουσία, τους εφόρους κ.λπ.). Μάλιστα η Απέλλα επέβαλε στον διαφωνούντα βασιλιά την αρχιστρατηγία σε έναν πόλεμο που αυτός δεν ήθελε.
Η απόφαση της Απέλλας οφειλόταν στην πεποίθηση ότι η Αθήνα ισχυροποιείτο συνεχώς και πολύ σύντομα η Σπάρτη θα ήταν μία πόλη περικυκλωμένη από μία αχανή Αθηναϊκή επικράτεια και δεν θα ήταν πλέον σε θέση να αντιδράσει. Για τους Αρχαίους Έλληνες η ισορροπία μεταξύ των πόλεων-κρατών ήταν πολύ σημαντική.
Η συνεχής αύξηση της Αθηναϊκής ισχύος οδηγούσε σε ολική ανατροπή αυτής της ισορροπίας. Για αυτό η Σπάρτη αποφάσισε να αρχίσει προληπτικό πόλεμο. Αθήνα και Σπάρτη αποδύθηκαν σε λυσσαλέο αγώνα αλληλοεξόντωσης μέχρις εσχάτων, με αποτέλεσμα την αμοιβαία αποδυνάμωσή τους, μετά μία βραχεία ηγεμονία της Σπάρτης και μία μεταβατική ηγεμονία της Θήβας και τελικώς την σαρωτική επέλαση του Φιλίππου της Μακεδονίας. Αυτό ήταν και το τέλος του αρχαίου Ελληνικού κόσμου.
ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΟΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥ ;
Ο ινδουισμός καταδικάζει απερίφραστα όλες εκείνες τις πράξεις που μπορεί να προκαλέσουν την απώλεια της ζωής κάθε ζώντος πλάσματος, παράλληλα όμως υπάρχει το πολεμικό έπος Μαχαμπαράτα, που μιλά για επικά επιτεύγματα επιφανών ανδρών στα πεδία των μαχών.
Ο πολεμοχαρής Κρίσνα οδηγεί τον πολεμιστή Αρτζούνα στην μάχη (Kurukshetra). Ο Αρτζούνα βλέποντας στην πλευρά των αντιπάλων του φίλους, συγγενείς και δασκάλους διστάζει να πολεμήσει και σκέφτεται να καταθέσει τα όπλα για να μην τους βλάψει. Ο Κρίσνα του εξηγεί ότι πρέπει να είναι πιστός στο ρόλο του ως ευγενής- πολεμιστής και τον διατάζει να κάνει το καθήκον του προς το έθνος και τους θεούς. Στην Ιουδαϊκή θρησκεία οι πόλεμοι έχουν σημαντική θέση και στην Παλαιά διαθήκη αναφέρονται πολεμικές συγκρούσεις.
Ακόμη και η απόλυτη θρησκεία αγάπης ο χριστιανισμός εξαναγκάστηκε από τους αμέτρητους εχθρούς να αποκτήσει έναν αμυντικό στρατιωτικό χαρακτήρα μετά την ανάληψη διοικήσεως του Imperium Romanum από τους Έλληνες. Κατά την μεσαιωνική εποχή οι θρησκευτικές πολεμικές αντιπαραθέσεις εναντίον των εκάστοτε απίστων λαών, αποτελούσε το βασικότερο κίνητρο για επίθεση και πόλεμο από έθνη. Όμως πολέμους είχαμε και ενάντια στους ομόδοξους Το σχίσμα στην Χριστιανική εκκλησία μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης ήταν ο πυρήνας των πολεμικών επιχειρήσεων.
Για αυτό οι σταυροφόροι κατέκτησαν την Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στην σύγχρονη εποχή με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία. Σλάβοι Χριστιανοί-Ορθόδοξοι, Βόσνιοι Μωαμεθανοί και Κροάτες Καθολικοί επιδόθηκαν σε ανελέητες πολεμικές αντιπαραθέσεις επί χρόνια με βάση τις αρχές των δύο παγκόσμιων πολιτισμών.
Η χριστιανική πίστη μέσω του στυλοβάτη του Ελληνισμού-Ορθοδοξίας και του Imperium Romanum Αγίου Γρηγορίου (Θεολόγου-Ναζιανζηνού) και του Μέγα Αθανάσιου επιτρέπει υπό συνθήκες τον πόλεμο και την χρήση των όπλων για καθαρά αμυντικούς σκοπούς. Αυτό είναι μια αναγκαία υποχώρηση.
Όταν κινδυνεύουν τα αγαθά της ζωής, η τιμή, η ελευθερία, η πατρίδα και η οικογένεια, οφείλουμε ως χριστιανοί να τα υπερασπιστούμε πολεμώντας ακόμη και μέχρι θανάτου εάν χρειαστεί. Ο Κύριος έλεγε: “Μείζονα ταύτης αγάπη ουδείς έχει ίνα τις θει την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού”.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από το να θυσιαστεί κανείς για αυτούς που αγαπάει. Όταν θυσιαστεί κανείς στον πόλεμο για να υπερασπίσει την γυναίκα του, τα παιδιά του, τους δικούς του είναι επαινετή πράξη. Βέβαια όλοι οι Χριστιανοί πριν φτάσουν στην χρήση των όπλων οφείλουν να εξαντλήσουν κάθε ειρηνικό μέσο και μόνο σαν έσχατο όπλο επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουν τον πόλεμο.
Ο Μέγας Αθανάσιος μας διδάσκει : “Ενώ η αφαίρεση της ζωής του άλλου ανθρώπου βιαίως (φόνος), είναι καθ’ εαυτόν παράνομος, το να πεθάνεις στον πόλεμο, άρα και το να φονεύσεις τους εχθρούς και ορθό είναι και νόμιμο είναι και αξιέπαινο”. Στις εθνικές εορτές τιμούμε τους αμυντικούς πολέμους του έθνους μας, καθώς και όσους θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Όλες οι εθνικές εορτές, συνδέονται με επίσημες δοξολογίες και με προσευχή. Αυτό μας δείχνει ότι η Εκκλησία-Ορθοδοξία ευλογεί τους δικαίους και αμυντικούς πολέμους. Ενδεικτικά σας αναφέρω ότι την σημαία του 21’ κρατάει ένας δεσπότης.
Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού, μας δίδαξε με τις ευλογίες του Ιησού Χριστού, ο Άγιος Γρηγόριος. Μετάφραση : Προτιμώ και επαινώ τον πόλεμο, από μια “ειρήνη” η οποία θα με χωρίσει από τον Χριστό. Ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν γίνεται να κατηγορήσουμε έναν χριστιανό που παίρνει το όπλο για να κατατροπώσει τον εχθρό. Όλα αυτά από την στιγμή που ο εχθρός έχει ως σκοπό να αφανίσει τον Έλληνα, την πίστη του και την πατρίδα του. Δεν γίνεται να αγαπάμε τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς μας.
Δεν είναι ηθικό-λογικό και Χριστιανικό να τους επιτρέπουμε να μας σφάξουν, διότι τότε δεν θα είμαστε στην ζωή, για να διαδώσουμε το έργο του Χριστού, δεν θα μπορούμε να αγαπήσουμε, και να βοηθήσουμε ανθρώπους. Επίσης με αυτήν την νεοταξική-εωσφορική “λογική”, θα είχε εξαφανιστεί από τον χάρτη πολλούς αιώνες πριν το Ελληνικό έθνος.
Ο ίδιος ο Ιησούς επιτρέπει την νόμιμη άμυνα, διαφορετικά δεν θα ευλογούσε, τους προγόνους μας, να αμύνονται επί τόσους αιώνες και να έχουμε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για αυτόν τον λόγο επέτρεψε για πρώτη και μοναδική φορά σε όλο τον κόσμο να διακόπτουν την Θεία λειτουργία, το μνημόσυνο του, μέσα στον κορυφαίο ναό του Χριστιανισμού, την Αγία Σοφία και να ψάλλουν τον Βασιλιά Νικηφόρο, ως Αργαλέο θάνατο των Σαρακηνών*. Ακόμη και τόσο γενναίος πολεμιστής και μεγάλος στρατηγός-αυτοκράτορας που ήταν, μπροστά στον Θεό, δεν ήταν παρά ένας απλός άνθρωπος μέχρι εκείνη την στιγμή, καθώς δεν είχε γίνει ακόμη Άγιος.
Όμως γιατί οι καταστροφές των Αράβων επί αιώνες ήταν αμέτρητες εις βάρος των αθώων Ελλήνων, για αυτό έκανε ο Ιησούς, μια εξαίρεση. Τα μαρτύρια των Ελλήνων δεν είχαν τέλος όλους εκείνους τους αιώνες, από τους εισβολείς με σφαγές, κλοπές, εμπρησμούς, βιασμούς, σκλάβωμα γυναικών. Ο Σωτήρας Χριστός ευλόγησε να διακόπτουν την δοξολογία του μέσα στην Αγία Σοφία και να υμνούν τον Νικηφόρο τον Β Φωκά. Είναι ο μοναδικός βασιλιάς στον οποίο έγινε η ύψιστη τιμή να διακόπτουν το μνημόσυνο του θεού, μέσα στην Αγία Σοφία τον κορυφαίο ναό της οικουμένης και να ψάλλουν εκείνον ως Αργαλέο θάνατο των Σαρακηνών*.
Ουδέποτε στα παγκόσμια χρονικά έγινε μια τέτοια τιμή σε οποιοδήποτε άλλο βασιλιά. Ούτε στον κορυφαίο αυτοκράτορα όλων των εποχών τον Βασίλειο τον Β, δεν έγινε τέτοια τιμή, ούτε σε κανέναν άλλο βασιλιά. Αυτό ήταν ξεκάθαρα ένα δείγμα, ότι ο Νικηφόρος θα γινόταν Άγιος. Για αυτούς τους λόγους δεν ονομάστηκε Αραβοκτόνος, καθώς ήδη εν ζωή ονομάστηκε Pallida Mors Saracenorum.
Ο Ιησούς Χριστός και η Υπεραγία Θεοτόκος ευλογούν και επιτρέπουν την νόμιμη άμυνα στο Ελληνικό έθνος. Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα επέτρεπε η Παναγία την ημέρα που εορτάζουν άπαντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί την κοίμηση της, να συλλάβουν οι Έλληνες τον Ιβάτζη και να τον τυφλώσουν.
Επίσης δεν θα άφηνε να πολεμήσουν οι Έλληνες για να πάρουν πίσω από τους Αγαρηνούς το Άγιο Μανδήλιο στις 15 Αυγούστου με τον στρατηγό Κουρκουά. Στις 15 Αυγούστου εισήλθε νικητής ο Αργαλέος θάνατος των Σαρακηνών στην Κωνσταντινούπολη, για να γίνει αυτοκράτορας. Ο Αλλοδαπός-ευνούχος και πολιτικός Ιωσήφ Βρίγγας είχε προβάλει ένοπλη αντίσταση, με σκοπό να εμποδίσει την άνοδο στον Ρωμαϊκό θρόνο του μεγάλου Έλληνα στρατηλάτη.
0 comments: